Χαρταετοί
ΤΟΥ ΛΕΥΤΕΡΗ Π. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
(...) «Θα ‘σαι περήφανος αγέρας
θα ‘ναι γλυκιά η κόψη σου
αετοί της Καθαροδευτέρας
θα σεργιανούν στην όψη σου»,
γράφαµε κάποτε µε τον Μάνο Λοΐζο («Καλά, αυτός έφυγε νωρίς...»).
Η Καθαρά Δευτέρα, είναι µία από τις µεγάλες γιορτές της γενιάς µου.
Τότε φτιάχναµε τους χαρταετούς µας µε τα χεράκια µας. Κόβαµε καλάµια, προµηθευόµασταν λαδόκολλες που τις µπογιατίζαµε µε νεροµπογιές, αγοράζαµε σπάγκο από τον ψιλικατζή για τις καλούµπες µας («Αµόλα καλούµπα»...) και τα «Σµυρνάκια» σκίζανε τον ουρανό νευρικά και δεν φοβόντουσαν κανέναν και τίποτα.
Για µένα, όµως, η Καθαρά Δευτέρα ήταν η µέρα της αποθέωσης του χαλβά. Από τα παιδικά µου χρόνια, ακόµη,ο χαλβάς – «του µπακάλη», εννοείται – ήταν η αδυναµία µου. Σκάβοντας βαθιά στη µνήµη µου, το αποδίδω στο ότι στα χρόνια της γερµανικής κατοχής, στην οδό Χέυδεν, έξω από το κτίριο του Β’ Γυµνασίου που είχαν επιτάξει οι Ναζί, οι µικροπωλητές πουλούσαν στους φαντάρους, εκτός από τσιγάρα χύµα («Στούκας», όπως τα αεροπλάνα, τα λέγαµε), και χαλβά. Και ήταν υπέροχος αυτός ο χαλβάς! Γεµάτος ίνες. Και µεµπόλικο τσουένι.
Εχω έναν φίλο πασίγνωστο χαλβατζή, στη Δραπετσώνα. Ονοµάζεται Νίκος Γαβρίλης και, τέτοιες µέρες, µπρος από το µαγαζί του σχηµατίζονται τεράστιες ουρές από φανατικούς του χαλβά του. Ο Νίκος λοιπόν, θέλοντας να µου δείξει τη φιλία του, έκατσε και µου ‘φτιαξε χαλβά, σαν κι αυτόν που έτρωγα στην Κατοχή και τρέχανε τα σάλια µου. Οσο για το τσουένι, που µάλλον δεν θα ξέρετε τι είναι – ούτε τα λεξικά γράφουν τη λέξη –, ο Γαβρίλης µου αποκάλυψε πως πρόκειται για θάµνο, που τον βράζουνε και βγάζουν µια κολλώδη ουσία, την οποία ρίχνουν στον χαλβά την ώραπου τον ζυµώνουνε (το τσουένι έχει και την καθωσπρέπει ονοµασία «χαλβαδόριζα». Οι περισσότεροι χαλβατζήδες, όµως, χρησιµοποιούν, αντί για τσουένι, µια ουσία που τη λένε «αλµουπίνη»).
Εκείνα τα χρόνια, µε µια λαγάνα, µισή οκά χαλβά και µερικά φρέσκα κρεµµυδάκια σε µια τσάντα, πηγαίναµε όλη η οικογένεια στον Φιλοπάππου, απλώναµε µια κουβέρτα, τρώγαµε, τραγουδούσαµε, βγάζαµε και µια φωτογραφία και γυρίζαµε το αποµεσήµερο στο σπίτι µας, στην Πλατεία Κυριακού (Βικτωρίας σήµερα), χορτάτοι και ευτυχισµένοι. Χωρίς ποτέ να µπαίνουµε σε λεωφορείο. Πάντοτε µε τα πόδια.
Ηταν µια µεγάλη γιορτή. Για όλους µας. Το µόνο µου παράπονο: ούτε µία φορά δεν κατάφερα να φτιάξω έναν χαρταετό της προκοπής. Δεν «πιάνανε» τα χέρια µου...
Ετικέτες
ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ,
ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Λ.,
ΤΑ ΝΕΑ,
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου