"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΙΣΤΟΡΙΚΑ: Ο ξεχασμένος «πόλεμος» για τον πολιτικό γάμο

Του ΤΑΚΗ ΚΑΤΣΙΜΑΡΔΟΥ
katsimar@yahoo.gr

Iσως ύστερα από 30 χρόνια, θέματα που απασχολούν ζωηρά σήμερα και θεωρούνται μέγιστα, να έχουν θέση στις υποσημειώσεις της Ιστορίας. Ως περίεργα και παράδοξα μιας εποχής όπου διέφευγαν τα ουσιώδη.

Στην κατηγορία αυτή ανήκει οπωσδήποτε και ο «πόλεμος» που κηρύχτηκε κατά του πολιτικού γάμου στις αρχές του 1982. Πολέμαρχοι η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος, θρησκευτικές, παραθρησκευτικές και συναφείς οργανώσεις. Πίσω απ' αυτές πολιτικοί Ηρακλείς της αγίας τριάδας Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια. Με αφανή στρατηγό τον μόλις εκλεγέντα στην αρχηγία της ΝΔ Ευάγγελο Αβέρωφ και «ειρηνοποιό» τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Ο «πόλεμος» ξεκίνησε όταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου προαναγγέλλει την καθιέρωση του υποχρεωτικού πολιτικού γάμου. Παρουσίαζε τότε το ζήτημα ισάξιο με την ψήφο στα 18 χρόνια, την κατάργηση του φακελώματος, την καθιέρωση του πενθήμερου και 40ωρου, τις αγροτικές συντάξεις και άλλες μείζονες παρεμβάσεις.

Ο Α. Παπανδρέου στο συγκεκριμένο ζήτημα έπαιρνε τη σκυτάλη από τον Ελ. Βενιζέλο. Το 1930 την... έχασε στον δρόμο. Δεν είχε τολμήσει να προχωρήσει στην καθιέρωση του πολιτικού γάμου, υιοθετώντας τις μεσαιωνικού τύπου τοποθετήσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Από τότε εκκρεμούσε ο εκσυγχρονισμός - με τη στενή έννοια του οικογενειακού δικαίου και την ευρύτερη της σχέσης Κράτους και Εκκλησίας.

Με την εξαγγελία της κατάθεσης σχετικού νομοσχεδίου στη Βουλή από το ΠΑΣΟΚ, η Ιερά Σύνοδος ξεσηκώνεται και προτάσσει τα στήθη της απέναντι στην «εθνική απειλή». Με μία μνημειώδη απόφαση εξισώνει τον πολιτικό γάμο με τη μοιχεία και την πορνεία.

Οι αρχιερείς διακηρύσσουν ότι «η Εκκλησία διαχωρίζει την θέσιν της από την πολιτείαν, επομένως ο πολιτικός γάμος γίνεται μεν δεκτός από την πολιτείαν, όχι όμως από την Εκκλησίαν, η οποία τον ανέχεται απλώς διά τους απίστους και αθέους, ως και διά τους αλλοθρήσκους και ετεροδόξους». 
Εξηγούσαν και τι συνεπαγόταν αυτό πρακτικά: «Οι τελούντες πολιτικόν γάμον ορθόδοξοι θέτουν εαυτούς μόνοι των εκτός Εκκλησίας, εφ' όσον ενσυνειδήτως και δημοσία απαρνούνται θεμελιώδη της πίστεως επιταγήν. Επομένως, μετά πολλής λύπης, οι τελικώς και αμετανοήτως εμμένοντες εις την απιστίαν αυτήν αποκόπτονται της Εκκλησίας εξ ιδίας υπαιτιότητος και στερούνται των ευλογιών και των ευχών της». Τέρμα, δηλαδή, τα βαφτίσια, οι κηδείες, θρησκευτικές τελετές κ.λπ.

Η «ευσπλαχνική» απόφαση ήταν προϊόν συμβιβασμού, ύστερα από περίπου χουλιγκανικές εκδηλώσεις στ' αρμόδια εκκλησιαστικά όργανα. Από τη μία ήταν η ομάδα του Αρχιεπίσκοπου Σεραφείμ, με εισηγητή τον Χριστόδουλο, και από την άλλη των μητροπολιτών Αμβρόσιου, Αυγουστίνου. Η τελευταία, ελλείψει του μέτρου της πυράς, πρότεινε λίαν επιεικώς τον αφορισμό

Η απόφαση πλαισιώθηκε με διάφορες δυναμικές «λαϊκές» κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες πιστών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Αυτά στο προσκήνιο. Στο παρασκήνιο, πολιτικό και εκκλησιαστικό, γίνεται «αγώνας» για έναν συμβιβασμό. Τουλάχιστον, να μη θεσπιστεί ως υποχρεωτικός ο πολιτικός γάμος. Σύμφωνα με τις δημοσιογραφικές εκτιμήσεις της εποχής, ως τελευταίο ανάχωμα χρησιμοποιήθηκε ότι το μέτρο θα σήμαινε σύγκρουση του Παπανδρέου με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Καραμανλή.

Στις ισορροπίες που είχαν προκύψει τότε με τη «συγκατοίκηση» Δεξιάς-ΠΑΣΟΚ, αυτό θεωρούνταν καταστροφικό. Να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα ο ΠτΔ μπορούσε να προβάλλει βέτο στην έκδοση νόμων. Το αποτέλεσμα ήταν ο Α. Παπανδρέου να υπαναχωρήσει από την υποχρεωτικότητα - αποκλειστικότητα του πολιτικού γάμου. Τελικά, ο νόμος που ψηφίστηκε θέσπισε το διαζευκτικό σύστημα. Τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ πολιτικού και θρησκευτικού. Το «ισόκυρο», όπως το χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός όταν επιχειρούσε να δικαιολογήσει την αθέτηση ρητά διατυπωμένης και επαναλαμβανόμενης θέσης στο Συμβόλαιο με τον Λαό.

Η μετέπειτα πορεία του θεσμού, όπως και η ιστορική αξιολόγηση του μετέωρου βήματος, είναι αντικείμενο άλλου θέματος και συνδέεται άρρηκτα με το ζήτημα των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας

Από το υποχρεωτικό στο διαζευκτικό
Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 η νέα κυβέρνηση διακηρύσσει πίστη στις αρχές της διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη 1974. Ο πρωθυπουργός Α. Παπανδρέου, έναν περίπου μήνα μετά τον σχηματισμό της, επαναλαμβάνει τη δέσμευση για τον οριστικό διαχωρισμό της Πολιτείας από την Εκκλησία, την κοινωνικοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας, τον υποχρεωτικό πολιτικό γάμο κι άλλα σχετικά. Θα τηρήσει το «συμβόλαιο τιμής» που είχε υπογράψει και προεκλογικά με τις γυναίκες σε συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ, όπως λέγανε τότε.

Συστήνεται νομοπαρασκευαστική επιτροπή (πρόεδρος ο καθηγητής Γ. Κουμάντος) για τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου. Ομως, το ζήτημα του γάμου θα διαχωριστεί και θα προηγηθεί. Θεωρείται πιο απλό ζήτημα, προέχον και αυτονόητο για τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών.

Η εξαγγελία τον Ιανουάριο του 1982 περί δημοσίευσης νομοσχεδίου ειδικά για τον πολιτικό γάμο συναντά τη «λυσσώδη» εκκλησιαστική αντίδραση.

Μεταξύ εξαγγελίας και δημοσίευσης η κυβέρνηση υπαναχωρεί από τις αρχικές θέσεις της. Οταν κατατίθεται στη Βουλή το νομοσχέδιο (μέσα Φεβρουαρίου) η υποχρεωτικότητα έχει αντικατασταθεί με το εφεύρημα της διαζευκτικότητας. Παρά τις αντιρρήσεις και μαζικών φορέων που ελέγχει το ΠΑΣΟΚ (π.χ. οργανώσεις γυναικών) και της νομοπα-ρασκευαστικής επιτροπής (Αρ. Μάνεσης, Ι. Δεληγιάννης κ.ά.).

Ο πολιτικός γάμος νομοθετείται από τον Μάρτιο, με τις αρνητικές ψήφους της ΝΔ υπό την αρχηγία του Ε. Αβέρωφ. Θεσμοθετείται ως ίσου κύρους με τον θρησκευτικό (διαζευκτικό σύστημα).

Ο σχετικός νόμος (ν. 1250/82) δημοσιεύεται τον Απρίλιο στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ Α 46/07.04.1982).

Τίθεται σε ισχύ από τον Ιούνιο μετά την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος (ΠΔ 391), με το οποίο καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την τέλεση του πολιτικού γάμου (ΦΕΚ Α 73/18.06.1982).

Ο μεγάλος συμβιβασμός
Ο μητροπολίτης Δημητριάδος και κατοπινός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ήταν ο βασικός εισηγητής για τις θέσεις της Eκκλησίας απέναντι στον πολιτικό γάμο. Από τη μια κατακεραύνωνε τους πόρνους, χαϊδεύοντας τους αδιάλλακτους ιεράρχες. Από την άλλη εισηγούνταν να πουν «όχι» στον αφορισμό, προειδοποιώντας ότι αυτό θα αποβεί σε βάρος της Εκκλησίας. Η θέση που υιοθετήθηκε ήταν να επιδιωχθεί η θέσπιση του πολιτικού γάμου ως παράλληλου με τον θρησκευτικό για όσους έχουν πρόβλημα συνείδησης. Η τελευταία προϋπόθεση στην πορεία θα αποδυναμωθεί...

Ωριμο Κοινωνικό αίτημα
Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι ο πολιτικός γάμος ήταν υπερώριμο κοινωνικό ζήτημα και δεν επιβλήθηκε, όπως πολλοί υποστηρίζουν έως σήμερα με μια πολιτική απόφαση. Ηταν πάγιο αίτημα του προοδευτικού κινήματος (υποχρεωτικός ο πολιτικός, προαιρετικός ο θρησκευτικός). Μάλιστα σε δημοσκόπηση της εποχής μόνο το 36,5% τασσόταν υπέρ του θρησκευτικού. Η μεγάλη πλειονότητα επιθυμούσε τον πολιτικό (39,5%) ή την ελεύθερη συμβίωση (24%). Ας προστεθεί ότι το «μεσαιωνικό» πνεύμα της απόφασης του 1982 περί πορνείας κ.λπ. διακατέχει ακόμη εκκλησιαστικούς κύκλους.

ΕΘΝΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: