"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Can Greeks Become Germans? (Mπορούν οι Ελληνες να γίνουν Γερμανοί?)


Η Κατερίνα Σώκου, δημοσιογράφος στην «Καθημερινή», μια ελληνική εφημερίδα, μου διηγήθηκε την εξής ιστορία: Μέλη του βαυαρικού Κοινοβουλίου ήλθαν στην Αθήνα λίγο καιρό μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και συναντήθηκαν με Ελληνες πολιτικούς, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους και δικηγόρους σε μια ταβέρνα, για να εξετάσουν την ελληνική οικονομία. H εντύπωση που σχημάτισε ήταν πως οι Γερμανοί προσπαθούσαν να καταλάβουν αν έπρεπε να δανείσουν χρήματα στην Ελλάδα. Ηταν σαν μια χώρα να αξιολογούσε μια άλλη για δάνειο. «Δεν βρίσκονταν εδώ σαν τουρίστες, τους δίναμε πληροφορίες για το πόσες ώρες δουλεύουμε», θυμήθηκε η κ. Σώκου. «Ηταν πραγματικά σαν να έπρεπε να τους πείσουμε για τις αξίες μας».

Η παρατήρηση της δημοσιογράφου μού θύμισε το σχόλιο που έκανε ο Ντοβ Σίντμαν, συγγραφέας του βιβλίου «How» και διευθύνων σύμβουλος της LRN, η οποία βοηθά τις εταιρείες να δημιουργήσουν ηθική επιχειρηματική κουλτούρα. Η παγκοσμιοποίηση ανθρώπων και αγορών κλιμακώθηκε σε νέο βαθμό την τελευταία πενταετία, με την ανάκυψη της κοινωνικής δικτύωσης, του Skype, των παραγώγων, της γρήγορης ασύρματης συνδεσιμότητας, των φθηνών smartphones και του υπολογιστικού περιβάλλοντος «σύννεφου». Σύμφωνα με τον κ. Σίντμαν, «όταν ο κόσμος είναι τόσο στενά συνδεδεμένος, των πάντων οι αξίες και η συμπεριφορά έχουν μεγαλύτερη σημασία από ποτέ, γιατί επηρεάζουν πολύ περισσότερους ανθρώπους από ποτέ... Από συνδεδεμένοι γίναμε διασυνδεδεμένοι και ηθικά αλληλένδετοι».

Καθώς γίνεται όλο και πιο δύσκολο να προφυλαχθείς από την ανεύθυνη συμπεριφορά του άλλου, πρόσθεσε ο κ. Σίντμαν, τόσο εκείνος όσο κι εσύ καλά θα κάνετε να συμπεριφέρεστε πιο υπεύθυνα, αλλιώς θα υποστείτε αμφότεροι τις συνέπειες, είτε έχετε κάνει κάτι κακό είτε όχι. Αυτό ισχύει διπλά όταν δύο διαφορετικές χώρες μοιράζονται το ίδιο νόμισμα αλλά όχι την ίδια κυβέρνηση. Εξ ου και η ιστορία αυτή δεν αφορά μόνο επιτόκια. Αφορά αξίες. Οι Γερμανοί λένε τώρα στους Ελληνες: «Θα σας δανείσουμε περισσότερα χρήματα, αρκεί να συμπεριφερθείτε σαν Γερμανοί στον τρόπο που αποταμιεύετε, στις ώρες που εργάζεστε την εβδομάδα, στις διακοπές που δικαιούστε και στη συνέπεια με την οποία πληρώνετε τους φόρους σας».

Αλίμονο, ωστόσο, αυτές οι χώρες είναι τόσο διαφορετικές πολιτισμικά. Σου θυμίζουν ζευγάρια, για τα οποία αναρωτιέσαι μετά το διαζύγιο: «Πώς μπόρεσαν και σκέφτηκαν αυτοί οι δύο ότι μπορούσαν να παντρευτούν;». 

Η Γερμανία είναι η επιτομή μιας χώρας που πλούτισε παράγοντας πράγματα. Η Ελλάδα, αλίμονο, αφότου έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το 1981, στην πραγματικότητα έγινε άλλη μια χώρα της πλούσιας σε πετρέλαιο Μέσης Ανατολής. Μόνο που, αντί για πετρελαιοπηγές, είχε τις Βρυξέλλες, οι οποίες της διοχέτευαν σταθερά επιδοτήσεις, οικονομική βοήθεια και ευρώ με χαμηλά επιτόκια.  

Οι φυσικοί πόροι δημιουργούν διαφθορά, καθώς οι διάφορες ομάδες ανταγωνίζονται ποιος θα ελέγξει την κάνουλα. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Ελλάδα, όταν απέκτησε πρόσβαση στα τεράστια ευρωδάνεια και στις επιδοτήσεις. Η φυσική επιχειρηματικότητα των Ελλήνων διοχετεύθηκε στη λάθος κατεύθυνση – σε έναν ανταγωνισμό για κρατικά κεφάλαια και συμβάσεις. Σαφώς και δεν σπαταλήθηκαν όλα. Η Ελλάδα έζησε μια πραγματική έκρηξη εκσυγχρονισμού τη δεκαετία του ’90. Ομως, μετά το 2002 ανέβασε τα πόδια στο τραπέζι, και πολύ μεγάλο μέρος του «ευρωπετρελαίου» από την Ε.Ε. κατέληξε να χρηματοδοτεί ένα διεφθαρμένο, πατριαρχικό σύστημα, όπου οι πολιτικοί μοίραζαν κρατικές θέσεις εργασίας και έργα με αντάλλαγμα ψήφους. Αυτό ενίσχυσε περαιτέρω ένα τεράστιο κράτος πρόνοιας, όπου νέοι άνθρωποι ονειρεύονταν μια χαλαρή θέση στο Δημόσιο και οι πάντες, από τους οδηγούς ταξί και φορτηγών ώς τους φαρμακοποιούς και τους δικηγόρους, μπορούσαν να εγείρουν εμπόδια στην είσοδο στο επάγγελμα, τα οποία διόγκωναν τεχνηέντως τις τιμές.

Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση «ήταν μεγάλη ευκαιρία για ανάπτυξη και τη χαραμίσαμε», εξηγεί ο Δημήτρης Μπουραντάς, καθηγητής Μάνατζμεντ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Επίσης, δεν εκμεταλλευθήκαμε τις αγορές των πρώην σοσιαλιστικών χωρών γύρω από την Ελλάδα. Και επίσης δεν εκμεταλλευθήκαμε την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Τα χάσαμε όλα, γιατί το πολιτικό σύστημα εστίαζε στην αύξηση της Δημόσιας Διοίκησης, όχι στην επιχειρηματικότητα, τον ανταγωνισμό, τη βιομηχανική στρατηγική και τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Δημιουργήσαμε ένα κράτος με μεγάλες αναποτελεσματικότητες, διαφθορά και πολύ μεγάλη γραφειοκρατία. Ημασταν η τελευταία σοβιετική χώρα στην Ευρώπη».

Γι’ αυτό και οι Ελληνες –εξηγεί– όταν μεταναστεύουν στις ΗΠΑ «ξεδιπλώνουν τις δεξιότητες και την επιχειρηματικότητά τους», με τρόπο που τους δίνει τη δυνατότητα να διαπρέψουν στο εμπόδιο. 

 Εδώ στην Ελλάδα, όμως, το σύστημα ενθαρρύνει ακριβώς το αντίθετο. Οι επενδυτές εδώ παραδέχονται ότι η γραφειοκρατία κατά την έναρξη μιας επιχείρησης είναι συντριπτική. Είναι τρελό: η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στον κόσμο όπου οι Ελληνες δεν συμπεριφέρονται σαν Ελληνες. Το κράτος πρόνοιας, χρηματοδοτούμενο από το ευρωπετρέλαιο, τους αφαίρεσε αυτή την ιδιότητα.

Με την παρακμή της Βηρυτού και του Ντουμπάι, η Αθήνα όφειλε να γίνει το κέντρο εξυπηρέτησης της ανατολικής Μεσογείου. Αντιθέτως, Κύπρος και Κωνσταντινούπολη άδραξαν αυτό τον ρόλο. Η Ελλάδα δεν πρέπει να χαραμίσει αυτή την κρίση. Ενώ θέσπισε κάποιες μεταρρυθμίσεις πέρυσι, ο πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου, μου είπε: «Το πιο απογοητευτικό είναι η αντίσταση του συστήματος. Πώς πετυχαίνεις αλλαγή νοοτροπίας;».

Θα χρειαστεί πολιτιστική επανάσταση. Κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν τα δύο μεγάλα κόμματα της Ελλάδας ενώσουν τις δυνάμεις τους, πιαστούν χέρι χέρι και μαζί προωθήσουν ριζοσπαστική αλλαγή στην κυρίαρχη νοοτροπία, ξεκινώντας από ψηλά. Χωρίς αυτό, η Ελλάδα δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπληρώσει τα δάνειά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: