Επιλεκτική επιβίωση
Αφιερωμένο στους φιόγκους της Ψαρούς
Toυ ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
Θα ήθελα να τους περιγράψω τους όρους και τις συνθήκες κυρίως τις οικονομικές (τώρα περί αυτών πρόκειται) που βιώσαμε και παρ' όλα αυτά επιβιώσαμε.
Ηταν τυχεροί π.χ. όσοι είχαν τα μέσα να αγοράσουν φωτιστικό πετρέλαιο και έτσι μετά το σούρουπο χειμώνα - καλοκαίρι να ανάβουν τις λάμπες πετρελαίου. Ξέρετε εσείς πόσοι σημερινοί σεβαστοί γιατροί, νομικοί, μηχανικοί, ακαδημαϊκοί τέλειωσαν το γυμνάσιο και το πανεπιστήμιο διαβάζοντας στο φως μιας λάμπας που συχνά το λαμπόγυαλο ράγιζε και γέμιζε το δωμάτιο καπνούς; Οι πιο άτυχοι και πιο φτωχοί διάβαζαν με το καντηλάκι, αν το αγροτόσπιτο όπου γεννήθηκαν είχε λίγο λαδάκι και λουμίνια (ξεραμένους κάλυκες ενός ορισμένου φυτού που ήταν, λαδωμένο, το... φιτίλι!) για να φωτίζονται τα τετράδια και τα βιβλία _ πολλά από αυτά διασώζονται σε μερικά σπίτια μας ως κειμήλια με εμφανή τα σημάδια: τεράστιες λαδιές. Υπήρχαν βέβαια και χειρότερα, όσοι διάβαζαν με κεριά (αλήθεια, έχετε δει χειρόγραφα του Διονυσίου Σολωμού κατάστικτα με λαδωμένες δαχτυλιές και τα σημάδια του κεριού που έσταζε;).
Με καντηλέρια και κεριά δούλευαν τις άγρυπνες νύχτες τους οι Σοφοκλήδες, οι Κοραήδες, οι Παπαρρηγόπουλοι, και στο φως μιας λάμπας πετρελαίου στην εξορία έγραψε τους τριάντα τόμους της Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Και τα «Κεριά»... ο Καβάφης.
Οταν η οικονομία στην ενέργεια μας στερούσε για ώρες και εικοσιτετράωρα το ηλεκτρικό, οι μανάδες μας μαγείρευαν στα... εύπορα σπίτια στη γκαζιέρα (που με μια τρόμπα τροφοδοτούσε ένα μπεκ που προκαλούσε ανάφλεξη στο ντεπόζιτο με το πετρέλαιο). Οι φτωχότερες μανάδες στα χωριά άναβαν τον σπιτικό φούρνο και οι πιο φτωχές άφηναν το φαί στη φουφού αν είχαν κάρβουνα.
Γιατί αν είχαν κάρβουνα, διέθεταν μαγκάλι για να ζεσταίνουν τα δωμάτια. Αν δεν είχαν κάρβουνα κατέφευγαν σε πυρήνα, μια λειωμένη μάζα από ελιοκούκουτσα που αγόραζαν με την οκά από το λιοτρίβι.
Γνωρίζω επιστήμονες που πλύθηκαν τη μέρα του γάμου τους στη σκάφη με τη μητέρα τους να βράζει νερό στην κατσαρόλα και να λούζονται με το υγιεινότατο βέβαια πράσινο σαπούνι.
Οσο για το φαγητό, στις πιο δύσκολες εποχές οι τυχεροί έτρωγαν ψωμί από καλαμπόκι και οι άτυχοι χορτόπιτες με αρβανίτικα ονόματα, μπαμπανέτσα και μαμαλίγκα. Σε εποχές οικονομικής... ευμάρειας το κρέας με τη μανέστρα στον φούρνο ήταν το έδεσμα αποκλειστικά της Κυριακής. Τις άλλες μέρες φασόλια, ρεβίθια, φακές και χυλοπίτες χειροποίητες.
Μετά την Κατοχή, με παιδιά με προφυματική αδενοπάθεια, το σχολείο διένειμε πριν από την πρωινή προσευχή γάλα σε σκόνη που έβραζε ο επιστάτης σε καζάνι και τις ευδαίμονες μέρες μοιραζόταν και σταφιδόψωμο. Ολα αυτά όμως ως επιβράβευση, διότι έπρεπε να προηγηθεί μια κουταλιά μουρουνόλαδο σε υγρή βέβαια μορφή.
Τότε δωρεάν παιδεία δεν υπήρχε. Αγοράζαμε (;) τα βιβλία μας και όσοι δεν είχαν τα μέσα περίμεναν το γειτονόπουλο να τελειώσει το διάβασμα για να δανειστούμε για καμιά ώρα το βιβλίο του. Εγώ αποδίδω και σήμερα την τερατώδη μνήμη μου στις ασκήσεις τότε, αφού συχνά μάθαινα απ' έξω και γρήγορα τα αρχαία κείμενα (κύριο μάθημα και «παρακάτω») ακόμη και τον Ομηρο και τον Κικέρωνα.
Οι πρωτότοκοι γιοι και οι θυγατέρες ντύνονταν με μεταποιημένα ρούχα του πατέρα ή της μητέρας αντίστοιχα. Και συνέβαινε συχνά το τρίτο αγόρι της οικογένειας να φοράει παντελόνι που είχε διαδοχικά μεταποιηθεί = πατέρας, πρωτότοκος, δευτερότοκος, στερνός.
Πληρώναμε ακόμη και τις κόλλες διαγωνισμών που τότε ήταν δύο φορές τον χρόνο. Ο επιμελητής της τάξης μάζευε τις δραχμούλες του καθενός και πήγαινε στο βιβλιοχαρτοπωλείο της πόλης και αγόραζε κόλλες σε δεσμίδες. Ενα μεγάλο τραύμα της εποχής εκείνης ήταν η συνεταιρική αγορά από το βιβλιοπωλείο με τέσσερις συμμαθητές μου του μοναδικού αντίτυπου του «Εγκλήματος και Τιμωρία» του Ντοστογιέβσκι στη μετάφραση του Αρη Αλεξάνδρου (Εκδόσεις Γκοβόστη). Η ανυπομονησία μας να το διαβάσουμε μας οδήγησε να το διαλύσουμε στα τέσσερα και είχα την ατυχία να αρχίσω το διάβασμα από τα τελευταία κεφάλαια, ώσπου να τελειώσουν και οι άλλοι και μετά ήρεμα να το διαβάσουμε με τη σειρά των κεφαλαίων που γράφτηκαν!
Δεν χρειάζεται ψυχαναλυτής για να διαπιστώσει στο ντιβάνι το σύνδρομο της γενιάς μας να μην αφήνουμε ποτέ υπόλοιπο φαγητού στο πιάτο μας και μια φρουτομανία που μας διακρίνει. Αφού στα εύπορα σπίτια, τα φρούτα έμπαιναν με το δελτίο και συχνά το επιδόρπιο ήταν δύο (!) κεράσια δεμένα με τα κοτσάνια τους να κρέμονται στα αυτιά μας σαν σκουλαρίκια.
Οσον αφορά την υπόδηση, μονοφόρι τον χειμώνα αρβυλάκια τα αγόρια με καρφιά για να μη φθείρεται η σόλα και τα κορίτσια πάνινα παπούτσια με σόλα από φελλό και μονοφόρι το καλοκαίρι αγόρια - κορίτσια τις αλήστου μνήμης ελβιέλες - πάνινα ελαφρά υποδήματα με σόλα πλαστική (που βρώμαγε). Αυτά κάθε μέρα έπρεπε να ασπρίζονται με έναν πολτό που λεγόταν στουπέτσι και για να φορεθούν έπρεπε να στεγνώσουν στον ήλιο, γιατί αν τα φορούσες υγρά κόλλαγε επάνω η σκόνη του δρόμου, αφού στην τότε Αθήνα - επαρχία μόνο οι κεντρικοί δρόμοι ήταν στρωμένοι με άσφαλτο. Τώρα τουλάχιστον ο κίνδυνος αυτός έχει παρέλθει. Εγιναν έργα!!
Ευτυχείς και τότε και τώρα όσοι έχουν περιβολάκι με ζαρζαβατικά και κοτούλες.
Αν διαθέτετε πίσω αυλή, αγοράστε όσο είναι καιρός κουνέλια, γεννοβολούν σαν τα... κουνέλια, γιατί αλλιώς υπάρχει κίνδυνος, όπως στους «Γερμανούς ξανάρχονται», να σας προσφέρει γιουβέτσι ο γείτονάς σας... τον σκύλο σας. Και μη χειρότερα.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ,
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΤΑ ΝΕΑ,
ΦΤΩΧΕΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου