Τον Οκτώβριο του 1972, έναν μήνα μετά τον φόνο του Μπελ, οι στρατιώτες εισέβαλαν στο σπίτι όπου ζούσε ο Χόλντεν με τα έξι αδέλφια του. Τον πήραν μαζί τους και άρχισε γι' αυτόν η κόλαση. «Κάλυψαν το πρόσωπό μου με μια χοντρή πετσέτα και άρχισαν να της ρίχνουν σιγά σιγά νερό. Το αίσθημα της ασφυξίας ήταν άμεσο και πολύ επώδυνο. Εχασα τις αισθήσεις μου. Λίγο αργότερα ξανάρχισαν». Η λέξη waterboarding δεν περιλαμβανόταν ακόμη στο λεξιλόγιο των βασανιστηρίων που εφάρμοζαν οι δυτικές υπηρεσίες - περιελήφθη μόνο μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 - και μέχρι πριν από λίγα χρόνια το βρετανικό υπουργείο Αμυνας αρνούνταν ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις του είχαν προσφύγει ποτέ σε βίαιες και παράνομες ανακριτικές μεθόδους. Ομως στη συνέχεια ο δημοσιογράφος της «Γκάρντιαν» Ιαν Κομπέιν ανακάλυψε τους απόρρητους φακέλους που τεκμηριώνουν το αντίθετο. Τότε ο Χόλντεν υπέβαλε και την τελευταία έφεσή του: «Ημουν αθώος, είχα άλλοθι. Και εκείνοι το ήξεραν. Ομως μετά τα βασανιστήρια που μου έκαναν, θα μπορούσα να ομολογήσω πως είχα σκοτώσει τον Κένεντι».
ΠΡΟΣΩΠΑ: Αθώος έπειτα από 40 χρόνια
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
Ο Λίαμ Χόλντεν ήταν το 1972 ο τελευταίος βρετανός πολίτης που
καταδικάστηκε σε θάνατο. Γλίτωσε την αγχόνη διότι στάθηκε τυχερός:
μερικούς μήνες αργότερα, το 1973, η Βρετανία κατήργησε τη θανατική ποινή
και στη Βόρεια Ιρλανδία. Και την περασμένη εβδομάδα, ο 58χρονος σήμερα
Χόλντεν είδε την καταδίκη του εκείνη να ακυρώνεται, καθώς αναγνωρίστηκε
πως είχε «ομολογήσει» κατόπιν βασανιστηρίων και πως δεν θα μπορούσε να
είχε σκοτώσει στο Μπέλφαστ τον στρατιώτη Φρανκ Μπελ.
Το 1972 ο Χόλντεν ήταν 19 χρόνων. Είχε σπουδάσει μάγειρας αλλά δεν
είχε αρχίσει ακόμη να εργάζεται και είχε αποκτήσει διασυνδέσεις με τον
IRA. Κατηγορήθηκε ότι σκότωσε τον νεοσύλλεκτο Μπελ με μια σφαίρα στο
κεφάλι, πυροβολώντας από μια σκεπή ενώ ο στρατιώτης περιπολούσε μαζί με
τέσσερις συναδέλφους του. Ομως την περασμένη εβδομάδα, ο Λίαμ Χόλντεν
απαλλάχθηκε από κάθε κατηγορία.
Ο δικαστής φάνηκε αμήχανος: «Συγγνώμη κ.
Χόλντεν, δεν ήσασταν ένοχος», του είπε. Ακούγοντάς τον, ο Χόλντεν έλυσε
τη γραβάτα του και αγκάλιασε τα δύο μεγάλα πλέον παιδιά του.
«Για το
μόνο που λυπάμαι είναι που οι γονείς μου δεν ζουν για να με δουν
αθωωμένο», δήλωσε. Τα πράγματα θα μπορούσε άλλωστε να είναι απείρως
χειρότερα. Η εσχάτη των ποινών θα μπορούσε να μην είχε καταργηθεί
εγκαίρως και η αθώωσή του να ερχόταν μετά θάνατον...
Τον Οκτώβριο του 1972, έναν μήνα μετά τον φόνο του Μπελ, οι στρατιώτες εισέβαλαν στο σπίτι όπου ζούσε ο Χόλντεν με τα έξι αδέλφια του. Τον πήραν μαζί τους και άρχισε γι' αυτόν η κόλαση. «Κάλυψαν το πρόσωπό μου με μια χοντρή πετσέτα και άρχισαν να της ρίχνουν σιγά σιγά νερό. Το αίσθημα της ασφυξίας ήταν άμεσο και πολύ επώδυνο. Εχασα τις αισθήσεις μου. Λίγο αργότερα ξανάρχισαν». Η λέξη waterboarding δεν περιλαμβανόταν ακόμη στο λεξιλόγιο των βασανιστηρίων που εφάρμοζαν οι δυτικές υπηρεσίες - περιελήφθη μόνο μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 - και μέχρι πριν από λίγα χρόνια το βρετανικό υπουργείο Αμυνας αρνούνταν ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις του είχαν προσφύγει ποτέ σε βίαιες και παράνομες ανακριτικές μεθόδους. Ομως στη συνέχεια ο δημοσιογράφος της «Γκάρντιαν» Ιαν Κομπέιν ανακάλυψε τους απόρρητους φακέλους που τεκμηριώνουν το αντίθετο. Τότε ο Χόλντεν υπέβαλε και την τελευταία έφεσή του: «Ημουν αθώος, είχα άλλοθι. Και εκείνοι το ήξεραν. Ομως μετά τα βασανιστήρια που μου έκαναν, θα μπορούσα να ομολογήσω πως είχα σκοτώσει τον Κένεντι».
Τον καταδίκασαν σε θάνατο δι' απαγχονισμού. «Σε λίγο θα πας στην
κρεμάλα, μου έλεγαν στη φυλακή. Νόμιζα πως τρελαινόμουν. Oμως η θανατική
ποινή καταργήθηκε λίγους μήνες μετά και με φυλάκισαν ισόβια. Eπειτα από
17 χρόνια, με άφησαν ελεύθερο υπό όρους. Δεν μπόρεσα ποτέ να βρω
δουλειά, δεν είδα τα παιδιά μου να μεγαλώνουν, τα αδέλφια μου ήταν σαν
ξένοι... Τώρα όμως είμαι ευτυχισμένος. Ή τουλάχιστον θα πρέπει να
είμαι... Παίρνω πίσω ό,τι απομένει από την ύπαρξή μου, έτσι δεν είναι;».
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΠΑΡΑΔΟΞΑ,
ΠΡΟΣΩΠΑ,
ΤΑ ΝΕΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου