"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Τα θύματα άξιων πελατών

Tου Κωστα Λεονταριδη

Ο Ηρώδης ο Αττικός έχτισε το θέατρο (Ωδείο) στον χώρο που βρίσκεται σήμερα, και τον ευγνωμονούμε γι’ αυτό, όποτε απολαμβάνουμε παράσταση κάτω από τον θερινό ουρανό. Ο ίδιος ήταν πάμπλουτος Αθηναίος με τεράστια παιδεία και πολλές δωρεές στο βιογραφικό του. Ενα ψίχουλο από την αίγλη του καρπωνόμαστε όταν λέμε στους φίλους «πήγα Ηρώδειο» αντί π.χ. «πήγα πλατεία», πιστοποιώντας το υπόβαθρό μας.

Αυτό το αξίωμα διαταράχθηκε πριν από λίγα χρόνια από μια συγκλονιστική αποκάλυψη που έκανε τον γύρο του κόσμου. Συνεργεία καθαρισμού πραγματοποιώντας ηράκλειο έργο, μάζεψαν από τα καθίσματα του Ηρωδείου 27 ολόκληρα κιλά τσίχλες, που μέσα στη μυσταγωγία του σκοταδιού είχαν κολλήσει οι απορροφημένοι θεατές. Ισως το έκαναν για να μην ενοχλούν με το μάσημα τους διπλανούς και βέβαια από σεβασμό στους συντελεστές της παράστασης. Οι υπερβολικοί ξένοι τότε, έφθασαν στο σημείο να αμφισβητήσουν την ικανότητά μας να διαφυλάξουμε τα Μάρμαρα του Παρθενώνα σε περίπτωση που αυτά επέστρεφαν στη γενέτειρά τους. Ακόμα και οι ψύχραιμοι «Τάιμς» αποφάνθηκαν ότι τα αρχαία θέατρα της Ελλάδας απειλούνται από τις τσίχλες και τα ψηλά τακούνια των κυριών.

Ολοι έχουμε πέσει θύματα μιας αμυντικογενούς λογικής, που θέλει ο τίτλος του καθαρόαιμου πολιτισμένου να ανήκει στους κοινωνικά καταξιωμένους, στους κατόχους υψηλής θεσμικής μόρφωσης και θέσης, στους καλοντυμένους, τους γητευτές των λόγων.

Καταθέτω μια οδυνηρή εμπειρία που έζησα σε ταβέρνα επιπέδου γειτονιάς και η οποία θα μπορούσε να τιτλοφορηθεί «κατά αδυνάτου». Τα μέλη παρέας γιατρών αφού επιβλήθηκαν με τα ντεσιμπέλ της κουβέντας τους στα υπόλοιπα τραπέζια, κάνοντας επίδειξη γαστριμαργικών γνώσεων, αμφισβητούσαν από την αρχή την ποιότητα αυτών που παράγγελναν, υποπτευόμενοι φωναχτά ότι κάθε πιάτο έκρυβε και μια παγίδα. Φανταστείτε πώς αισθανθήκαμε οι πέριξ που τρώγαμε και πίναμε στην υγειά μας. 

Εξίσου ηχηρά, ράβδιζαν με σπάνιο χιούμορ το 80χρονο (κυριολεκτικά) «γκαρσόνι»: «αυτή η σαλάτα κόκαλα έχει ή της βάζετε Αυγουστέλαιο;» «τον μπακαλιάρο Μαρόκου, τώρα τον ψαρέψατε;», «στη σκορδαλιά ξεχάσατε το σκόρδο», «την αθερίνα καρχαρίας τη γέννησε;». Αλίευσα τον βαθμό εξοικείωσής τους με το «γκαρσόνι», μη τυχόν ήταν μια παράσταση που ανέβαζαν τακτικά και οι δύο πλευρές. 

Οχι, η σχέση ήταν καθαρά πελατών-θύματος, κι αυτό με έκανε να ιδρώσω από θυμό, μέτρησα τις δυνάμεις μου αποφασισμένος να παρέμβω, να τους κατακεραυνώσω με ηρωικά λόγια. Μετά σκέφτηκα ότι αυτοί οι άνθρωποι -μη αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής του κλάδου τους- πιθανόν στην καθημερινότητα να σώζουν ζωές και ότι στο τραπέζι αντ’ αυτών θα μπορούσαν να κάθονται δικηγόροι, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, ταξιτζήδες, έμποροι φρούτων.  

Για επιδόρπιο άφησα ένα καλό πουρμπουάρ στο «γκαρσόνι», δίνοντας συγχωροχάρτι στην απολίτιστη σιωπή μου.