ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ: Πως οι ΗΠΑ μπορούν να επιβραδύνουν ή να σταματήσουν την πορεία του Ισραήλ προς την πολεμική σύγκρουση με το Ιράν
Παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης Ομπάμα ότι η διπλωματική
προσέγγιση στο θέμα των πυρηνικών φιλοδοξιών του Ιράν συνεχίζει να έχει
πιθανότητες επιτυχίας, ο Ισραηλινός υφυπουργός Εξωτερικών Ντάνι Αγιαλόν
υπογραμμίζει ότι «η ώρα της διπλωματίας έχει παρέλθει».
Αν και ο
Ισραηλινός πρωθυπουργός Νετανιάχου δεν έχει αναγγείλει το τέλος της
διπλωματίας, έχει κάνει λόγο για την αδυναμία της να κάνει το Ιράν να
αλλάξει πορεία.
Επιπλέον, δήλωσε στο υπουργικό του συμβούλιο ότι ο
ιρανικός πυρηνικός κίνδυνος επισκιάζει κάθε άλλη επιβουλή, για να
προσθέσει με νόημα: «Δεν μπορεί να επιτραπεί στο Ιράν να αποκτήσει
πυρηνικά όπλα».
Τα λόγια του Ισραηλινού πρωθυπουργού δεν
σηματοδοτούν μόνο την εντεινόμενη ανυπομονησία του με την εξέλιξη της
διπλωματικής προσέγγισης, αλλά και την ετοιμότητα του Ισραήλ να αναλάβει
μονομερή στρατιωτική δράση.
Παρότι Ισραήλ και ΗΠΑ μοιράζονται
κοινό στόχο, στην ανάσχεση -και όχι την καταστροφή- του ιρανικού
πυρηνικού προγράμματος, οι δύο χώρες δεν μπορούν να συμφωνήσουν στην
κατάλληλη στιγμή εγκατάλειψης της διπλωματίας και υιοθέτησης
στρατιωτικών πρωτοβουλιών. Η στρατιωτική επιλογή, όμως, δεν θα απαλείψει
την τεχνογνωσία που έχει ήδη αποκτήσει η Τεχεράνη στον εμπλουτισμό
σχάσιμου υλικού.
Η διαφορά στη στάση Ουάσιγκτον και Τελ Αβίβ έχει
να κάνει με τις δυνατότητες και την κοσμοθεωρία των δύο χωρών.
Οι ΗΠΑ,
συναισθανόμενες την ισχύ τους, έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν,
προτού επιλέξουν τη βία.
Το Ισραήλ, αντίθετα, ανυπομονεί. Οπως έχει πει
και ο Ισραηλινός ΥΕΘΑ Εχούντ Μπάρακ, το Ιράν πλησιάζει με γοργό ρυθμό
στη δημιουργία «ζώνης ασυλίας», κατά της οποίας κάθε ισραηλινό
αεροπορικό πλήγμα θα αποδεικνυόταν ανίσχυρο. Ο κ. Μπαράκ εκτιμά ότι το
Ισραήλ πρέπει να δράσει πριν από τη στιγμή αυτή.
Το πρόβλημα,
όμως, για την Ουάσιγκτον δεν αφορά τη στρατιωτική ικανότητα, αλλά την
έλλειψη στρατηγικής για την επόμενη ημέρα μιας αεροπορικής επιδρομής
κατά του Ιράν. Καθώς η στρατιωτική ισχύς δεν μπορεί να καταστρέψει εξ
ολοκλήρου το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, η χρήση βίας πρέπει να
αποτελέσει μέσον και όχι αυτοσκοπό. Από τη μεριά της, η ισραηλινή ηγεσία
ελπίζει ότι ακόμη και ύστερα από μια αεροπορική επιδρομή, η συμπεριφορά
της Τεχεράνης θα οδηγήσει σε διεθνή διπλωματική συμμαχία κατά του Ιράν.
Η
οπτική γωνία της κυβέρνησης Ομπάμα διαφέρει από αυτή του Ισραήλ. Η
απομόνωση της Τεχεράνης δεν συνέβη μόνη της, όπως έδειξε και η
κοπιαστική προσπάθεια της Ουάσιγκτον να πείσει τη διεθνή κοινότητα να
αποδεχθεί την επιβολή κυρώσεων κατά του Ιράν. Η διεθνής διάσταση του
θέματος απασχολεί κατά προτεραιότητα τις ΗΠΑ, που θα ήθελαν να
δημιουργήσουν την εντύπωση ότι η επιμονή του Ιράν να διατηρήσει το
πυρηνικό του πρόγραμμα προκάλεσε τη στρατιωτική επέμβαση. Η διατήρηση
της ιρανικής απομόνωσης σε περίπτωση στρατιωτικού πλήγματος προϋποθέτει
αδυναμία της Τεχεράνης να εμφανίσει τον εαυτό της ως θύμα.
Με άλλα
λόγια, πριν από τον αεροπορικό βομβαρδισμό, είναι αναγκαίο να
αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η Τεχεράνη δεν επρόκειτο να
δεχθεί τους περιορισμούς που προσπάθησε να επιβάλει η διεθνής κοινότητα
στο πυρηνικό του πρόγραμμα.
Το κύριο ερώτημα για την ηγεσία της
αμερικανικής κυβέρνησης έχει να κάνει με την ικανότητά της να επηρεάσει
το ισραηλινό χρονοδιάγραμμα, ώστε να δοθεί επιπλέον χρόνος στη
διπλωματία.
Αυτό μπορεί καταστεί δυνατό με τους παρακάτω τρόπους:
Πρώτον,
οι ΗΠΑ πρέπει να θέσουν πρόταση με αυστηρή καταληκτική ημερομηνία στο
Ιράν, που θα επιτρέπει τη διατήρηση πυρηνικού προγράμματος με
αποκλειστικά ειρηνικούς σκοπούς. Η διαμόρφωση τέτοιας πρότασης θα
απεδείκνυε την πρόθεση της Ουάσιγκτον να επιτύχει αξιόπιστη συμβιβαστική
λύση, διαμηνύοντας παράλληλα ότι η υπομονή των ΗΠΑ και του Ισραήλ δεν
είναι ανεξάντλητη.
Δεύτερον, οι ΗΠΑ οφείλουν να εγκαινιάσουν
συνομιλίες με τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και τη Γερμανία,
γύρω από τη «στρατηγική της επόμενης ημέρας», σε περίπτωση διπλωματικού
ναυαγίου και χρήσης βίας.
Τρίτον, ανώτατοι Αμερικανοί αξιωματούχοι
θα έπρεπε να προτείνουν σε Ισραηλινούς ομολόγους τους την ενίσχυση του
ισραηλινού οπλοστασίου με επιπλέον όπλα, όπως νέες διατρητικές βόμβες.
Κάτι τέτοιο, θα ενίσχυε την πεποίθηση ασφαλείας και θα επέτρεπε στο
Ισραήλ να επεκτείνει το «αντι-ιρανικό» χρονοδιάγραμμά του.
Τέλος, ο
Λευκός Οίκος θα πρέπει να ζητήσει από τον κ. Νετανιάχου τι είδους
στήριξη θα χρειαζόταν από τις ΗΠΑ σε περίπτωση χρήσης στρατιωτικής βίας
(ανεφοδιασμός σε όπλα, πυρομαχικά, ανταλλακτικά ή διπλωματική στήριξη).
Οι ΗΠΑ θα πρέπει από τη μεριά τους να είναι έτοιμες να δεσμευθούν έναντι
του Ισραήλ για τα παραπάνω, εξασφαλίζοντας σε αντάλλαγμα τη συμφωνία
του Τελ Αβίβ να αναβάλει κάθε επιθετική κίνηση μέχρι το ερχόμενο έτος. Η
καθυστέρηση αυτή θα έδινε την ευκαιρία στη διπλωματία να επιτελέσει το
έργο της.
Αν και πολλοί θα πουν ότι οι πρωτοβουλίες αυτές ενισχύουν τις
πιθανότητες στρατιωτικών ενεργειών το 2013, έχουν καταστεί πλέον
αναγκαίες ώστε να δώσουν στην ισραηλινή ηγεσία έναν καλό λόγο να
επιλέξει στάση αναμονής.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ,
ΗΠΑ,
ΙΡΑΝ,
ΙΣΡΑΗΛ,
ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ,
ΞΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου