"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Όταν "Πρόοδος" και θάνατος πάνε χέρι χέρι...

Toυ ΡΟΥΣΣΟΥ ΒΡΑΝΑ
rvranas@otenet.gr

Ενας αναγνώστης, όταν ο ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος Μάσιμο Φίνι ισχυρίστηκε στην εφημερίδα «Φάτο Κοτιντιάνο» πως σήμερα αυτοκτονούν περισσότεροι άνθρωποι από όσοι αυτοκτονούσαν πριν από τρεις αιώνες, αμφισβήτησε τα στοιχεία του. Εγραψε: «Πώς είναι δυνατόν να παίρνετε για δεδομένες στατιστικές του δέκατου έβδομου αιώνα;». Μάλλον αγνοούσε πως τότε γεννιόταν στην Ευρώπη η σύγχρονη επιστήμη από αστρονόμους και μαθηματικούς σαν τον Κέπλερ, τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο και έμπαιναν οι βάσεις της στατιστικής επιστήμης.

Μάλλον αγνοούσε ή ίσως δυσκολευόταν να πιστέψει πόσο απελπιστική ήταν η εικόνα που έδιναν εκείνες οι στατιστικές για τη σύγχρονη Ευρώπη σε σύγκριση με την Ευρώπη της προβιομηχανικής εποχής: 2,5 αυτοκτονίες ανά 100.000 κατοίκους τον δέκατο έβδομο αιώνα και 6,8 το 1850, έναντι 20 σήμερα. Ο πιο σημαντικός ίσως από τους πρωτοπόρους της στατιστικής ήταν ο Γκρέγκορι Κινγκ, ο οποίος ασχολήθηκε με θέματα διατροφής, οικογένειας και εσόδων (και από τον οποίο προκύπτει πως στη σύγχρονη «εποχή της ισότητας» οι ανισότητες έχουν γίνει ακόμη πιο χτυπητές). Ενας άλλος, ο Τζον Γκροντ, μελέτησε τη θνησιμότητα και έγραψε για τις αυτοκτονίες στο έργο του «Πίνακες αυτοκτονιών του Λονδίνου» το 1662. Ο Γκροντ εξέτασε δείγμα 400.000 κατοίκων της πόλης κατά την εικοσαετία 1640-1660. Οι πηγές του ήταν τα ενοριακά αρχεία. Κατέγραψε έτσι 2,5 αυτοκτονίες ανά 100.000 κατοίκους. Το Λονδίνο ήταν ήδη μια μητρόπολη και είναι γνωστό από το κοινωνιολογικό έργο του Ντιρκέμ ότι η αστυφιλία είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που αυξάνουν τις αυτοκτονίες. Αν ανατρέξει κανείς στα αρχεία βρετανικών χωριών, όπως ας πούμε του Αστον-άντερ-Λάιν, πάντα τον δέκατο έβδομο αιώνα, θα δει ολόκληρες δεκαετίες με μία ή καμία αυτοκτονία (Π. Λάσλετ, «Ο κόσμος που χάσαμε»). Αργότερα, οι στατιστικές από το 1850 μέχρι σήμερα, οι οποίες γίνονταν πια με σύγχρονες επιστημονικές μεθόδους και ενσωμάτωναν ολόκληρη την Ευρώπη, επιβεβαιώνουν τα προηγούμενα στοιχεία και λένε πως μέσα σε 150 χρόνια οι αυτοκτονίες έχουν τριπλασιαστεί και πηγαίνουν χέρι χέρι με αυτό που έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε «πρόοδο».

Ο πλούτος των εθνών μπορεί να αυξάνεται, αλλά αυτό συμβαδίζει με μια σφαγή των πληθυσμών, που αναγκάζονται να εργάζονται ολοένα και περισσότερο κερδίζοντας ολοένα και λιγότερα. Ο Μάσιμο Φίνι αναφέρεται χαρακτηριστικά στο παράδειγμα της Ιταλίας. «Πριν από 50 χρόνια σε μια ιταλική οικογένεια έφτανε να δουλεύει μόνο ο πατέρας για να τρώνε όλοι», γράφει. «Σήμερα, ακόμη και αν δουλεύουν μάνα και πατέρας, δεν φτάνει για να χορτάσουν τα παιδιά».

Τι είναι πρόοδος λοιπόν; Οπως την αντιλαμβάνεται το σύστημα στο οποίο ζούμε, θα πρέπει άραγε να συνηθίσουμε στην ιδέα γονιοί να πεθαίνουν για να ζήσουν τα παιδιά τους; Και πόσο άραγε απέχει τότε αυτό το σύστημα από τον Μεσαίωνα, όταν η μοναδική επιλογή που αφήνει στους ανθρώπους δεν αφορά πια στη ζωή τους αλλά στον θάνατό τους;

Δεν υπάρχουν σχόλια: