Το σπίτι με τους υπηρέτες
Του Martin Knapp
Διευθυντή του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου
Χριστούγεννα έρχονται, ας λέμε κι ένα παραμύθι.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα σπίτι, όχι πολύ πλούσιο, αλλά ευρύχωρο και άνετο. Ο κύριος του σπιτιού είχε τρεις υπηρέτες, ένα μπάτλερ, ένα μάγειρα κι έναν κηπουρό. Υπήρχε δουλειά και για τους τρεις. Ο μισθός τους δεν ήταν πλούσιος, αλλά αξιοπρεπής.
Σε κάποια φάση ο κηπουρός ζήτησε από τον κύριο να του προσλάβει ένα βοηθό. Ο κύριος δε του χάλασε το χατίρι. Μόνον που μετά από λίγο και ο μπάτλερ και ο μάγειρας ζήτησαν βοηθούς, πράγμα που δέχτηκε ο κύριος για λόγους δικαιοσύνης. Σε λίγο οι βοηθοί με τη σειρά τους ζήτησαν να προσληφθούν και κάποιοι βοηθοί βοηθών. Με τον καιρό άρχισε να του αρέσει του κυρίου να προσλαμβάνει υπηρέτες, ιδίως όταν επρόκειτο για κάποιους φίλους που του κλαίγονταν ότι βρισκόντουσαν σε μεγάλη ανάγκη.
Με τον καιρό στους φίλους προστέθηκαν φίλοι φίλων και οι φίλοι αυτών. Δεν υπήρχαν μόνον μπάτλερ και μάγειρες και κηπουροί και οι βοηθοί τους, αλλά προσελήφθησαν και θυρωροί για την πόρτα, σερβιτόροι, καθαρίστριες, δάσκαλοι για τα παιδιά που δεν είχε ο κύριος, ιατροί, νοσοκόμες, οδηγοί, συνοδηγοί και γελωτοποιοί, κυρίως γελωτοποιοί, στρατιές από γελωτοποιούς και βοηθούς γελωτοποιών.
Στην αρχή ο κύριος απολάμβανε να βλέπει την ευγνωμοσύνη να λάμπει, όπως του φάνηκε, στα μάτια των υπηρετών. Έτσι, με τα χρόνια το σπίτι γέμισε υπηρέτες, που κοιμόντουσαν πλέον στρωματσάδα στα σαλόνια και στους διαδρόμους εμποδίζοντας τον κύριο να κινείται ελεύθερα μέσα στο σπίτι του.
Σε τακτικά διαστήματα οι υπηρέτες απαιτούσαν αυξήσεις, ισχυριζόμενοι ότι ο κύριος κάπου είχε κρυμμένο έναν ανεξάντλητο θησαυρό. Όταν ο κύριος δίσταζε λίγο να εγκρίνει τις αυξήσεις, οι υπηρέτες απεργούσαν. Επειδή όμως η αποχή από τα καθήκοντά τους όλο και λιγότερο γινόταν αντιληπτή, προχωρούσαν κατά καιρούς στην κατάληψη του τελευταίου δωματίου που είχε απομείνει στον κύριο. Στο τέλος ο κύριος πάντα ενέκρινε ό,τι του ζητούσαν.
Είχε, εξάλλου, ο κύριος και κάποιους δουλοπάροικους έξω από το σπίτι που καλλιεργούσαν τα χωράφια του για δικό τους λογαριασμό. Με το όλο και αυξανόμενο χαράτσι τους συντηρούσαν το νοικοκυριό, από κοινού με την τράπεζα που χορηγούσε στον κύριο όποιο δάνειο ζητούσε, μη βλέποντας ότι ο τελευταίος από καιρό τελούσε υπό την κηδεμονία των υπηρετών του. Κάποια μέρα, όμως, κάτι κατάλαβε η τράπεζα και σταμάτησε να δανείζει στον κύριο. Έστειλε μάλιστα έναν ελεγκτή.
Ο ελεγκτής έφριξε και ζήτησε την απομάκρυνση όλων των υπηρετών πέραν των απαραιτήτων. Αγανακτισμένοι οι υπηρέτες άρχισαν να αντιδρούν. Ο καθένας τους έλεγε ότι κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες και ότι, στο κάτω-κάτω, δεν ήταν και τόσο πολλοί. Αντίθετα, έλεγαν, υπήρχε έλλειψη προσωπικού. Εξάλλου, τώρα δε θα μπορούσαν να φύγουν πια από το σπίτι, καθότι πέρασαν τα χρόνια και δε θα έβρισκαν άλλη δουλειά. Τα βρήκε λοιπόν πολύ δύσκολα τα πράγματα ο ελεγκτής.
Το κακό ήταν, ότι, μαζί με τον κύριο, η τράπεζα σταμάτησε να δανειοδοτεί και τους δουλοπάροικους, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να μη μπορέσουν πια να αγοράσουν σπόρους για τα χωράφια.
Παραπονιόντουσαν λοιπόν οι δουλοπάροικοι στους υπηρέτες του σπιτιού. Πώς να πληρώσουμε, έλεγαν, το χαράτσι, άμα δε έχουμε σπόρους να σπείρουμε;
Οι υπηρέτες όμως τους απαντούσαν: Δεν ντρέπεστε λιγάκι να μας κατηγορείτε; Δε βλέπετε ότι είμαστε ηρωικοί εργαζόμενοι; Μας οφείλετε λοιπόν αμέριστη συμπαράσταση στο δίκαιο αγώνα μας ενάντια στον κύριο, ενάντια στην αιμοβόρα τράπεζα και ενάντια στο διεθνή ιμπεριαλισμό, προκειμένου να μείνουμε μέσα στο σπίτι. Οι δουλοπάροικοι κατάλαβαν ότι είχαν άδικο και αποχώρησαν σιωπηλά. Στο κάτω-κάτω οι υπηρέτες του σπιτιού έδειχναν πιο αποφασισμένοι από τους ίδιους, και είχαν και ένα τρομερό λέγειν. Έτσι οι δουλοπάροικοι απεφάσισαν να δεχθούν ό,τι τους είχε επιφυλάξει η μοίρα. Και έζησαν αυτοί άσχημα κι εμείς χειρότερα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου