"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Η γυναίκα με την ψαλίδα

Της ΡΕΑΣ ΒΙΤΑΛΗ

Πήρα χαρτάκι. Νούμερο 147. Αναμονή 16 νούμερα. Θα φτάσει κι η σειρά μου. Πού θα πάει; Πιάνω καρέκλα. Στην αρχή είμαι στον κόσμο μου. Στις σκέψεις μου. Το ίδιο και οι άλλοι. Ξεφυσάνε κατά διαστήματα. Άλλοι με μια θεατρικότητα, και καλά, βαρεμάρας, άλλοι απελπισίας. Σου στέλνουν αυθάδικα το ξεφύσημά τους. Φφφφφφοοοουυυ αργόσυρτο. Σ΄ακουμπάει ο αέρας τους στον σβέρκο, στον ώμο. Κάποιοι κουνάνε το ένα πόδι νευρικά, ένας κουνάει και τα δυο εναλλάξ. Άλλος παρακαλάει να έχει μπει ενοίκιο, άλλος μισθός, άλλος να έχει μείνει σώσμα στον λογαριασμό, άλλος να έχει γίνει θαύμα, άλλος να μην τον δει ο διευθυντής και τον ρωτήσει τι έγινε με την δόση του δανείου. Ανθρώπινες καθημερινές ιστορίες. Μερικοί αναμένουν ήρεμοι. Μάλλον μερικές…Συνήθως κυρίες χήρες συνταξιούχων. Τις βλέπεις περιποιημένες. Έχουν αναγάγει την τράπεζα σε καφέ. Πού θα βρουν καλύτερα; Αιρκοντίσιον και χάζι δωρεάν. Άλλος στέκεται στα νύχια για καβγά. Άλλος στήνει τον καβγά. Αναμονή. Ώρες. Μυρουδιές σωμάτων. Λεκέδες ιδρώτα. Φούστες που κολλάνε και ανασηκώνονται κολλημένες παράταιρα. Ο αέρας πνίγει. Αναμονή. Αλλού η ζωή, αλλού εμείς. Πάλι τη χαραμίζουμε.

Ώσπου εμφανίζεται ουρί του παραδείσου και κατευθύνεται στο ταμείο. Μα τι κορμιά έκαναν οι Ελληνίδες!
Σορτς λευκό, στριγκ ευδιάκριτο, πόδια Σκλεναρίκοβα, πεντικιούρ άψογο, μαύρισμα θεϊκό, θες δε θες, επιτάσσει το φύλο σου ή δεν επιτάσσει, ακόμα και Στήβι Γουόντερ να είσαι με μαύρο γυαλί, καδράρεις στον ποπό της. Αν είσαι γυναίκα με μια σχετική αμηχανία, αν είσαι άνδρας…Κέφια μεγάλα ο Θεός! Βρε την αθεόφοβη πόσο προκαλεί στο πέρασμα της κι είμαι σίγουρη αν της το πεις θ΄απαντήσει δήθεν αθώα «μα τι φόρεσα; Ένα σορτσάκι»…Όμορφα θηλυκά, διαχρονικά «αθώα». Η προσωποποίηση του «βρε παλιομισοφόρια, τι τραβάν για σας τ΄αγόρια». 

Κοντοστέκομαι μέχρι που νιώθω άβολα, ξεκολλάω με δυσκολία τα μάτια μου βίαια λες και τραβάω ταινία αποτρίχωσης, σχεδόν μου το επιβάλλω κι αλλάζω οπτικό πεδίο. Πλέον καδράρω τα μάτια των ανδρών πώς κοιτούν. Πλάκα έχει. Πώς σκάει μύτη η ζωή σιγά, σιγά. Πώς πατάει ON στα κύτταρα. Πώς μπαίνει κίνηση στην εικόνα. Πώς παίρνει τη σκυτάλη το ένστικτο. Πώς εκβράζει προσταγές η καταχωνιασμένη φύση. Πώς μεταλλάσσονται οι μέχρι πρότινος απελπισμένοι και χολοσκασμένοι ξεφυσώντες. Ένας ωραίος κώλος! Τι ευεργεσία στο άνυδρο τοπίο.

Τώρα εμφανίζονται χαμόγελα σιγά σιγά. Κι εκείνη, λες και τους παίρνει χαμπάρι, τα δίνει όλα καθώς σκύβει κάτι να πιάσει, που ξέφυγε από την τεράστια τσάντα της. Το νέο αναμεταδίδεται με μιας. Βλέμμα το βλέμμα. Τα ανδρικά μάτια συνδικαλίζονται. Δημιουργούνται συνεργίες. Ένας μάλιστα κλείνει και το μάτι στον διπλανό του… Το παρατραβάει. Άλλος ξεροβήχει. Άλλον τον πιάνει νευρικό γέλιο και αγωνίζεται να το σταματήσει. Εμφανώς δαγκώνεται…Θα ματώσει! Ένας κάνει τον αδιάφορο. Κοιτάει δεξιά και χτυπάει ένα χαρτί στο πόδι. Ένας άλλος με φρύδι βγαλμένο ως Γκρέτα Γκάρμπο σουφρώνει τα χείλια ζηλόφθονα και ξεπετάει μερικά τικ. Και σ΄ όλον αυτόν τον χαμό κρυφακούω δυο γυναίκες πίσω μου να λένε η μια στην άλλη «καμμένα τα μαλλιά της, μέσα στην ψαλίδα»…

Μια μέρα σε μια τράπεζα. Λίγα λεπτά αφιερωμένα σ΄ έναν κώλο. Κατ΄ουσίαν ύμνος σε όλα τα τσακ που αλλάζουν το τοπίο μας…Σε όλα τα τσακ που πατάνε ΟΝ στις αισθήσεις. Που κινητοποιούν την έκπληξη. Ας είναι και ένας κώλος!...Με συγχωρείτε «ποπός».

Δεν υπάρχουν σχόλια: