ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Του ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
Πάλι θα χαρακτηριστούμε, όταν παραπέμπουμε σε αρχαίους ελληνικούς
θεσμούς, ως παρωχημένοι, καθυστερημένοι και όσα άλλα ηχηρά παρόμοια.
Αλλά θα επιμείνουμε εφόσον αρκετοί θεσμοί εκείνου του αθηναϊκού κυρίως
Δήμου φαίνονται και σήμερα, σε σύγκριση με τα παρόντα δημόσια θέσμια,
όχι απλώς μοντέρνοι αλλά άκρως δημοκρατικοί.
Και πρώτα η δημόσια ρητορική, δηλαδή το δικαίωμα του καθενός να
αρθρώνει δημόσια με επιχειρήματα την άποψή του πάνω σ' όλα τα αναφυόμενα
προβλήματα του δημόσιου βίου αλλά και του ιδιωτικού, όταν αυτός έβλαπτε
τα ήθη, τα θέσμια και την τρέχουσα συμπεριφορά αλλά και τα δημοκρατικά
κεκτημένα.
Δημόσιες ήταν οι συνεδρίες των δικαστηρίων και δημόσια
αναπτύσσονταν τα εκατέρωθεν επιχειρήματα σε υποθέσεις κληρονομικού
δικαίου, διαζυγίων, υιοθεσίας, δωροληψίας και δωροδοκίας, ακόμη και
παράβασης των νόμων που προστάτευαν και τα περιορισμένα έστω, αλλά
υπαρκτά προσωπικά δικαιώματα των δούλων. Υπήρχαν π.χ. ποινικές ευθύνες
όχι μόνο στην ακραία περίπτωση φόνου δούλου αλλά και ξυλοδαρμού και
αναίτιας κακομεταχείρισης.
Αλλά στον δημόσιο δημοκρατικό διάλογο υπήρχαν όρια, τουλάχιστον
χρονικά. Ταλαιπωρημένοι τους τελευταίους μήνες από την ακατάσχετη
φλυαρία, την αγραμματοσύνη, τη γλωσσική θρασύτητα αλλά και τη δημόσια
πλέον χειροδικία στους χώρους όπου υποτίθεται πως ασκείται ο δημόσιος
έλεγχος των πολιτικών προτάσεων, νοσταλγούμε την κλεψύδρα. Αλλά η
κλεψύδρα προϋποθέτει παιδεία, πειθαρχία, έλεγχο της γλώσσας, δομημένο
λόγο και βαθιά γνώση των αντικειμένων, των ιδεών και των αξιών που
διαχειρίζεται ο δημόσιος ρήτορας. Η κλεψύδρα υποχρέωνε τον ρήτορα να
αναπτύξει τις απόψεις του μέσα σε λελογισμένα και εκ των προτέρων
συμφωνηθέντα επί ίσοις όροις για όλους πλαίσια χρόνου. Αν προσπαθήσουμε
σήμερα να υπολογίσουμε τον χρόνο ενός δικανικού λόγου του Λυσία ή του
Δημοσθένη ή του Υπερείδη, θα καταλήξουμε πάνω κάτω στο συμπέρασμα πως
ένας δικηγόρος, κατήγορος ή υπερασπιστής στο δικαστήριο, αλλά και ένας
πολιτικός ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής δεν μπορούσε να
ξεπεράσει το ένα τέταρτο, το πολύ τα είκοσι λεπτά χρόνου ομιλίας. Και
φυσικά δεν επιτρέπονταν οι διακοπές από τους, όπως τους σημερινούς,
συστηματικούς διακοψίες, που μόνο σκοπό έχουν όχι να διαφωνήσουν αλλά
και συγχύσουν τον ομιλούντα και να υπονομεύσουν τα επιχειρήματά του με
υλακές και γκριμάτσες.
Δεν θα αναφερθώ στο γεγονός πως οι ρήτορες τότε δεν χρησιμοποιούσαν
χειρόγραφα, έστω κι αν κατέφευγαν σε ειδικούς για να τους συντάξουν τον
λόγο τους.
Πόσοι σήμερα πολιτικοί μας ανεβαίνουν στο βήμα της Βουλής ή των
επιτροπών της χωρίς χειρόγραφο;
Παρ' όλα αυτά, οι περισσότεροι
εκλιπαρούν να παραταθεί ο χρόνος που τους αναλογεί κατά τον κανονισμό
της Βουλής, όταν ακούνε το κουδούνι πέρατος του χρόνου του προεδρείου.
Απεραντολογούν, επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια, καταφεύγουν σε
συναισθηματικές κορόνες και το μόνο που φροντίζουν είναι να καταλήγουν
οι φράσεις τους σε εντυπωσιακά λαϊκίστικα φραστικά εφέ ώστε να
εισπράττουν το χειροκρότημα των οπαδών. Λησμονώντας πως σκοπός κάθε
ρητορικής είναι, κατά τον ορισμό του Γοργία, η δημιουργία πειθούς, άρα
σκοπός κάθε ρήτορα είναι να πείσει τον αντίπαλο, τον αμφισβητία, τον
αναποφάσιστο, όχι να προκαλέσει τη θυμική συμπαράσταση του οπαδού και
τού εκ των προτέρων πεισμένου.
Θέλει μεγάλη πειθαρχία, βαθιά γνώση και τέλεια κατοχή της γλώσσας
και της δόμησης των επιχειρημάτων ο δημόσιος λόγος και τότε μόνο γίνεται
πυκνός, σαφής, ακριβής, ευκρινής και αποτελεσματικά γόνιμος. Ακόμη και ο
εριστικός, ο δημεγέρτης, ο φανατικός λόγος επιτυγχάνει αποτελέσματα
όταν είναι στέρεα χτισμένος και λιτός.
Ενας δεύτερος θεσμός, που προσωπικά μου λείπει, ήταν ο νόμος στην
αρχαία δημοκρατική Αθήνα που θέσπιζε πως καθένας βουλευτής ή δημότης στη
Βουλή ή στην Εκκλησία του Δήμου είχε δικαίωμα να προτείνει νόμο και αν ο
νόμος αυτός εγκρινόταν γινόταν νόμος του Αστεως. Η λογική της θέσπισης
προϋπέθετε πως ο προτείνας θα έπρεπε να έχει εξετάσει όλα τα ενδεχόμενα
που θα δημιουργούσε η εφαρμογή του: αδικίες, δυσλειτουργίες, παραθυράκια
και, σε περιπτώσεις δημόσιας ασφάλειας, εξοπλισμών, δανεισμού ή
διπλωματικού ανοίγματος σε ξένες χώρες, ζημία του δημόσιου συμφέροντος,
τότε άλλος γενικής Αρχής νόμος έσερνε στο δικαστήριο τον αμελέτητο ή
ύποπτο συναλλαγής ή διαπλοκής εισηγητή του νόμου με το ερώτημα τής εις
θάνατον τιμωρίας του!!
Για σκεφτείτε, λοιπόν, να εφαρμοζόταν σήμερα αυτό το διπλό
πρόταγμα: όποιος βούλεται να προτείνει νέο θεσμό, νόμο, ρύθμιση,
αξιολόγηση κ.τ.λ., να το προτείνει με ένα σύνολο επιχειρημάτων που δεν
θα ξεπερνούσαν τη μισή ώρα αγόρευσης. Προφορικά. Η μαγνητοφωνημένη ή και
βιντεοσκοπημένη πρότασή του θα κυκλοφορούσε στο Διαδίκτυο. Αν η
πρόταση έπειθε και αποδεικνυόταν ατελέσφορη, άδικη, στημένη,
συντεχνιακή, τοπικιστική, επιζήμια για το δημόσιο συμφέρον και βλαπτική
για τα ήθη, τους θεσμούς, τον πολιτισμό και τις αξίες του τόπου, ο
εισηγητής και γιατί όχι και οι ψηφίσαντες (αν δεν την είχαν... διαβάσει)
να χάσουν τουλάχιστον τη βουλευτική τους ιδιότητα.
Για να ισχύσουν όμως όλα αυτά τα αυτονόητα, δεν χρειάζεται μόνο
πολιτικός πολιτισμός. Ανάγκη είναι να υπάρξει όραμα δημοκρατικής
παιδείας και αυτό δεν μπορεί να εκπορεύεται ούτε από το εξεταστικό
σύστημα εκπαίδευσης ούτε από τον διαδικτυακό αυτισμό και την τηλεοπτική
σαβούρα.
Αλλά πού ευθύνη: ο αρχαίος χάρακας που χάραζε ευθείες!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου