ΣΚΟΠΙΑ: Ο Γκλιγκόροφ και τα λάθη της δεκαετίας του '90 στο Σκοπιανό
Της Αριστοτελίας Πελώνη
Οταν ο Τσόρτσιλ είπε ότι τα Βαλκάνια παράγουν περισσότερη ιστορία απ' όση μπορούν να καταναλώσουν, δεν είχε υπόψη του το Σκοπιανό. Ούτε τον Κίρο Γκλιγκόροφ. Ο πρώην πρόεδρος της γειτονικής χώρας, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 95 ετών πριν από λίγες μέρες, θα μπορούσε να είναι το σύμβολο των χαμένων ευκαιριών της δεκαετίας του '90 στο Σκοπιανό.
Ο πρώτος πρόεδρος της ΠΓΔΜ (εξελέγη από τη Βουλή το 1991 και με εθνικές εκλογές το 1994 κι έμεινε πρόεδρος μέχρι το 1999) συνέδεσε το όνομά του με τις σημαντικότερες στιγμές της νεοϊδρυθείσας χώρας του. Αλλά και με τα σημαντικότερα ναυάγια της δεκαετίας του '90 στη διελκυστίνδα με την Ελλάδα για το ζήτημα της ονομασίας.
Η γενικότερη εντύπωση ανθρώπων που ενεπλάκησαν στις εξελίξεις που δρομολόγησε η διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας είναι ότι επρόκειτο για «ευφυή πολιτικό, ο οποίος κλήθηκε να χειριστεί δύσκολες καταστάσεις, ενώ στην πορεία τον βοήθησαν οι εξελίξεις». Μιλούν ακόμη για άνθρωπο που ήξερε καλά την τέχνη των διπλωματικών ελιγμών, ώστε να επιρρίπτει τις ευθύνες για τα κατά καιρούς ναυάγια στην ελληνική πλευρά. «Ηταν πατριώτης και ηγέτης», ήταν η λακωνική δήλωση της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χίλαρι Κλίντον
Ο γηραιότερος μέχρι πρότινος πολιτικός στην ΠΓΔΜ έμεινε στην ελληνική συνείδηση ως «μετριοπαθής» στο ζήτημα της ονομασίας. Πάντως, οι γνωρίζοντες πρόσωπα και πράγματα στο Σκοπιανό συμφωνούν πως πόρρω απείχε από κάτι τέτοιο ο Γκλιγκόροφ. Απλώς, έλεγαν, «είχε την ευφυΐα και την ευστροφία να ελίσσεται διπλωματικά, ώστε να φαίνεται ως μετριοπαθής και συναινετικός». Γιατί, όπως απεδείχθη απ' όσα ακολούθησαν μετά την αποχώρησή του από την πολιτική, η ΠΓΔΜ δεν είχε διάθεση συμβιβασμού.
Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΟΥ 1991.
Ολα άρχισαν τον Ιούνιο του 1991, όταν πρώτα η Κροατία και η Σλοβενία κήρυξαν με ενθάρρυνση της Γερμανίας την απόσχισή τους από τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία. Την επομένη ακριβώς η «μακεδονική» Βουλή συζήτησε το ζήτημα της απόσχισης και της «Μακεδονίας».
Οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές έλαβαν χώρα στις 11 και 25 Νοεμβρίου 1990 και η πρώτη επίσημη σύγκληση της νέας Βουλής τον Ιανουάριο του 1991. Λίγες μέρες αργότερα ο παλαίμαχος κομμουνιστής Γκλιγκόροφ ανέλαβε την προεδρία του νέου κράτους και η ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» κατοχυρώθηκε με την ψήφιση του Συντάγματος.
Το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, με τη συμμετοχή και του τότε υπουργού Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά, αποδέχθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1991 τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και αναγνώρισε την κρατική οντότητα της Κροατίας, της Σλοβενίας και των Σκοπίων.
Παρά τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής ότι δεν θα αναγνώριζε κράτος που οικειοποιείται το όνομα «Μακεδονία», η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξέπεμπε αντιφατικά μηνύματα, ενώ δεν φαινόταν να έχει ξεκάθαρη στρατηγική για τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονταν στα Βαλκάνια. Πολύ γρήγορα η κυβέρνηση μπήκε στη μέγγενη των διεθνών πιέσεων, καθώς ολοένα και περισσότερες χώρες, βλέποντας την πολιτική ρευστότητα στη βαλκανική και φοβούμενα διολίσθηση των Σκοπίων στην αναρχία, απειλούσαν με αναγνωρίσεις της ΠΓΔΜ.
Το πρώτο πακέτο επίλυσης ήρθε από την Ευρώπη, το λεγόμενο «πακέτο Πινέιρο», το οποίο πρότεινε σύνθετη ονομασία (Νέα Μακεδονία), κάτι που όμως ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τα συμφωνηθέντα από τους πολιτικούς αρχηγούς στην Ελλάδα. Ο Γκλιγκόροφ άφηνε να εννοηθεί ότι θα το αποδεχόταν, αλλά χωρίς να δεσμευθεί. Τελικά το απέρριψε η Ελλάδα, η οποία χρεώθηκε και το ναυάγιο. Οι τριβές ανάμεσα στον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών στην Ελλάδα έγιναν πιο έντονες και οδήγησαν λίγες μέρες μετά στην απομάκρυνση Σαμαρά από το ΥΠΕΞ, ύστερα από νέο Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών, στο οποίο επιβεβαιώθηκε η πρόθεση της Ελλάδας να μην αναγνωρίσει τα Σκόπια με ονομασία που να περιέχει τον όρο Μακεδονία.
Ηταν οι μέρες που η ελληνική θέση, όπως είχε διαμορφωθεί σε διαδοχικές συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών ήταν «ούτε Μακεδονία ούτε παράγωγα», η οποία, λένε σήμερα διπλωμάτες, εγκλώβισε τελικά την Αθήνα σε μια υπόθεση που, τουλάχιστον για τον διεθνή παράγοντα, ήταν χαμένη εξαρχής.
Ταυτόχρονα, η πίεση για την κυβέρνηση Μητσοτάκη στο εσωτερικό ήταν μεγάλη. Το θέμα είχε μεγάλη απήχηση στην κοινή γνώμη, που κατέληξε σε πανεθνική υστερία και στα μεγάλα συλλαλητήρια της εποχής. Αλλά εξαρχής στο εσωτερικό της κυβέρνησης υπήρχε διγλωσσία: από τη μια στελέχη που υποστήριζαν ότι το ζήτημα της ονομασίας δεν ήταν σημαντικό και στον αντίποδα στελέχη που το αντιμετώπιζαν ως ιδιαίτερα σοβαρή εθνική υπόθεση. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκαν βουλευτές της ΝΔ από τη Βόρεια Ελλάδα, οι οποίοι εξακολουθούσαν να επηρεάζουν τις εξελίξεις. Οσο για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, κανένας δεν ξέχασε τη δήλωσή του τον Φεβρουάριο του 1993 ότι η ονομασία των Σκοπίων «δεν έχει και μεγάλη σημασία, γιατί κανένας δεν θα το θυμάται σε δέκα χρόνια».
Οταν η ελληνική πλευρά το 1993 πρότεινε την ονομασία «Νόβα Μακεντόνια», οι βουλευτές Βόρειας Ελλάδας επαναστάτησαν και διεμήνυσαν πως αν προχωρούσε η πρόταση, θα απέσυραν την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Οπως θυμάται ο Ευάγγελος Κωφός, μέλος της τότε ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας, «ο Γκλιγκόροφ κάποια στιγμή κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει παραχωρήσεις και αυτό φαίνεται σε όσους μετείχαν στις διαπραγματεύσεις. Οταν η ΠΓΔΜ μπήκε στον ΟΗΕ με την προσωρινή της ονομασία, άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με τους Βανς και Οουεν και ένα απίστευτο πηγαινέλα. Μέσα σε 2-3 μήνες πήγαμε τρεις φορές στη Ν. Υόρκη. Είχαμε καταλήξει σε ένα κείμενο. Τότε οι αντιπροσωπείες δεν συναντιούνταν, απλώς έδιναν τις θέσεις τους στους μεσολαβητές κι εκείνοι προχωρούσαν μόνο αν έβλεπαν ότι η άλλη πλευρά δεν έβαζε βέτο».
Κάπως έτσι, συντάχθηκε ένα ολοκληρωμένο κείμενο, στο οποίο απέμενε μόνο η ονομασία. «Οι διαμεσολαβητές πρότειναν την ονομασία "Νιου Μασεντόνια". Εμείς προτείναμε το σλαβικό "Νόβα Μακεντόνια" και το πήγαμε στον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ και στους μεσολαβητές που το αποδέχθηκαν. Ο Γκλιγκόροφ αποδεχόταν καταρχάς την πρόταση, με την τροποποίηση που είχαμε κάνει στα σλαβικά», λέει ο Ε. Κωφός. Ομως, η ιστορία δεν είχε αίσιο τέλος. «Την ώρα που εμείς ήμασταν ευτυχείς, χτυπάει το τηλέφωνο και ήταν ο Μητσοτάκης. "Μάζεψέ τα και γύρνα πίσω", μου λέει. Είκοσι βουλευτές της ΝΔ είχαν απειλήσει με άρση της εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και, ένας από τους λόγους, εκτός από την πρόθεση πώλησης 10% του ΟΤΕ, ήταν ότι δεν ήθελαν σύνθετη ονομασία».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εντέλει έκανε στροφή και απέρριψε την πρόταση Βανς και Οουεν τον Μάιο του 1993. Δυο μέρες αργότερα την απέρριψε και η κυβέρνηση των Σκοπίων. Τότε υπήρξαν και παρασκηνιακές διαβουλεύσεις με τους Σκοπιανούς, προκειμένου να μοιραστούν οι δύο πλευρές το κόστος της απόρριψης. Ανάλογο μήνυμα είχε λάβει ο Μητσοτάκης και από τον συνεργάτη του απόστρατο στρατηγό Νίκο Γρυλλάκη, ο οποίος πραγματοποιούσε μυστικές επαφές με τη σκοπιανή ηγεσία.
Σάλο είχε προκαλέσει, άλλωστε, το 1993 η αποκάλυψη για προσπάθεια δωροδοκίας της σκοπιανής ηγεσίας με ένα εκατομμύριο δολάρια. Το 2010 σε συνέντευξή του ο Κίρο Γκλιγκόροφ επιβεβαίωνε τις φήμες και δήλωνε ότι ο Γρυλλάκης βρισκόταν στα Σκόπια και συνέλεγε πληροφορίες κι ότι είχε προσπαθήσει να τον δωροδοκήσει αρχικά με ένα χρυσό Ρόλεξ, κατόπιν με έναν αμφορέα και τέλος με μια βαλίτσα με ένα εκατομμύριο δολάρια σε μετρητά.
Με εξαίρεση τον τότε υπουργό (1993) Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, ο οποίος θεωρούσε πιθανή την εμπλοκή του κλιμακίου Γρυλλάκη σε απόπειρα εξαγοράς, πολιτικοί μαι μίντια έδειξαν «διακριτικότητα» στις ενέργειες. Αργότερα ο Νίκος Γρυλλάκης παραδέχθηκε τις μυστικές συνεννοήσεις με τους Σκοπιανούς, ενώ ισχυρίστηκε ότι οι ΗΠΑ και ο Εβερτ έριξαν τον Μητσοτάκη...
Λίγες μέρες μετά την απόρριψη της πρότασης Βανς και Οουεν πραγματοποιήθηκε στην Αχρίδα συνάντηση του Γκλιγκόροφ με τον Μιλόσεβιτς. Ο δεύτερος τον πίεσε να αποδεχθεί την ονομασία «Σλαβομακεδονία», ή τουλάχιστον «Σλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ο Γκλιγκόροφ του απάντησε ότι δεν θα μπορούσε να το περάσει από τη Βουλή, γιατί είχε ισχνή πλειοψηφία. Ο Μιλόσεβιτς πρότεινε να γίνει τριμερής συνάντηση με τη συμμετοχή του Κ. Μητσοτάκη, αλλά ο έλληνας Πρωθυπουργός δεν ανταποκρίθηκε, φοβούμενος την αντίδραση της ομάδας Σαμαρά. Προτίμησε να ακολουθήσει την οδό διαπραγματεύσεων υπό τον ΟΗΕ.
«Σύντομα δεν θα έχει πλέον και τόση σημασία το τι θα λέει η Ελλάδα για το θέμα της αναγνώρισης», είχε πει ο Γκλιγκόροφ και απεδείχθη προφητικός...
Η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995...
Επί των ημερών του Γκλιγκόροφ υπεγράφη η Ενδιάμεση Συμφωνία με την Ελλάδα, τον Σεπτέμβριο του 1995. Η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου ήρε το εμπορικό εμπάργκο που είχε επιβάλει στα Σκόπια επιθυμώντας να τα πιέσει οικονομικά, ενώ η ΠΓΔΜ αποδέχθηκε να αντικαταστήσει στη σημαία τον ήλιο της Βεργίνας και να αλλάξει το Σύνταγμά της, αφαιρώντας από τις διατάξεις του όλες τις αλυτρωτικές αναφορές που η ελληνική πλευρά χαρακτήριζε «επιθετικές βλέψεις» (όπως την αναφορά που έκανε λόγο για «δικαιώματα των μελών του μακεδονικού λαού σε γειτονικές χώρες»). Δεν είναι λίγοι όσοι πιστεύουν ότι η οικειοποίηση του ήλιου της Βεργίνας από τον Γκλιγκόροφ δεν ήταν παρά ακόμη ένας ελιγμός. Κι αυτό, προκειμένου να εγκαταλείψει στο μέλλον το σύμβολο με αντάλλαγμα την αναγνώριση της χώρας του από την Ελλάδα.
Με την Ενδιάμεση Συμφωνία παρέμεινε σε εκκρεμότητα μόνο το ζήτημα της ονομασίας, για το οποίο συμφωνήθηκε να ανοίξει κύκλος διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Οπως λένε έμπειροι διπλωμάτες, «ίσως να είναι η μόνη συμφωνία που έχει υπογράψει η Ελλάδα, όπου δεν αναφέρεται καν το όνομά της. Οι μόνες αναφορές είναι σε "πρώτο και δεύτερο μέρος"».
Η Ενδιάμεση Συμφωνία ηρέμησε τότε τα πνεύματα, αλλά μόνο για λίγο. Η ΠΓΔΜ επιδόθηκε σε αγώνα δρόμου καλλιέργειας διμερών σχέσεων με πολλές χώρες, από τις οποίες απέσπασε και αναγνωρίσεις με τη συνταγματική ονομασία της.
ΤΑ ΝΕΑ
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ,
ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ,
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ,
ΣΚΟΠΙΑ,
ΤΑ ΝΕΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου