"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Το δράμα της Κύπρου μέσα απο τους στίχους - φωτιά του ΚΩΣΤΑ ΜΟΝΤΗ

ΠΡΟΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΕΙΣΒΟΛΕΙΣ
Κι αυτή η σελήνη η ματωμένη και μισή
που μας την κουβαλήσατε!
Αλήθεια πέστε μου μετρήσατε
πόσοι άλλοι πέρασαν απ' το νησί
πριν από εσάς πανίσχυροι κι επιφανείς
κι ούτε για δείγμα καν δεν έμεινε κανείς;

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ
Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας
*
Πικρή θάλασσα της Κερύνειας
που πρέπει ν’ αποσύρουμε πια
τους στίχους που σου γράψαμε (Α, 229)

ΓΙΑ ΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ
Αυτές οι φωτογραφιούλες ήταν απλώς
για να βγει το διαβατήριό τους
τότε που θα ‘φευγαν για σπουδές.
Πού να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν
να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα
τα χέρια της μάνας τους,
πού να φανταζόντουσαν πως θα παρέμεναν
να τις σφίγγουν έτσι νυχτοήμερα
τα χέρια της αρραβωνιαστικιάς τους,
τα χέρια της γυναίκας τους,
νάν’ στις σχολικές τσάντες των παιδιών τους;
Πού να φανταζόντουσαν να μην έβαζαν τουλάχιστο
έτσι στραβά το σκουφί να επιτείνει,
να μη χαμογελούσαν αυτό το χαμόγελο
να επιτείνει;(Ανθ. 101)

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΔΕΛΦΟ ΜΑΣ
Να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου
να καθαρίσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου
να μπολιάσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου
να βάψουμε το δικό μας
να μη μπορέσει πια ποτέ
να το ξεθωριάσει ο φόβος.(Β,424)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ
Και τι θα γίνει τώρα,
θα σχίσουμε τα παλιά μας τετράδια
που ‘ταν γεμάτα χρωματιστή «Ένωση»,
θα σχίσουμε τα παλιά μας σχολικά τετράδια
που ‘ ταν γεμάτα «Ένωση» διακοσμημένη με γιασεμιά και
λεμονανθούς και μαργαρίτες,
θα σχίσουμε τα παλιά αναγνωστικά των παιδιών μας
με τις ελληνικές σημαίες,
θα πετάξουμε τ’ αγαπημένο αναμνηστικό σκουφί του Γυμνασίου
με την «Ένωση» στο γείσο,
θα πετάξουμε το χάρακά τους
και την τσάντα και τη μπάλα και το ποδήλατο
που ‘γραφαν «Ένωση»;
Αλήθεια, πέστε μου, τι θα γίνει τώρα;
(ΚΥΠΡΟΣ 1974-1976, Β,605)

1 σχόλιο:

manos141 είπε...

Είναι από το τρίτο γράμμα και περιγράφει τα συναισθήματα με τα οποία η Κύπρος περίμενε το 1974 τη βοήθεια της Ελλάδας, όταν έγινε η εισβολή και την πικρή διάψευση.
Την περιμέναμε μέσ’ απ’ τους καπνούς και τις φλόγες της κοιλάδας των Κέδρων,
Την περιμέναμε απ’ το ξάγναντο του Τρίπυλου,
την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό
στη θάλασσα της Κερύνειας,
συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει.
Φυλλομετρούσαμε την Ιστορία της.
Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της
-«να εδώ κ’ εδώ κ’ εδώ»-
και την περιμέναμε,
κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε
κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε
κι όπου να’ ναι άκου την με τους Σπαρτιάτες της
και τα «Υπό σκιάν» και τα «Μολών λαβέ» και τον «Αέρα»,
κι όπου να’ ναι άκου την!
Και πραγματικά μια νύχτα έφτασε το μήνυμα πως η Ελλάδα ήρθε.
Τι νύχτα ήταν εκείνη, μητέρα,
τι αντίλαλος ήταν εκείνος,
τι βουητό ήταν εκείνο που σάρωσε το νησί!
Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε
και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν
και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν
κ’ η καρδιά μας χτυπούσε να της ανοίξουμε να βγει.
οι χαροκαμένοι ξέχασαν τα παιδιά τους
και τους αδελφούς και τους πατέρες
κ’ έκλαιγαν για την Ελλάδα πια,
κ’ έχασκαν μ’ ένα γελόκλαμα.
Κ’ έλεγαν οι δάσκαλοι «Είδατε;»
Και λέγαμε όλοι «Είδατε;»
Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό
ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απ’ το βυθό,
ώσπου την άλλη μέρα βούλιαξε το Τρίπυλο, ώσπου την άλλη μέρα πισωπάτησε
σιωπηλό το Τρόοδος να βρει βράχο να καθίσει,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσε τα μάτια η Αίπεια,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο
κ’ οι αγχόνες της Λευκωσίας
γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε,
γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα,
ψέμα η Ελληνική μεραρχία στην Πάφο,
γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες
και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά
και ψέμα οι Ιστορίες μας,
ψέμα, όλα ψέμα.
Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα,
κάτι πανηγυρισμούς,
κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει,
λυπόταν, δεν το περίμενε,
ειλικρινά λυπόταν,
ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ.
Κ’ οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι,
και τα «Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα
κ’ οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια,
και τα «Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια
όσο πλησιάζουν τα περί Θερμοπυλών και τα περί Σαλαμίνος…
Δεν κάνω ποίηση, μητέρα,
έχω αντίγραφα.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ