Η πρώτη γραμμή άμυνας ήταν ότι «δεν ήξερε». «Κρατάω ότι (…) δεν γνώριζε ο κ. πρωθυπουργός» είπε ο Ν. Βούτσης (Thema FM, 23/6).
Η γραμμή αυτή εξασθένησε με την δήλωση Παπαγγελόπουλου στην Προανακριτική ότι ο τότε πρωθυπουργός «ήταν ενήμερος για όλες τις πρωτοβουλίες μου» (24/6).
Και είχε ήδη κλονιστεί σοβαρά από την υπόθεση Παππά – Μιωνή. Ο μεν Παππάς έχει δώσει συγκεχυμένες και αντικρουόμενες απαντήσεις στο ερώτημα αν ο Πρωθυπουργός ήξερε ή δεν ήξερε. Ολοι όμως υπέθεσαν ότι το «δεξί χέρι» του Τσίπρα δύσκολα θα δρούσε μόνο του.
Ακόμη περισσότερο που κανείς δεν έπεσε από τα σύννεφα για τις δραστηριότητες του Παππά.
Πολλά λέγονταν προ πολλού στο παρασκήνιο. Ο Μιωνής έχει καταθέσει στην Προανακριτική. Αλλά υπήρχε ήδη και η επώνυμη καταγγελία του Β. Μαρινάκη ότι ο Παππάς του μετέφερε «την επιθυμία του μεγάλου, όπως είπε για τον πρωθυπουργό» να πληρώσει την προκαταβολή της τηλεοπτικής άδειας και να δανειοδοτήσει τον Χρ. Καλογρίτσα «για να έχουν κανάλι».
Πρόσθεσε μάλιστα για τον Παππά πως «αν έπρεπε να δώσει μια απάντηση απευθυνόταν στον πρωθυπουργό» (Real FM, 18/4/2019).
Η καταγγελία αυτή είχε απαντηθεί από την τότε κυβέρνηση με κραυγές αλλά ποτέ επί της ουσίας.
Το βέβαιο είναι ότι όποιος ήθελε να ξέρει για τον Παππά ήξερε και πριν προκύψει το ηχητικό Μιωνή.
Πράγμα που σημαίνει ότι η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να προστατεύσει τον Τσίπρα οδηγεί εκ των πραγμάτων στην προστασία και του Παππά. Τη στιγμή μάλιστα που η πλευρά Μιωνή προειδοποιεί πως έχει κι άλλα εννιά ηχητικά στη διάθεσή της.
Δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.
Αφενός επειδή το πολιτικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ στη συγκεκριμένη υπόθεση έχει ουσιαστικά καταρρεύσει. Οι πρώτες πληροφορίες που έχουμε επιβεβαιώνουν ότι το ηχητικό είναι αυθεντικό και όχι κατασκευασμένο. Την ίδια στιγμή που η θεωρία περί αντιπερισπασμού έχει εκ των πραγμάτων ακυρωθεί πριν ακόμη αποφασίσει ο ΣΥΡΙΖΑ για ποιον λόγο γίνεται ο αντιπερισπασμός.
Γιατί κάνει αντιπερισπασμό η κυβέρνηση; Για τη Novartis; Για τη «λίστα Πέτσα»; Για την ύφεση που είπε ο Τσίπρας; Για κάτι άλλο; Αγνωστο.
Αφετέρου επειδή ούτε ο Τσίπρας ούτε ο Παππάς έχουν δώσει έως τώρα σαφείς εξηγήσεις για όσα επί της ουσίας προκύπτουν από το ηχητικό Μιωνή. Και όχι μόνο για όσα περιέχονται. Αλλά και για το ύφος της συνομιλίας.
Ο Παππάς έχει προσφέρει έως τώρα τρεις-τέσσερις διαφορετικές και αντικρουόμενες ερμηνείες χωρίς να πείσει πολλούς ότι κάποια από αυτές ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Είναι δύσκολο λοιπόν να προεξοφλήσει κανείς σήμερα αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα σώσει τον αρχηγό του, τον Παππά, τους δύο ή κανέναν. Ο Παπαγγελόπουλος φαίνεται πως έχει ήδη θυσιαστεί.
Το βέβαιο είναι πάντως πως η ζημιά μοιάζει μεγάλη. Για δύο λόγους.
Πρώτον, επειδή κολλάει στην προηγούμενη κυβέρνηση τη ρετσινιά του «παρακράτους». Μια ρετσινιά δυσβάσταχτη πολιτικά και ασήκωτη ιδεολογικά, που δεν αντιμετωπίζεται εύκολα, ιδίως αν συνοδεύεται από στοιχεία.
Δεύτερον, επειδή αναζωογόνησε το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο και όρθωσε ξανά γύρω από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης μια υγειονομική ζώνη.
Το ερώτημα είναι γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ που έφτασε στην εξουσία ως ένας άφθαρτος πολιτικά οργανισμός έμπλεξε σε αυτόν τον καθόλου κολακευτικό σκουπιδότοπο. Τι λόγο είχε να τσαλαβουτήσει στον υπόνομο.
Ανοησία; Απειρία; Απληστία; Αλαζονεία; Αμοραλισμός; Ασυνειδησία; Ανοησία;
Υποθέτω ότι αυτό θα το κρίνει ο ιστορικός του μέλλοντος.
Εχω την αίσθηση ότι ο Παππάς αδίκησε την κυβέρνησή του στη συνομιλία με τον Μιωνή. Ο χαρακτηρισμός «μαγαζί» είναι υποτιμητικός.
Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ περισσότερο λειτουργούσε ως shop in the shop ή εμπορικό κέντρο.
Στο οποίο άλλο μαγαζί είχε ο Παππάς, άλλο ο Παπαγγελόπουλος, άλλο ο Καμμένος, ακόμη κι αν ενίοτε τα διάφορα μαγαζιά εφάπτονταν μεταξύ τους ή αναλάμβαναν κοινά outsourcing, για να δανειστώ την ορολογία του Παππά.
Είναι μια ευρεσιτεχνία που αξίζει να αναγνωριστεί και να αναδειχτεί.
Διότι κυβερνήσεις που λειτουργούν ως μαγαζιά έχουμε δει κι αλλού. Αλλά...
Ασκηση χαρακτήρα
Πρόβλημα δεν είναι αν ένα σποτ του ΣΥΡΙΖΑ τσουβαλιάζει τους δημοσιογράφους.
Το πρώτο δεν με αναστατώνει. Μεταξύ μας, πιστεύω ότι κανείς δεν μπορεί να τσουβαλιάσει κανέναν. Ολοι εκτιθέμεθα στα μάτια του κοινού κι όποιος έχει μάτια βλέπει.
Για τους άλλους τι να κάνουμε;
Το δεύτερο όμως με ανησυχεί. Διότι η θεωρία ότι «όλοι τα παίρνουν» δεν είναι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν αφορά μόνο τους δημοσιογράφους. Αφορά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Τους δημοσιογράφους, τους πολιτικούς, τους δημοσίους υπαλλήλους, τους γιατρούς…
Με άλλα λόγια, η ίδια η κοινωνία πιστεύει για τον εαυτό της ότι τα παίρνει. Δεν μοιάζει ιδιαίτερα υγιές.
Ειλικρινά, δεν ξέρω ποιο άρρωστο μυαλό λάνσαρε κάποτε το «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι».
Ξέρω όμως πολλούς δημοσιογράφους που είτε το καλλιέργησαν υποχθόνια είτε το αποδέχθηκαν ανόητα είτε το ανακύκλωσαν χαιρέκακα.
Υποθέτω είναι ένα είδος επαγγελματικής ασυνειδησίας διανθισμένο με έλλειψη αυτογνωσίας. Εχω κουραστεί πάντως να ακούω ανθρώπους που τους ξέρασε η δημοσιογραφία να μοιρολογούν πως ξέπεσε η δημοσιογραφία ή να επικρίνουν όσους δεν ξόφλησαν μαζί τους.
Προφανώς η ζημιά έχει γίνει. Χρόνια ακούμε χωρίς να αντιδρούμε.
Αλλωστε οι αλήτες και οι ρουφιάνοι που κυκλοφορούν ανάμεσά μας είναι σίγουρα λιγότεροι από τους ηλίθιους που νομίζουν ότι οι άλλοι είναι αλήτες και ρουφιάνοι.
Από εκεί και πέρα είναι ζήτημα ατομικής ευθύνης (τώρα που έγινε της μόδας…) όχι να σώσει η δημοσιογραφία την τιμή της, αλλά να δείξει τον χαρακτήρα της – αν έχει…
Διότι η δημοσιογραφία δεν είναι άσκηση ορθότητας, ούτε καλλιστεία δημοφιλίας ούτε διαγωνισμός δημοσίων σχέσεων. Ο αγγελιοφόρος δεν φέρνει μόνο ευχάριστα νέα και τα δυσάρεστα χρειάζονται κότσια.
Η δημοσιογραφία είναι μια διαρκής άσκηση χαρακτήρα. Και γι’ αυτό οι γενικεύσεις, οι απλουστεύσεις και τα μοιρολόγια είναι η κατάρα της.
Οποιος λοιπόν έχει να πει κάτι συγκεκριμένο για κάποιον συγκεκριμένα ευχαρίστως να το ακούσουμε.
Οποιος όμως δεν έχει, παρακαλείται ευγενικά να βγάλει τον σκιασμό, να πάρει το κουβαδάκι του και να πάει σε άλλη παραλία.
Στη δική μας χορτάσαμε από παπάρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου