"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Η δική μου Μεγάλη Εβδομάδα

(Απρίλιος 2000)

Μπορείς να θυμάσαι μυρουδιές, ήχους, αρώματα, χρώματα; Μπορείς να «θυμάσαι» το άγγιγμα της άνοιξης στο πρόσωπο σου, τη ζέστη που έβγαινε από τους πολυελαίους, τις ψαλμωδίες στην εκκλησία της γειτονιάς; Τους κρότους από τα βαρελότα, τα τρίγωνα που έφτιαχνες στη Νάξο, τη θλίψη που ένοιωθες σαν παιδί για το δράμα του Ναζωραίου; 

Παλιά Πάσχα. Εικόνες και αναμνήσεις από τη δεκαετία του 60, τότε που η Αθήνα ήταν ακόμα ένα μεγάλο χωριό και το θείο δράμα άγγιζε τις καρδιές μικρών και μεγάλων. Και δεν τις έγγιζε μόνο στην ….Αθήνα. 

Θυμάμαι τη γιορτή στα νησιά, στη Ζάκυνθο και στη Κέρκυρα, στη (παλιά) Σκύρο και αλλού. Θυμάμαι τη κατάνυξη, την άνοιξη, το πέρασμα του Επιτάφιου. 

Με τα θεία δεν τα πάω καλά. Πιο απλά δεν πιστεύω στην ύπαρξη θεών και δαιμόνων, αλλά θα υπερασπιστώ ακόμα και με τη ζωή μου τα δικαιώματα των πιστών της κάθε θρησκείας με εξαίρεση εκείνης (ή εκείνων) που φανατίζουν, οπλίζουν τα χέρια των πιστών και τους οδηγούν ακόμα και στο έγκλημα. Παρ’ όλα αυτά πάντα θαύμαζα το ελληνικό Πάσχα για τη «γλύκα» της γιορτής, το δράμα του Χριστού, την έννοια της ανάστασης, το θρήνο μπροστά στο σταυρό. 

Η κάθοδος της φυλής των Μπούρτζων, που εισέβαλλαν στις εκκλησίες με τις μερσεντομπεμβέ και τα τουοτοντάτσουν μ’ έκανε ν’ αλλάξω γνώμη. Τουλάχιστον στην Αθήνα το Πάσχα είναι πρόφαση για να σφάξουμε και να σουβλίσουμε αρνιά, να «φάμε» μαγειρίτσα, να μεθύσουμε, να περιδρομιάσουμε, να τρακάρουμε, να ξεκληρίσουμε και να ξεκληριστούμε. 

Σπεύδω στο καταφύγιο της απομόνωσης το Πάσχα. Κανείς δεν δίνει μία για τους ύμνους, το δράμα του θεανθρώπου. Κανείς (ή σχεδόν) δεν πονάει, δεν συμμετέχει, δεν δακρύζει. Μόνο κάποιοι ηλικιωμένοι, που έχουν ζήσει εκείνη τη γλυκιά εποχή σκύβουν με σεβασμό το κεφάλι. Κι’ αυτό γιατί θυμούνται το εκκλησάκι στην εξοχή, τον ήχο της καμπάνας, τις μυρουδιές της άνοιξης, τον μεταφορικό σταυρό

Οι νέοι δεν έχουν την ικανότητα να ξέρουν. Την έχασαν στα σπίτια με τα σύνθετα, τα σαλόνια και τις πιλοτές. Άντε να πεις σ’ ένα 16άρη τι σημαίνει να σε σταυρώνουν γι’ αυτό που πιστεύεις. Πως να περιγράψεις τον Χριστό, τον Μπολιβάρ και τον Τσε Γκεβάρα. (...) Θα ήθελες να γράψεις όχι μία αλλά 1000 σελίδες για μια γιορτή που δεν συμβαίνει σε κανένα μέρος του κόσμου (με εξαίρεση τη νότια Ιταλία). Που ο καιρός όμως; Για να γράψεις πρέπει να απομονωθείς, να κοιτάξεις μέσα σου, να πονέσεις, ακόμα και να δακρύσεις με τις αναμνήσεις. 

Για να «ξαναζήσεις» το Πάσχα στη Ζάκυνθο πρέπει να ξαναγεννηθείς, να νοιώσεις νέος, να ερωτευτείς την άνοιξη, να αισθανθείς το πόνο απ’ τα καρφιά, να φορέσεις το ακάνθινο στεφάνι της μοναξιάς σου...

Δεν υπάρχουν σχόλια: