Η δεύτερη κατηγορία οικονομικής δραστηριότητας που εμποδίζει την ανάπτυξη είναι ο δημόσιος τομέας. Σε χώρες όπως η Ελλάδα είχε καλλιεργηθεί ένα μοντέλο πελατειακού κράτους, όπου οι εκλεγμένοι πολιτικοί έχουν ανταμείψει τους ψηφοφόρους και υποστηρικτές τους με θέσεις στο Δημόσιο και οφέλη χρηματοδοτούμενα από τον φορολογούμενο. Στον αγγλοσαξονικό κόσμο, οι υπάλληλοι του δημοσίου τομέα απολαμβάνουν πιο γενναιόδωρα δικαιώματα συνταξιοδότησης απ’ ό,τι η πλειοψηφία των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Ενα αντεπιχείρημα σε αυτόν τον ισχυρισμό είναι ότι ο αριθμός των δημοσίων υπάλληλων είναι αρκετά μεγάλος και δεν υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας μιας κλειστής ελίτ. Πράγματι, εάν ληφθεί υπόψη ο αριθμός των άμεσα ή έμμεσα επωφελούμενων από τον δημόσιο τομέα τότε καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού στον ανεπτυγμένο κόσμο. Φαίνεται, ως εκ τούτου, ότι ο υψηλός αριθμός των άμεσα και έμμεσα εργαζομένων στον δημόσιο τομέα περιορίζει τη δημιουργία ευκαιριών σε νέους τομείς της οικονομίας και της βιομηχανίας.
ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Η ελίτ Τραπεζιτών και Κρατικοδίαιτων υπαλλήλων εμπόδιο στην ανάπτυξη
Ο ανεπτυγμένος κόσμος αντιμετωπίζει πρόβλημα ανάπτυξης. Από τις 34 οικονομίες αυτής της ομάδας των «ώριμων οικονομιών» οι 28 παρουσίασαν χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2011 από το 2007. Οι προβλέψεις για ανάπτυξη το τρέχον έτος είναι αναιμικές. Αυτή η αδράνεια ερμηνεύεται ως κατάλοιπο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-08. Μήπως, όμως, το πρόβλημα δεν έγκειται στον οικονομικό κύκλο αλλά είναι δομικό;
Ενα νέο βιβλίο με τίτλο «Ο λόγος που αποτυγχάνουν τα κράτη: οι ρίζες της Δύναμης, της Ευημερίας και της Φτώχειας» των Ντάρον Ασεμόγλου και Τζέιμς Ρόμπινσον καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: πολλές χώρες στηρίζονται σε οικονομικούς θεσμούς που είναι δομημένοι κατά τέτοιο τρόπο για να αποσπούν πόρους από τους πολλούς προς τους λίγους, δημιουργώντας κλειστές οικονομίες. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν, επίσης, ότι οι θεσμοί αυτοί αποτυγχάνουν στην προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας αλλά και τη δημιουργία κινήτρων για τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας.
Ακόμη και στις ανοικτές οικονομίες, όμως, υπάρχουν τέτοιες ελίτ που αποσπούν πόρους.
Η πρώτη κατηγορία είναι ο τραπεζικός κλάδος. Ο πλούτος που κατέχει του αποδίδει τεράστια δύναμη στο λόμπινγκ, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης των υποψηφίων στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ ή τις προεκλογικές εκστρατείες στη Βρετανία. Λόγω του τεράστιου μεγέθους τους, οι τράπεζες απέσπασαν δισεκατομμύρια από τους φορολογούμενους για να μη χρεοκοπήσουν.
Προς το παρόν, η οικονομική πολιτική χαράσσεται με γνώμονα την ενίσχυση των τραπεζών είτε μέσω της μείωσης των επιτοκίων σε επίπεδα ρεκόρ σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο είτε μέσω της παροχής ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των μη αναστρέψιμων πολιτικών δεν μπορούν να αξιολογηθούν με ακρίβεια. Είναι, δε, δύσκολο να αποδείξει κανείς ότι ο χρηματοπιστωτικός κλάδος έχει περιορίσει την αναπτυξιακή προοπτική σε άλλους τομείς της οικονομίας. Οντως, οι τράπεζες όπως και οι επενδυτικές εταιρείες παίζουν σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότηση νέων επιχειρήσεων. Είναι, όμως, πολύ πιθανό να έχει απορροφηθεί πολύτιμο ταλέντο στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, ο οποίος υπόσχεται υψηλές αμοιβές, εις βάρος άλλων τομέων που έχουν τη δυνατότητα να διασφαλίσουν ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης στις οικονομίες.
Η δεύτερη κατηγορία οικονομικής δραστηριότητας που εμποδίζει την ανάπτυξη είναι ο δημόσιος τομέας. Σε χώρες όπως η Ελλάδα είχε καλλιεργηθεί ένα μοντέλο πελατειακού κράτους, όπου οι εκλεγμένοι πολιτικοί έχουν ανταμείψει τους ψηφοφόρους και υποστηρικτές τους με θέσεις στο Δημόσιο και οφέλη χρηματοδοτούμενα από τον φορολογούμενο. Στον αγγλοσαξονικό κόσμο, οι υπάλληλοι του δημοσίου τομέα απολαμβάνουν πιο γενναιόδωρα δικαιώματα συνταξιοδότησης απ’ ό,τι η πλειοψηφία των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Ενα αντεπιχείρημα σε αυτόν τον ισχυρισμό είναι ότι ο αριθμός των δημοσίων υπάλληλων είναι αρκετά μεγάλος και δεν υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας μιας κλειστής ελίτ. Πράγματι, εάν ληφθεί υπόψη ο αριθμός των άμεσα ή έμμεσα επωφελούμενων από τον δημόσιο τομέα τότε καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού στον ανεπτυγμένο κόσμο. Φαίνεται, ως εκ τούτου, ότι ο υψηλός αριθμός των άμεσα και έμμεσα εργαζομένων στον δημόσιο τομέα περιορίζει τη δημιουργία ευκαιριών σε νέους τομείς της οικονομίας και της βιομηχανίας.
Οι εργαζόμενοι μπορεί να επιλέξουν την ασφάλεια μιας θέσης στο Δημόσιο απ’ ό,τι την ανασφάλεια που εμπεριέχει το ξεκίνημα μιας νέας επιχείρησης. Οπως διαπιστώνουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα αντιστέκονται περισσότερο σε μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας που κρίνονται απαραίτητες για τη μείωση της ανεργίας.
Οι συγγραφείς του βιβλίου χαρακτηρίζουν τον ανεπτυγμένο κόσμο μια «ανοικτή» κατηγορία οικονομιών που έχουν στεφθεί με οικονομική επιτυχία. Αλλά η περιγραφή που δίνουν, όμως, στις κλειστές οικονομίες δημιουργούν ανησυχητικούς συσχετισμούς στο μυαλό των Δυτικών, καθώς οι ελίτ που αντλούν πόρους «τείνουν να αντιστέκονται σε κάθε νέα και εξωστρεφή μορφή ανάπτυξης.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου