"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Η αγωνίστρια με το λευκό μαντήλι...

Του ΡΟΥΣΣΟΥ ΒΡΑΝΝΑ

Στον αργεντίνικο Βορρά, στις φυτείες με το ζαχαροκάλαμο, στους δρόμους με τις πορτοκαλιές.

Μια νύχτα, το 1976, δύο πόλεις βυθίστηκαν στα σκοτάδια. Δύο πόλεις που έβαλε στο χέρι η μεγαλύτερη βιομηχανία ζάχαρης της λατινοαμερικανικής ηπείρου. Η επιχείρηση έδινε στέγη και φως στους εργάτες της. Ωσπου αποφάσισε να τους κόψει το ηλεκτρικό, ενώ μια αιμοσταγής δικτατορία έπαιρνε την εξουσία. Εκείνη η νύχτα που έγινε διπλά σκοτεινή, αντηχούσε από το βουητό των καμιονιών της επιχείρησης. Σταματούσαν μπροστά στα σπίτια και ξεφόρτωναν στρατιώτες και αστυνομικούς. Το πηγαινέλα των στρατιωτών, ο βρυχηθμός των καμιονιών, ο πάταγος από τις πόρτες των σπιτιών, οι πνιχτές κραυγές, αντηχούσαν όλη τη νύχτα. 

Το πρωί, τετρακόσιοι κάτοικοι των δύο πόλεων είχαν εξαφανιστεί: συνδικαλιστές, αριστεροί, απλοί εργάτες της πανίσχυρης βιομηχανίας. Αυτή είχε δώσει στις Αρχές τα ονόματα των «ταραξιών» και τις διευθύνσεις τους. Το πρωί βασίλευε ο φόβος. Και η σιωπή. Οι τετρακόσιοι βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, φυλακίστηκαν σε μυστικές φυλακές. Τριάντα τρεις χάθηκαν για πάντα. Τριάντα τρεις που, χρόνια αργότερα, όταν ήρθε πια η ώρα του θλιβερού απολογισμού, συγκαταλέχθηκαν κι αυτοί στους τριάντα χιλιάδες «εξαφανισθέντες» της δικτατορίας. Εκείνη η νύχτα χωρίς ηλεκτρικό έμεινε χαραγμένη στη μνήμη των ανθρώπων με το όνομα «η νύχτα που έσβησε το φως»

Είχαν να λένε για μια γυναίκα, με ένα λευκό μαντίλι στο κεφάλι, που άρχισε να τριγυρνάει κάθε Πέμπτη σε μια πλατεία. Ο άντρας της ήταν κι αυτός ένας από τους τριάντα τρεις. Κάθε εβδομάδα ζητούσε την αλήθεια, να μάθει τι του είχε συμβεί, τι είχε απογίνει. Τριγύριζε εκεί, μονάχη, για χρόνια.

Η Ολγα απεβίωσε το 2005. Διαδήλωνε στην πλατεία μέχρι το 2004. Δεν είχε πια το λευκό μαντίλι τυλιγμένο στο κεφάλι της, μα μπροστά στο στόμα της, σύμβολο ενός διαφορετικού αγώνα, ενάντια στην ίδια επιχείρηση που είχε κόψει το φως εκείνη την πιο σκοτεινή νύχτα του 1976. Η βιομηχανία εξακολουθούσε να καίει το ζαχαροκάλαμο ανεξέλεγκτα, βαραίνοντας την ατμόσφαιρα και τα πνευμόνια των ανθρώπων με φονικά σωματίδια. Η Ολγα πέθανε από καρκίνο των πνευμόνων. Σε κάθε επέτειο της νύχτας που έσβησε το φως, χιλιάδες άνθρωποι ακολουθούν τα βήματά της. Παίρνουν τον δρόμο που ακολούθησε κι αυτή, ενάντια στη λήθη.

Για τους λαϊκούς αγώνες, ακόμη και γι' αυτούς, έρχεται κάποτε η ώρα του απολογισμού. «Στην Αργεντινή», λέει ο κοινωνιολόγος Γκιγιόμ Σαμπέν στο περιοδικό «Αρτίκλ11», «που αφού βασανίστηκε από τη δικτατορία, παγιδεύτηκε κατόπιν στα δίχτυα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, μετρούν σήμερα μια μεγαλειώδη εξέγερση που το έδιωξε από τη χώρα. Αλλά και μια αδυναμία γενικότερου σχεδιασμού, μια έλλειψη συντονισμού, μια απουσία συγκροτημένης άποψης που θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σε μια ριζική αμφισβήτηση του συστήματος». Σίγουρα, οι Αργεντινοί που ξεσηκώθηκαν τα Χριστούγεννα του 2001 κατά του ΔΝΤ ήταν πολύ Αγανακτισμένοι. Ομως δεν ήταν όλοι τους το ίδιο Αποφασισμένοι όσο η Ολγα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: