Πώς είναι δυνατόν προτάσεις τόσο αδιέξοδες, πολιτικές συνταγές τόσο ανίκανες να αντέξουν το βάσανο της κριτικής, ιδεοληψίες τόσο αφελείς, συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις τόσο παιδαριώδεις, «λύσεις» τόσο αποκλίνουσες από τα δεδομένα της πραγματικότητας, πώς είναι δυνατόν να βρίσκουν τόσο ευρεία κοινωνική απήχηση; Και ηγέτες τύπου Τσίπρα, Μιχαλολιάκου, Καμμένου, σε τέτοιο βαθμό χαρακτηριζόμενοι από πνευματική ανεπάρκεια ή και διανοητική αφασία, πολιτική ακρισία, οφθαλμοφανή απαιδευσία αλλά και απλουστευτική ρητορεία, πώς γίνεται να επιδοκιμάζονται στις κάλπες, αλλά και τους ανά την επικράτεια καφενέδες, από ένα τόσο απελπιστικά μεγάλο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας;
«Συνελόντι ειπείν», που έλεγαν άλλοτε, πώς γίνεται ο λόγος της απλούστευσης και της αφελούς «υπέρβασης» (της λογικής) να κατισχύει σε τέτοιο βαθμό του λόγου της ευθύνης;
Νομίζω πως η απάντηση βρίσκεται στην ανισότητα των μέσων στα οποία έχουν πρόσβαση οι δύο λόγοι…
Ας πάρουμε τη στάση των δύο-τριών μεγάλων και με ιδιαίτερη γνωμοδιαμορφωτική ισχύ εφημερίδων, που δεν έχουν διαρρήξει τις σχέσεις τους με τον πολιτισμό του Λόγου και που δεν αδιαφορούν για τους πνευματικά πιο αναπτυγμένους ή προβληματισμένους πολίτες αυτής της χώρας (τους οποίους, αντίθετα, προσπαθούν να συμπεριλάβουν και να διατηρήσουν στο αναγνωστικό τους κοινό).
Εχοντας, λοιπόν, οι εφημερίδες αυτές εντάξει στο οπλοστάσιο των αρθρογράφων τους τις ποιοτικότερες γραφίδες, τους πιο οξύνοες ή πεπαιδευμένους κονδυλοφόρους και τα πιο δυνατά μυαλά της επικράτειας, αναμφίβολα προβάλλουν θέσεις επεξεργασμένες και αναλύσεις συνήθως εμπεριστατωμένες. Με τέτοιες, δε, παρεμβάσεις προσπαθούν να αναδείξουν όσα θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα: ότι το καλύτερο μόνο μέσα στη σφαίρα του εφικτού έχει νόημα να επιδιώκεται, ότι το επώδυνο, έστω και αν είναι αποκρουστικό, δεν είναι πάντα και αναγκαία αποκρουστέο (όταν όλα τα άλλα εναλλακτικά ενδεχόμενα είναι απείρως χειρότερα), ότι η μακροπρόθεσμη ανάκαμψη περνάει μέσα από την αμφισβήτηση ανορθολογικών κεκτημένων ή το ξεβόλεμα προνομιούχων βολεμένων, ότι κανείς λαός δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να ζει σε επίπεδο διαφορετικό από αυτό που ορίζουν οι παραγωγικές του δυνατότητες, κυρίως δε ότι η αυτοδιορθωτική ικανότητα μιας χώρας είναι παράγοντας της διεθνούς ισχύος της. Σε τελική ανάλυση επομένως ως κυρίαρχη θέση υποστηρίζουν ότι κάποια, ενδεχομένως βίαια, βήματα εξορθολογισμού του δημόσιου βίου μας αλλά και της λειτουργίας του δημόσιου ταμείου μας - που σήμερα βιώνονται ως «προσβολή» λόγω της ουσιαστικής επιβολής τους από τους πιστωτές μας - θα έπρεπε να θεωρούνται και να αποτελούν ενσυνείδητες εθνικές επιλογές.
Τούτων δοθέντων, στη σύγκρουση μεταξύ εικόνας και λόγου, απλουστευτικής ή συνθηματολογικού χαρακτήρα παρέμβασης και σοβαρής επεξεργασίας, γελοιογραφικής διακωμώδησης και εμβαθύνουσας προσέγγισης, η έκβαση της μάχης είναι - και ήταν πάντα - προκαθορισμένη. Το είχε άλλωστε συλλάβει μια ιδιοφυΐα της προπαγάνδας, ονόματι Αδόλφος Χίτλερ, ο οποίος έγραφε: «Ας μάθουν οι χηνόφτεροι και οι ιππότες του μελανοδοχείου ότι καμιά ανάλυση, κανένας γραπτός λόγος δεν μπορεί να αντιπαραβληθεί στη δύναμη πειθούς της εικόνας, της γελοιογραφίας και του συνθήματος».
Ακόμη χειρότερα: με την ξενοφοβική κοινωνική νοοτροπία που επέβαλαν όσοι εμφανίζουν τον λαό μας ως θύμα της αδηφάγου διάθεσης των πιστωτών, προσδιόρισαν την έκβαση και μιας άλλης μάχης, διεθνούς τώρα. Ανάμεσα σε αυτούς που υποστήριζαν ότι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη προς την Ελλάδα δεν θα έπρεπε να καμφθεί (κυρίως για να αποφευχθεί κλονισμός του κοινού νομίσματος) και εκείνους που θεωρούσαν ότι αυτή η απρόθυμη να αυτοβελτιωθεί και πάσχουσα από σύνδρομο καταδίωξης χώρα της Νότιας Βαλκανικής δεν αξίζει το κόστος και τον κόπο της απέλπιδος προσπάθειας για τη σωτηρία της. (Και μια τελευταία παρατήρηση: ιστορικά η Ελλάδα μόνο με ισχυρά διεθνή ερείσματα, τα οποία διασφάλιζε με προβολή της αξιοπιστίας της, κατάφερε να ευπραγήσει).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου