Της Ελένης Πετροπούλου
«Πατέντα» για να... παρακάμψουν τις
εντολές του υπουργείου Υγείας για αύξηση της χρήσης των γενοσήμων στα
δημόσια νοσοκομεία στο 50% της συνολικής κατανάλωσης, φαίνεται ότι
ανακάλυψαν οι γιατροί. Παρά τις σχετικές συστάσεις και τις μνημονιακές
υποχρεώσεις, τους τελευταίους μήνες καταγράφεται στροφή της
συνταγογραφίας από γενόσημα σε πρωτότυπα της ίδιας θεραπευτικής
κατηγορίας, εκροχιάζοντας τη φαρμακευτική δαπάνη. Παρατηρείται μάλιστα
κατακόρυφη αύξηση της αντικατάστασης πρωτότυπων φαρμάκων που έχει λήξει η
πατέντα τους, από ακριβότερα πρωτότυπα φάρμακα σε πατέντα, με
αποτέλεσμα να έχουν εξαφανιστεί από τα δημόσια νοσοκομεία φθηνά φάρμακα!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αντικατάστασης αποτελούν τα φάρμακα που
παρέχουν γαστροπροστασία, δηλαδή προστατεύουν το γαστρικό βλενογόννο,
όταν συντρέχουν παράγοντες κινδύνου, για τον ασθενή. Ωστόσο,
συνταγογράφηση φαρμάκων γαστροπροστασίας παρατηρείται ακόμη και στις
περιπτώσεις που δεν συντρέχουν παράγοντες κινδύνου
Προκαταρκτική μελέτη σε μεγάλο δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα
της Αθήνας
εμφανίζει τάσεις και... προτιμήσεις. Ειδικότερα, η μελέτη που
παρουσιάστηκε στο πρώτο Συνέδριο Φαρμακευτικών Επιστημών αποτελεί μια
πρώτη προσέγγιση στην κατανάλωση των φαρμάκων γαστροπροστασίας, στο
χρονικό διάστημα των τεσσάρων (4) τριμήνων του 2011. Από την ανάλυση των
στοιχείων προκύπτει αντικατάσταση της δραστικής ουσίας ομεπραζόλη, που
δεν διαθέτει πλέον δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (πατέντα), από την
έσομεπραζόλη, που κατέχει ακόμη δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (πατέντα) και
στους τρεις τομείς του νοσοκομείου (παθολογικός-χειρουργικός-ειδικός).
Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη,
καταδεικνύει ότι ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2011 το κόστος των πρωτότυπων
φαρμάκων χωρίς αντίγραφο αφορούσε το 21,54% του συνολικού κόστους της
συγκεκριμένης θεραπευτικής κατηγορίας, στο τέλος του 2011 το ποσοστό
αυτό ανήλθε στο 43,54%. Αντίθετα, το κόστος του πρωτοτύπου με αντίγραφο
από 20,23% που ήταν στις αρχές του περασμένου έτους έπεσε στα τέλη του
2011 στο 0%. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν κανένας γιατρός δεν συνταγογράφησε
το τελευταίο τρίμηνο του 2011 το πρωτότυπο φάρμακο που είχε λήξει η
πατέντα.
Εξίσου εντυπωσιακά είναι και τα στοιχεία που αφορούν τη
συνταγογράφηση και άρα κατανάλωση των συγκεκριμένων φαρμάκων. Έτσι, στο
πρώτο τρίμηνο του 2011 το πρωτότυπο (με πατέντα) κατείχε ποσοστό μόλις
2,6% του συνόλου της κατανάλωσης, το ποσοστό αυτό τριπλασιάστηκε και
ανήλθε στο τέλος του ίδιου έτους στο 9,3%. Αντίστοιχα το ποσοστό του
ίδιου φαρμάκου που όμως δεν προστατεύεται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας
(πατέντα), από 4,6% που ήταν στις αρχές του περασμένου έτους έφθασε
μόλις στο 0,1% στα τέλη του ίδιου έτους.
Όσον αφορά τα γενόσημα,
δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη διακύμανση: από 15,9% στο πρώτο τρίμηνο του
2011 σε 16,7% στο τέταρτο τρίμηνο του ίδιου έτους.
Όπως αναφέρουν οι μελετητές, «το φάρμακο, αν και εξειδικευμένο προϊόν
που διατίθεται ελεγχόμενα, διέπεται από τους νόμους της αγοράς και η
κυκλοφορία του προστατεύεται με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (πατέντα), για
συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, οπότε και θεωρείται πρωτότυπο
. Όταν αυτή η
περίοδος λήξει, τότε τόσο αυτό όσο και κάθε άλλο, που περιέχει την ίδια
δραστική ουσία με αυτό, θεωρούνται γενόσημα». Και σημειώνουν: «Αποτελεί
συχνή παρατήρηση στο χώρο της υγείας η στροφή της συνταγογράφησης από
χαμηλού κόστους γενόσημα φάρμακα σε ακριβά πρωτότυπα άλλης δραστικής
ουσίας της ίδιας, ωστόσο, θεραπευτικής κατηγορίας, με βασικό επιχείρημα
την καλύτερη αποτελεσματικότητα και βελτιωμένη ασφάλεια των νέων έναντι
των παλαιών φαρμάκων. Παραμένει ωστόσο να αποδειχθεί, μέσα από
αξιόπιστες και έγκυρες μελέτες καταγραφής και κατανάλωσης των φαρμάκων
τόσο το ποσοστό της αντικατάστασης όσο και η τεκμηρίωση της
αναγκαιότητάς της».
Σχετικά με τις
δραστικές ουσίες, από τη μελέτη προέκυψε ότι η ρανιτιδίνη, η ομεπραζόλη,
η παντοπραζόλη και η εσομεπραζόλη είναι οι ουσίες που επιλέγονται στην
κλινική πράξη. Αν και η ομεπραζόλη αποτελεί την κύρια επιλογή
γαστροπροστασίας (76,1% ετήσια), η χορήγηση της εσομεπραζόλης είναι
σημαντική (18,9% ετήσια) και διαχρονικά αυξανόμενη, ενώ η παντοπραζόλη
και η ρανιτιδίνη παραμένουν με χαμηλά ποσοστά χορήγησης (4,2% και 0,6%
ετήσια, αντίστοιχα). Ο χειρουργικός τομέας προηγείται στην επιλογή
γαστροπροστασίας στους νοσηλευομένους (ομεπραζόλη 37% ετήσια και
εσομεπραζόλη 11% ετήσια), ενώ ακολουθεί ο παθολογικός τομέας (ομεπραζόλη
25% ετήσια και εσομεπραόλη 8% ετήσια). Η εντατική θεραπεία χορηγεί
κυρίως ομεπραζόλη (14% ετήσια) ενώ η επιλογή εσομεπραζόλης είναι
ιδιαίτερα χαμηλή (0,5% ετήσια).
ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου