"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Ο Κουροσάβα θυμάται…

Tης Μαριας Κατσουνακη

Στη χθεσινή ηλεκτρονική έκδοση των New York Times υπάρχει μια ακόμη ανάγνωση της βιβλικής καταστροφής στην Ιαπωνία, μέσα από τα μάτια του σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα. Το παράδοξο είναι ότι ο Κουροσάβα πέθανε το 1998. Ομως, ο μέγας αυτός δημιουργός («Ραν», «Ρασομόν», «Ο θρόνος του αίματος», «Επτά σαμουράι»...) πρόλαβε να ζήσει έναν άλλον εφιάλτη σε ηλικία 13 ετών. Τον σεισμό του Κάντο, το 1923. Οι φωτιές κατέστρεψαν τη Γιοκοχάμα και το μεγαλύτερο μέρος του Τόκιο. Οι νεκροί ήταν πάνω από 150.000.

Το άρθρο μας παραπέμπει σε επιλεγμένα αποσπάσματα από την «Αυτοβιογραφία» του Κουροσάβα. Ανατρέξαμε στην ελληνική έκδοση (κυκλοφόρησε το 1990 από τον «Αιγόκερω»). Αντιγράφουμε: 

«Ο μεγάλος σεισμός του Κάντο ήταν για μένα μια τρομακτική εμπειρία, αλλά και μια εμπειρία εξαιρετικά σημαντική. Γνώρισα όχι μόνο τις εκπληκτικές δυνάμεις της Φύσης αλλά και όσα κρύβονται στις καρδιές των ανθρώπων... Ο δρόμος από την άλλη πλευρά του ποταμού Εντογκάβα όπου περνούσε το τραμ καταστράφηκε. Ηταν τόσες οι ρωγμές που είχε μετατοπιστεί. Στον ίδιο τον ποταμό, ο πυθμένας είχε ανυψωθεί και τώρα έβλεπες νέα νησάκια λάσπης. Ολόκληρη η περιοχή του ποταμού καλυπτόταν από ένα πέπλο σκόνης που χόρευε και στροβιλιζόταν, ενώ η γκριζάδα του πρόσδιδε στον ήλιο μια χλωμάδα σαν αυτή που έχει στις εκλείψεις. Οι άνθρωποι που στέκονταν δεξιά κι αριστερά μου σ’ αυτό το σκηνικό έμοιαζαν σαν φυγάδες της κόλασης, ενώ ολόκληρο το τοπίο είχε μιαν αλλόκοτη και εξωπραγματική όψη... Ενα τεράστιο κυματιστό σύννεφο σαν μανιτάρι εμφανίστηκε στον ουρανό... Ο καπνός από τη φωτιά είχε καλύψει το Τόκιο. Στεκόμουν σε μια από τις κερασιές που υπήρχαν κατά μήκος του ποταμού και καθώς κουνιόμουν ακόμα και κοίταζα όλα αυτά γύρω μου, σκέφτηκα: Αυτό πρέπει να είναι το τέλος του κόσμου».

Ο Κουροσάβα περιγράφει καμένο τοπίο και πτώματα παράλληλα με τη σφαγή των Κορεατών που ζούσαν στο Τόκιο, η οποία ακολούθησε τον μεγάλο σεισμό και «προκλήθηκε από δημαγωγούς που επιδέξια εκμεταλλεύθηκαν τον φόβο των ανθρώπων για το σκοτάδι». Κατηγόρησαν τους Κορεάτες ότι αυτοί ευθύνονται για τις φωτιές.

Κλείνει την ενότητα των εικόνων, που δεν τον εγκατέλειψαν ώς το τέλος της ζωής του, με την αφήγηση μιας «φρικιαστικής εκδρομής» στην οποία τον υποχρέωσε να πάει ο αδελφός του. Μη αντέχοντας το θέαμα των αμέτρητων πτωμάτων, ο Κουροσάβα προσπαθούσε να αποστρέψει το βλέμμα του. Ο αδελφός του όμως, αγνοώντας τους δισταγμούς του, τον παρότρυνε να κοιτάζει. «Αν κλείσεις τα μάτια σου τη στιγμή που αντικρίζεις τη φρίκη, τότε θα φοβάσαι για πάντα Αν όμως το παρατηρήσεις προσεκτικά, δεν θα υπάρχει μετά τίποτα που να σε φοβίζει».

Ενενήντα σχεδόν χρόνια μετά, τα τοπωνύμια μόνο αλλάζουν. Ο φόβος εξακολουθεί «να γεμίζει το σκοτάδι με τέρατα» και το 13χρονο παιδί δεν θα σταματήσει ποτέ να απορεί «βλέποντας τους ενήλικες να συμπεριφέρονται έτσι». Στη Φύση και στους εαυτούς τους. «Μα, τι είδους πλάσματα είναι όλοι αυτοί τέλος πάντων;».

Δεν υπάρχουν σχόλια: