Εξωτερική Πολιτική: Αυτοσχεδιασμοί
Γράφει η ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Η ευρωπαϊκή επέμβαση στη Λιβύη είναι μέρος και αποτέλεσμα μιας πολιτικής που δεν μπορεί να εκτιμηθεί με τη συνηθισμένη λογική της ελληνικής αριστεράς. Ούτε είναι εύκολο να κινητοποιηθεί ο πολίτης υπέρ ή κατά αυτής της πολιτικής, παρότι η ελληνική αριστερά κατεβάζει με κάθε αφορμή τον «κόσμο της» στους δρόμους. Όσο περισσότερος θόρυβος γίνεται τόσο καλύτερα… πλησιάζει η μέρα της σοσιαλιστικής επανάστασης… Όμως, φωνάζοντας, είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς: τον εμποδίζει η ίδια του η φωνή.
Η επέμβαση είναι εξαρχής προβληματική: η Ευρώπη, συμπλεγματική έναντι των ΗΠΑ, προλαβαίνει το ΝΑΤΟ – και ο Νικολά Σαρκοζί χάνει σε δημοτικότητα αλλά κερδίζει εύσημα επειδή δεν κολακεύει τις μάζες. Όσο για το Σοσιαλιστικό κόμμα, τον υποστηρίζει – οι Σοσιαλιστές είναι πρώτα Γάλλοι και ύστερα σοσιαλιστές. Αντίθετα από τους Έλληνες ομοϊδεάτες τους που υπονομεύουν τα συμφέροντα της ίδιας τους της χώρας. Ωστόσο, προσδίδουν στην επέμβαση διαφορετικό ιδεολογικό περιεχόμενο: δεν αποδέχονται την αντίληψη της δυτικής σταυροφορίας.
Το πρώτο λοιπόν πρόβλημα είναι το αληθινό, ψυχολογικό αίτιο της επέμβασης: η Ευρώπη δηλώνει στις ΗΠΑ ότι η Μεσόγειος είναι δική της· ο Νικολά Σαρκοζί προσθέτει ότι η Γαλλία αποτελεί παγκόσμια δύναμη, πόσο μάλλον όταν ενώνεται με τους εταίρους της… Επίσης, και σε τούτο έχει δίκιο, υπογραμμίζει, με τον τρόπο του, ότι η Ευρώπη τα δοκίμασε όλα με τον Καντάφι –διπλωματία, ψυχρό πόλεμο, οικονομική συνεργασία, εκβιασμούς, επιθέσεις φιλίας– και ιδού τα αποτελέσματα… Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας και άβυσσος ανάμεσα στα αξιακά συστήματα. Η Λιβύη δεν έχει ούτε οργανωμένη αντιπολίτευση, ούτε πολιτικά κόμματα, ούτε σύνταγμα: ο Καντάφι βασιλεύει σε ένα πλέγμα φυλών· η ισχύς του είναι το πετρέλαιο και η απειλή ότι θα πλημμυρίσει την Ευρώπη με εξαθλιωμένους μετανάστες.
Τι πρέπει να κάνει κανείς; Ποια είναι τα όρια της διπλωματίας; Ποια είναι τα όρια της ανοχής; Ποια είναι τα όρια των «εσωτερικών υποθέσεων» μιας χώρας; Κι αν οι στρατιωτικές επεμβάσεις απαγορεύονται a priori, γιατί δεν προχωρεί η αποστρατιωτικοποίηση του κόσμου;
Τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν απαντηθεί. Αν, όμως, η Ευρώπη δεν μπορεί να υποφέρει σφαγές προτείνονται τρία μέτρα:
πρώτον να μη συμμετέχει σε αμφίβολες επιχειρήσεις, όπως π.χ. στο Ιράκ και το Αφγανιστάν,
δεύτερον να μην συγκαλύπτει την επιθετική πολιτική δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και το Ισραήλ και
τρίτο να μη συνάπτει «θεατρικές» διπλωματικές σχέσεις και παράδοξες συμμαχίες.
Χρειάζεται περισσότερη συνέπεια, λιγότεροι αυτοσχεδιασμοί: το διεθνές κατεστημένο μετατρέπει τους σημερινούς φίλους σε αυριανούς αντιπάλους και αντιστρόφως... Το πιθανότερο είναι ότι η Ευρώπη θα ωφελούνταν από ένα είδος απομονωτισμού: δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Αν δεν επιθυμεί τον απομονωτισμό, χρειάζεται να εφαρμόσει ευρύτερη δικαιοσύνη: ποια είναι, λόγου χάρη, η στάση των Ευρωπαίων έναντι του καθεστώτος στη Βιρμανία; Στη Ζιμπάμπουε; Στη Σαουδική Αραβία; Στη Γουινέα όπου, προσθέτω με την ευκαιρία, τα κέρδη από το πετρέλαιο τσεπώνει ο φύλαρχος Ομπιάνγκ; Θέλω να πω ότι αν αρχίσει η Ευρώπη να επεμβαίνει στις δικτατορίες, έχει μπροστά της πολλή δουλειά. Κι αν δικαιούται να παρεμβαίνει στον Τρίτο Κόσμο, πρέπει να δικαιούται να παρεμβαίνει, για παράδειγμα, έναντι των «ολοκληρωτικών», «ολιγαρχικών» τάσεων των ΗΠΑ όπου, μεταξύ άλλων, διατηρείται η θανατική ποινή και σημειώνονται βασανιστήρια. Τέλος, πρέπει να έχει το κύρος να παρεμβαίνει στις άλλες μεγάλες δυνάμεις –στην Κίνα, στη Ρωσία– έναντι των οποίων είναι ακινητοποιημένη: οποιαδήποτε παρέμβαση θα σήμαινε, ενδεχομένως, παγκόσμιο πόλεμο. Κι όμως συμβαίνουν πολλές φρικαλεότητες στις οποίες η Ευρώπη θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες, να παρέμβει.
Γίνεται λόγος για την «υποκρισία» των επεμβάσεων. Πράγματι υπάρχει αυτό το στοιχείο: οι επεμβάσεις γίνονται περισσότερο για οικονομικά συμφέροντα παρά για ανθρωπιστικούς λόγους. Ωστόσο, λαοί σαν τους Λίβυους μπορούν να επωφεληθούν από αυτή την υποκρισία: κοντολογίς, αν ήμουν Λίβυα επί Καντάφι, θα ευχόμουν να τον διώξει κάποιος και να με σώσει – κι ας είναι υποκριτής.
Η διεθνής διπλωματία που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στη δεκαετία του 1970 φαίνεται ανίσχυρη. Αντί γι’ αυτή, μπαίνει σε λειτουργία ο μηχανισμός «μικρομεσαίων» περιφερειακών συγκρούσεων στις οποίες καταναλώνεται οπλισμός («καλό» για την οικονομία...) με ανυπολόγιστες πολιτικές κοινωνικές συνέπειες σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο. Για παράδειγμα, μια επέμβαση σαν αυτή στη Λιβύη μπορεί να μεταφραστεί σε ένταση της διεθνούς τρομοκρατίας και σε άνοδο του φονταμενταλισμού στο εσωτερικό της Ευρώπης.
Δεν εννοώ ότι η Ευρώπη πρέπει να ενεργεί φοβικά: ωστόσο, είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη τα σημερινά δεδομένα – τα οποία δεν λαμβάνονται υπόψη. Η εξωτερική πολιτική φαίνεται ένα μείγμα από “boo” (φόβητρα) κι από «ντου» (εισβολές): ένδειξη της τριτοκοσμικοποίησης του πλανήτη.
Το τρίτο πρόβλημα είναι η εξάρτηση της Ευρώπης από προϊόντα χωρών με δικτατορικά καθεστώτα: ενεργειακές ύλες κυρίως. Ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι επενδύσεις καθώς και ο τρόπος με τον οποίο τις διαχειρίζονται αυτές οι χώρες δεν ωφελούν τους λαούς: οι τοπικοί άρχοντες συνεργάζονται με τους ξένους επενδυτές στην εκμετάλλευση των φτωχών. Όσα ακολούθησαν την αποικιοκρατία ήταν χειρότερα από την αποικιοκρατία: οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες υπήρξαν ένα παιχνίδι της Σοβιετικής Ένωσης. Και ιδού τα αποτελέσματα...
Το τέταρτο πρόβλημα είναι ότι μερικές επεμβάσεις δεν εκτελούνται όσο γρήγορα περιμένουν οι στρατιωτικές ηγεσίες: χρονίζουν· οι κανόνες του πολέμου καταστρατηγούνται· συχνότατα, οι αντίπαλοι διαθέτουν ευρωπαϊκό οπλισμό· επίσης, καθώς η ανθρώπινη ζωή έχει μικρότερη αξία απ’ όση σε καιρό ειρήνης, υπάρχουν απρόσμενα πολλές απώλειες. Από την άλλη πλευρά, ο εθνικισμός καλλιεργείται εύκολα: οι Ευρωπαίοι που θα μπορούσαν να θεωρηθούν σωτήρες, καταλήγουν να γίνουν ανεπιθύμητοι. Οι «λαοί» δεν ανέχονται ξένους στο έδαφός τους. Εξάλλου, οι «λαοί» καθρεφτίζονται στις ηγεσίες τους. Αντίθετα λοιπόν από όσα υπαγορεύουν τα συνθήματα της αριστεράς, οι εξεγερμένοι του αραβικού κόσμου, καθώς στερούνται δημοκρατικού ήθους και παράδοσης, τείνουν να αντικαταστήσουν τον έναν δικτάτορα με έναν άλλον. Τίποτα δεν μπορεί να τους εμποδίσει από το να το κάνουν αυτό.
Το τελευταίο πρόβλημα είναι ότι οι επεμβάσεις στοιχίζουν στους ίδιους τους Ευρωπαίους οικονομικά και κοινωνικά. Μερικοί μάλιστα, όπως οι Έλληνες, που έχουν εκτεθεί περισσότερο από άλλους με αλλοπρόσαλλες φιλίες στην περιοχή, βρίσκονται, δικαίως, σε αμηχανία: τη στιγμή που η Ελλάδα καταρρέει, δεν είναι λογικό να συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Το λογικό είναι, όπως φαίνεται, μια στάση αναμονής και διακριτικότητας: εξάλλου, μια από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα είναι η μείωση των στρατιωτικών της δαπανών και η εξοικονόμηση παραγωγικών ωρών μέσω της κατάργησης της στρατιωτικής θητείας. Μια άλλη πρόκληση είναι η διαφοροποιημένη της στάση μέσα στην ευρωπαϊκή ομάδα που, αντί να δείξει την αλληλεγγύη που απαιτούν οι περιστάσεις, θέτει ανέφικτους στόχους και κερδοσκοπεί σε βάρος της.
ATHENSVOICE
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου