"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Η δύναμη των ψευδαισθήσεων και τα ουρί του παραδείσου

Γράφει ο ΦΑΛΗΡΕΥΣ

Επειτα από δώδεκα χρόνια στη δημαρχία της γενέτειράς του Δράμας και άλλα οκτώ στη Βουλή των Ελλήνων, ο Μαργαρίτης Τζίμας (και από τις 12 του μηνός «μακαρίτης» Τζίμας για τη Ν.Δ.) προσέφερε μια τελευταία υπηρεσία στην κοινωνία. Εκστόμισε μια αλήθεια, της οποίας το μέγεθος ενδέχεται να μην το έχει συλλάβει πλήρως: «Οταν μπήκα στη Βουλή, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα υπέγραφα να μειωθούν μισθοί και συντάξεις».

Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνειά του ούτε τον κακίζω για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πολιτική. Ομως, ο πυρήνας του πολιτικού προβλήματος που μας οδήγησε ώς εδώ είναι ότι, σταδιακά από το 1981 και ύστερα, η πολιτική έγινε στάδιον δόξης για ανθρώπους με την προσέγγιση του κ. Τζίμα στο άθλημα: ανθρώπους που ήθελαν να είναι καλοί με τον άμεσο, απτό τρόπο της παροχής – ο οποίος, βέβαια, ήταν και ανταποδοτικός. Για να δανειστώ την προσφυή διατύπωση ενός φίλου, έγινε το ιδεώδες πεδίο για «τους Αγιοβασίληδες της πολιτικής».

Δεν ευθύνεται όμως μόνον ο κοτζάμπασης για την επιτυχία του στην πολιτική. Η σχέση ήταν εξ αρχής αμφίδρομη. Με τη συμβολή, μάλιστα, ενός οικονομικού μοντέλου βασισμένου στο τεράστιο και πανίσχυρο κράτος, ο ψηφοφόρος στα χρόνια της μεταπολίτευσης, αντί να εξελίσσεται σε πολίτη, εκφυλιζόταν σε πελάτη. 

Ενα τραγελαφικό παράδειγμα, που μου έλεγε τις προάλλες φίλος βουλευτής:  
Ψηφοφόρος ζήτησε να εξαιρεθεί ο γιος του από την ΕΛΔΥΚ, για την οποία είχε επιλεγεί από τις στρατολογικές αρχές. Του έκανε μεν το ρουσφέτι, αλλά ο ψηφοφόρος επανήλθε, ζητώντας ο μη μου άπτου βλαστός του να υπηρετήσει στην πόλη της μονίμου κατοικίας του. Αρνήθηκε να το κάνει, οπότε ο ψηφοφόρος απευθύνθηκε στον έτερο βουλευτή του κόμματος, ο οποίος το κατάφερε. Τώρα, ο κακομαθημένος ψηφοφόρος με τον καλομαθημένο γιο ζητεί την ακόμη ευμενέστερη μετάθεση του «παιδιού» στη Στρατιωτική Λέσχη της πόλης. (Υποθέτω για να το έχει από κοντά και να εξουδετερώσει τον κίνδυνο μήπως το παιδί χαλάσει και βγει από τη στρατιωτική θητεία άνδρας...) Ο βουλευτής δεν έχει άλλη επιλογή παρά να προσπαθήσει να ικανοποιήσει το αίτημα. Ειδάλλως, όλες μαζί οι ψήφοι της οικογενείας θα πάνε στον άλλο βουλευτή.

Σχεδόν οι πάντες βολευτήκαμε μια χαρά μέσα σε ένα κλειστό πολιτικό και οικονομικό σύστημα, που το συντηρούσε ο δανεισμός και αδιαφορούσε για την πτώση της ανταγωνιστικότητας και το ολοένα διευρυνόμενο αρνητικό ισοζύγιο εισαγωγών - εξαγωγών. Ατόνησαν οι αρετές για τις οποίες κάποτε υπερηφανευόμασταν. Επαψε να μας νοιάζει το πώς και το γιατί των πραγμάτων. Αφεθήκαμε στην πεποίθηση ότι το σύστημα που εξασφάλιζε την πλαστή ευημερία θα διαρκούσε για πάντα. Ακόμη και ο κατ’ εξοχήν χώρος του φιλέρευνου πνεύματος, το πανεπιστήμιο, βυθίστηκε στην ακινησία του βολέματος και, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, κατέληξε να λειτουργεί ως διεκπεραιωτικός μηχανισμός για την παραγωγή πτυχιούχων με «επαγγελματικά δικαιώματα». Στη δε βάση της κοινωνίας, η χαύνωση ιδεολογικοποιήθηκε. Μια γενιά ήταν αρκετή ώστε η καλοπέραση χωρίς προσπάθεια να ενσωματωθεί στην εθνική ιδεολογία. Κανείς δεν ήθελε να κοιτάξει έξω από τον φαύλο κύκλο δανεισμού - δαπανών και όποιος το επιχειρούσε αυτοκτονούσε πολιτικά.

Για όλους αυτούς τους λόγους, τώρα όπου η κρίση τίναξε στον αέρα την ευημερία μας, οι ψευδαισθήσεις μας παραμένουν – έστω και αν χρησιμεύουν πια μόνον ως καύσιμα για την οργή μας. Οχι μόνον δεν ξέρουμε τι να κάνουμε για να σώσουμε τον εαυτό μας, ούτε καν να σκεφθούμε με πρακτικούς όρους για τη σωτηρία μας δεν μπορούμε. Από τον μαλθακό νέο που νιαουρίζει ότι κάποιος κακός του «έκλεψε» τα όνειρα και τον δήθεν ώριμο ψηφοφόρο που απαιτεί (από την καλή νεράιδα του παραμυθιού, άραγε;) «να φύγει το χρέος», μέχρι τον κ. Τζίμα, που ομολογεί συγκλονισμένος πως δεν φανταζόταν ότι η πολιτική σημαίνει και περικοπές, εφ’ όσον είναι απαραίτητες, η αντίδραση της κοινωνίας μας εξαντλείται στον οδυρμό και στις άσκοπες εκρήξεις οργής. Η συζήτηση, στο εσωτερικό των πολιτικών δυνάμεων και μεταξύ τους, μένει μέσα στα όρια της προσπάθειας να δοθεί παράταση ζωής στο παραμύθι.

Η Δεξιά, που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ήταν η κατ’ εξοχήν ευνοημένη από την κατάρρευση του ιδιότυπου ελληνικού κρατισμού, τελείως εκφυλισμένη ιδεολογικά, ψαύει στα σκοτεινά για αναδιατυπώσεις χρεοκοπημένων συνταγών: μιλάει ασαφώς για κάποια «ανάπτυξη», όπου με το ένα χέρι θα μαζεύουμε, ενώ με το άλλο θα σκορπάμε. Καθαρό πολιτικό λόγο, που θα επιδιώκει να καταστήσει ελκυστική την ελευθερία των επιλογών και της οικονομικής δραστηριότητας, μέσα από συγκεκριμένες προτάσεις ούτε μπορεί και, μάλλον, ούτε θέλει να εκφράσει. 

Παρόμοια είναι και η αδυναμία της Αριστεράς σε όλες τις αποχρώσεις της. Παρ’ ότι διαθέτει το «Ευαγγέλιο» της μιας και μοναδικής αλήθειας, δεν έχει να προτείνει οτιδήποτε συγκεκριμένο ή, αν έχει, φοβάται να το πει καθαρά, επειδή όλοι θα καταλάβουν ότι δεν είναι ρεαλιστικό. Γι’ αυτό, ο λόγος της αποσκοπεί στην όξυνση της οργής, ελπίζοντας ότι κάτι καλό θα βγει μέσα από τα ερείπια. (Καλό για τη θεωρία του σοσιαλισμού, όχι απαραιτήτως για εκείνους που θα τον υποστούν...)

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο όπου κλωθογυρίζει η πολιτική ζωή του τόπου, δεν χρειάζεται να εντρυφήσει κανείς στις λεπτομέρειες των όρων της δανειακής σύμβασης για να καταλάβει ότι η λύση του προβλήματός μας δεν βρίσκεται εκεί. Το νέο Μνημόνιο δίνει απλώς χρόνο και στις δύο πλευρές: στους εταίρους μας, για να προστατευθούν από την πολύπλευρη χρεοκοπία μας, αλλά και στη δική μας, μήπως ξυπνήσουμε και κάνουμε κάτι ουσιαστικό, επιτέλους, για να σωθούμε. Το βέβαιο είναι ότι οι άλλοι δεν πρόκειται για πολύ ακόμη να καλύπτουν με το προϊόν των κόπων τους το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μας. Αυτό θα γίνει μόνον αν πιστέψουμε ότι οι επώδυνες αλλαγές οδηγούν στην αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της οικονομίας μας.

Λυπάμαι αν αδυνατώ να μετάσχω στην κενολογία της ελπίδας, αλλά μέχρι τώρα έχουμε δείξει ότι το μέγιστο που μπορούμε να πετύχουμε είναι να αποδεχόμαστε (ουρλιάζοντας συγχρόνως...) την οδύνη της λιτότητας και των περικοπών, κάθε φορά που μας υποχρεώνουν να κοιτάξουμε το βάραθρο. Με ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή μας, εν σχέσει με το τιτάνιο έργο που απαιτείται, εμείς ακόμη ούτε καν έχουμε ξεκινήσει να συζητούμε πώς πρέπει να οργανωθεί η οικονομία μας ώστε να γίνει βιώσιμη. Προτιμάμε να δραπετεύουμε από την πραγματικότητα, ονειρευόμενοι ευρωομόλογα και σχέδια Μάρσαλ. Ποιος ξέρει; Μπορεί να κάνουμε καλά. Μπορεί εκεί όπου κατευθυνόμαστε να υπάρχουν, πράγματι, βουνά από πιλάφι και παραδείσια ουρί...

Δεν υπάρχουν σχόλια: