Σάπιο ροδάκινο στο βάθος της σακούλας
Toυ ΚΩΣΤΑ ΛΟΓΑΡΑ
Το λένε συχνά: «Αυτός, τη δουλειά του κάνει» κι ακούγεται σαν αυταπόδεικτη αλήθεια, σαν κοινωνικό αξίωµα που δεν επιδέχεται αντίρρηση. Και µάλιστα πολλοί επικροτούν, προσθέτοντας εµφαντικά στο τέλος: «Και καλά κάνει», ακόµα και για περιπτώσεις που αφορούν χοντρή παρανοµία ή κάποια απατεωνιά.
Λες και είναι εύλογο.
Το λένε κι εννοούν ότι εσύ έπρεπε να προσέχεις, ότι εσύ ευθύνεσαι που δεν ήσουν προσεκτικός, όταν στο µανάβικο σου πασάρανε κρυφά τη σκαρταδούρα και στο µπακάλικο σε κλέψανε κάτω απ τη µύτη σου, γιατί άλλη τιµή είχε στο ράφι κι άλλη σου χτύπησε στη µηχανή.
Και καλά µε τον µανάβη, που σου φόρτωσε το σάπιο το ροδάκινο στο βάθος της σακούλας, φταις εσύ ενώ «εκείνος τη δουλειά του κάνει». Αλλά µε τον ταξιτζή που γυροφέρνει πέρα-δώθε τον τουρίστα για να γράφει το κοντέρ ή το γκαρσόνι, που σου σερβίρει για φρέσκο το κατεψυγµένο, πώς το λες γι αυτόν «τη δουλειά του κάνει»; Κι από κοντά έρχεται και ο µεγαλογιατρός που σου φοράει τον βηµατοδότη δίχως να τον χρειάζεσαι, κι ο δικηγόρος που εφευρίσκει ανύπαρκτα επιχειρήµατα για να απαλλάξει τον έµπορο των ναρκωτικών (τούτο δώ είναι απ τα κοινωνικά µυστήρια, διότι «αυτουνού κι αν είναι η δουλειά του»), κι ύστερα ο κάλπικος δηµοσιογράφος ή ο πολιτικός όσο µεγαλύτερο το ψέµα, τόσο πιο αποτελεσµατικός στον ρόλο του αλλά πώς το λες µε τόση ευκολία, «τη δουλειά του κάνει», και του δίνεις άλλοθι; Λες και η δουλειά του καθενός µας είναι να βρίσκουµε τον άλλον λάσκο, αφηµένο κάπως, εύπιστο και χαλαρό. Και πάνω εκεί να του βάζουµε τρικλοποδιά, να του δίνουµε το ξίκικο ή να τον ρίχνουµε κρυφά στη συµφωνία.
Αυτή λοιπόν η συλλογιστική «τη δουλειά του κάνει - και καλά κάνει» που λέγεται αδιακρίτως, µου φαίνεται ζαβή. Από κάπου µπάζει, γιατί καταργεί κάθε έννοια αµοιβαιότητας και προπαντός τη λογική της συν-ευθύνης.
Αν είναι έτσι τα πράγµατα, θα πρέπει να είµαστε όλοι µε µια καραµπίνα στο χέρι και να κοιτάµε συνεχώς λοξά ένας τον άλλον µε ανασηκωµένο φρύδι. Να συνοµιλούµε µε τους άλλους ενώ στο πίσω µέρος του µυαλού µας να σκεφτόµαστε συνέχεια «µήπως µε κοροϊδεύει ο αγύρτης;».
Ναι, δεν έχω αντίρρηση καµιά, πρέπει να προσέχει ο καθένας. Γύρω καραδοκούν σαΐνια και αρπακτικά, δεν είµαστε αγγελούδια οι άνθρωποι.
Αλλά η καχυποψία είναι άλλο πράµα. Σε διαβρώνει, σου χαλάει το µυαλό, σε τρώει και σε βασανίζει. Περνάει στο αίµα σου και γίνεται τρόπος ζωής. Και τελικά σε κάνει να περιχαρακώνεσαι, να κλείνεσαι λίγο λίγο στο καβούκι σου γιατί δεν ξέρεις από πού θα σου ρθει. Η ανασφάλεια κι ο φόβος σε φέρνουν στον παραλογισµό. Και, θες δε θες, αναπτύσσεις σαν αντίδοτο κι εσύ την τεχνική τής... κερατιάς που την βαφτίζεις εξυπνάδα και µε χαλασµένο το µυαλό ψάχνεις παντού την ίντριγκα κι οσµίζεσαι τριγύρω τη µολυσµατική οσµή της διαπλοκής και της δολοπλοκίας ίσως να µην έχεις κι άδικο, ένα µικρό κοµµάτι της έχουµε γίνει πλέον ο καθένας µας.
Αυτό δεν είναι ζωή γι ανθρώπους. Για τ άγρια ζώα, ναι. Που µηχανεύονται τα µύρια όσα, είτε για να παγιδεύσουν το θύµα τους είτε για να αποφύγουν τις παγίδες.
Οχι. Δεν µπορεί να είναι «αυτή η δουλειά µας». Κι ούτε «την κάνουµε καλά». Η κουτοπονηριά και η καπατσοσύνη δοκιµάστηκαν επί µακρόν και αποδείχθηκαν αλίµονο κουσούρια κι όχι αρετές.
Δίχως την αµοιβαία εµπιστοσύνη, χωρίς τη βεβαιότητα ότι το «ναι» είναι κατά κοινή οµολογία «ναι», καµιά δουλειά δεν γίνεται σωστά. Αλλά καµιά. (Και µην ακούσω πάλι το γνωστό κλισέ, κόβω καληµέρα)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου