"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Ο χάρτης μιας λαϊκής Αθήνας που νομίζουμε (λανθασμένα) ότι έσβησε

Του Δημητρη Φυσσα

Ολα τα μέρη που μ’ αρέσουν στην Αθήνα -στη σημερινή Αθήνα, εννοώ- είναι συνήθως μέρη λαϊκά. Δε λέω ότι όλα τα λαϊκά μέρη μ’ αρέσουν, λέω ότι όσα μ’ αρέσουν είναι λαϊκά. Μπορεί να φταίει ο πατέρας μου που μ’ έπαιρνε από πιτσιρικά μαζί του στο Μοναστηράκι, μπορεί να φταίει η επιρροή του Ηλία Πετρόπουλου. Μπορεί να φταίνε κι οι ταινίες του Παζολίνι, μπορεί το μακρινό αριστερό παρελθόν μου. Δεν ξέρω.


Ξέρω όμως πολύ καλά πόσο ευχάριστα νιώθω κάθε φορά που κατεβαίνω τα σκαλιά στη Σωκράτους και Θεάτρου, μπαίνοντας στο υπόγεο (και άνευ ταμπέλας) οινοπωλείο - ταβερνάκι «Νέο Δίπορτο», που υπάρχει τουλάχιστον από την αρχή του 20ού αιώνα (το έχω βρει, στον ίδιο ακριβώς τόπο και με το ίδιο όνομα, στον «Οδηγό των Αθηνών» του Ιγγλέση, του 1911).

Το ίδιο που νιώθω στο «Οινομαγερείον», ανώνυμο μεν, αλλά με σήμα ένα ανάγλυφο τριφύλλι (οδός Παναθηναϊκού, Αμπελόκηποι, πίσω από τη θρυλική Θύρα 13).

Το ίδιο και στον «Χαμηλό» στην πλατεία Κολωνού ή την «Κοταρού», στην Αγίας Σοφίας.

Ολα αυτά τα ταβερνάκια έχουνε ό, τι μ’ αρέσει εμένα: βαρέλια, ψάθινες καρέκλες του γύφτου, χύμα κρασί και ετερόκλητες παρέες.

Ξέρω, ακόμα, ότι αν μια φορά τον μήνα δεν πάω στο νέο παζάρι του Θησείου (Θεσσαλονίκης - Ερμού, από τον Κεραμεικό μέχρι το Γκάζι στην Πειραιώς), είναι σα να μου λείπει κάτι ζωτικό. Σε σύγκριση με την πλατεία Ιπποδαμείας στον Πειραιά, το Σχιστό ή το Μοναστηράκι, τούτο το παζάρι του σωματείου ρακοσυλλεκτών «Ο Ερμής» παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερη ποικιλία ειδών και πολύ χαμηλές τιμές, εξευτελιστικές μάλιστα ώρες ώρες. Ειδικά αν κανείς ενδιαφέρεται για παλιά βιβλία ή εφημερίδες, όπως εγώ, εδώ κάνει την τύχη του κάθε Κυριακή.

Πράγμα που μας φέρνει, φυσικά, στα παλαιοβιβλιοπωλεία. Και βλέπω με χαρά, τελευταία, ότι ανοίγουν ολοένα και περισσότερα σε γειτονιές: Πατήσια, Ιλίσια, Κουκάκι, Κυψέλη, Πειραιάς, Παγκράτι φυσικά. Βέβαια, η μεγάλη συγκέντρωση των μαγαζιών του κλάδου εξακολουθεί να βρίσκεται ανάμεσα στη Νομική και την Κάνιγγος.

Υπάρχουν και ολόκληροι δρόμοι που μ’ αρέσουν. Κορυφαίες θέσεις κατέχουν στο μυαλό μου η Λιοσίων με τα παλιατζίδικα των αυτοκινήτων, η Αθηνάς, η Εργασίας στη Ν. Ιωνία, που έχει μόνο εργοστάσια και βιοτεχνίες (σχεδόν όλα με κατεβασμένα ρολά πλέον), η Ιάσονος με το μεγαλύτερο ποσοστό σωζόμενων νεοκλασικών (και ταυτόχρονα εν ενεργεία οίκων ανοχής) στην Αθήνα, η Αχαρνών για το πολυεθνικό και αιωνίως παζαρίστικο χρώμα της, η Αιμ. Γρεβενών με τα προσφυγικά της στην Κοκκινιά κ. λπ.

Σκάκι παίζω στο «Πανελλήνιον», Μαυρομιχάλη και Σόλωνος, στο Χημείο. Παίζω κατά καιρούς και σε διάφορες πλατείες ή άλση, όπου εντοπίσω να στήνονται σκακιέρες, όπως στο πάρκο Φιξ / Κλωναρίδη. Μπιλιάρδο, δυστυχώς, δεν τα κατάφερα να μάθω. Ομως υπάρχει ένα μπιλιαρδάδικο με τρομερό λαϊκο «χρώμα», όπου κάποιες φορές σταματάω και θαυμάζω δύσκολες καραμπόλες: το «Mondial», Μαυρομιχάλη και Αραχώβης.

Μερικά παλιομοδίτικα σινεμά που έχουν απομείνει, πολύ τα «πάω». Από θερινά, την «Μπομπονιέρα» στην Κηφισιά, το «Σινέ Παρί» στην Πλάκα ή το «Εκράν» στη Νεάπολη της Αθήνας. Κι από χειμερινά, το παγκρατιώτικο «Πτι Παλαί» και την «Ανδόρα» της οδού Σεβαστουπόλεως. Συχνά επισκέπτομαι και φωτογραφίζω, επίσης, σινεμά - κουφάρια που δεν λειτουργούν πια, αλλά τα ωραία τους κτίρια διατηρούνται: όπως ο «Πλάτων» στην Ακαδημία Πλάτωνος, το «Σταρ» στην Αγ. Κωνσταντίνου και τα πάρκινγκ «Ράνια» (Οδός Παρασκευοπούλου) και «Διάνα» (πλατεία Αττικής).

Μ’ αρέσουν και πολλοί χώροι παραγωγικής δραστηριότητας, τους οποίους παρακολουθώ όποτε μου δοθεί η ευκαιρία: σιδεράδικα, μαρμαράδικα στο Β΄ Νεκροταφείο, φαναρτζίδικα αυτοκινήτων στις οδούς Πέτρας ή Σερρών κ. λπ., φούρνοι που φουρνίζουνε ξημερώματα, οινοποιεία, τα Παλιατζίδικα στην Ιερά Οδό και στη λεωφόρο Αθηνών, η Ιχθυόσκαλα στο Κερατσίνι κ. λπ.

Κλείνω με μια αναφορά στα καφενεία, χώρους που κατ’ εξοχήν αγαπάω. Καφενεία παλιού τύπου (με καπνίλα, τάβλι, χαρτιά, καφέ, μαρμάρινα τραπέζια και πελάτες μόνο μεσήλικους ή γέρους άντρες) λίγα έχουν απομείνει. Ευτυχώς. Το νέου τύπου καφενείο μπορεί να έχει κάποια από τα παραπάνω, μπορεί όμως να προσφέρει επίσης μεζεδάκια, ψητά στα κάρβουνα, ρακόμελα, να είναι και μπαρ, να είναι και ζαχαροπλαστείο, ενώ νεαρές ηλικίες ή γυναίκες δεν απολείπουν. Το «Λουξ» στον Αγιο Παύλο, το «Συντριβάνι» στη Ν. Φιλαδέλφεια και οι δύο «Μουριές» (στην Ερμωνάσσης, Ριζούπολη και στην Κερατσινίου, Ακαδ. Πλάτωνος) αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα του μετεξελιγμένου αυτού είδους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: