Οπου γης και πατρίς
Του Αγγελου Σταγκου
Τα παιδιά μας φεύγουν. Μας εγκαταλείπουν και πολύ καλά κάνουν. Πηγαίνουν με αυξανόμενους ρυθμούς πλέον να βρουν την τύχη τους στο εξωτερικό. Αργησαν μάλιστα, αποχαυνωμένα τις τελευταίες δεκαετίες από τη μαλθακότητα, τη γονική υπερπροστασία, το πλούσιο χαρτζιλίκι, το βόλεμα στον δημόσιο τομέα και τον πατροπαράδοτο επαρχιωτισμό της ελληνική κοινωνίας, που ακόμη δεν αντιλαμβάνεται ότι ανήκει πλέον στον ευρύτερο χώρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ότι, καλώς ή κακώς, η παγκοσμιοποίηση έχει επιβληθεί σε μεγάλο βαθμό. Τώρα όμως, η κρίση λειτουργεί καταλυτικά για την έξοδο.
Η μετανάστευση δεν είναι καινούργιο φαινόμενο στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Πολλές χιλιάδες Ελλήνων, κυρίως από την Πελοπόννησο, μετανάστευσαν στην Αμερική κυνηγημένοι από τη φτώχεια τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Πολλοί ήταν και εκείνοι που έφευγαν στην ξενιτιά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, για να ακολουθήσουν νέες μαζικές μεταναστεύσεις στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νότια Αφρική μετά τον Εμφύλιο. Η πατρίδα δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της, ήταν και το κυνηγητό των αριστερών…
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και τη δεκαετία του ’60 οι Ελληνες δεν αναγκάστηκαν να πάνε πολύ μακριά για να φάνε ψωμί. Στη Γερμανία, το οικονομικό θαύμα ήταν σε πλήρη ανάπτυξη και είχε ανάγκη από εργατικό δυναμικό, όπως και οι στοές του Σαρλ λε Ρουά, στο Βέλγιο· κάποιοι έφτασαν μέχρι τη Σουηδία. Αυτή τη φορά, η πλειονότητα των μεταναστών ήταν από τη βόρεια Ελλάδα, τη Μακεδονία, τη Θράκη, και ευτυχώς βοήθησε και ο Καζαντζίδης να πνίξουν τους καημούς τους.
Από την πρόχειρη λοιπόν αναδρομή γίνεται φανερό ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορούσε ποτέ να απορροφήσει την ανεργία. Με εξαίρεση μόνο τη ναυτιλία και τον εφοπλισμό, που σε ολόκληρο σχεδόν τον 20ό αιώνα πρόσφερε θέσεις εργασίας σε νησιώτες και άλλους Ελληνες από τη νότια Ελλάδα. Αλλά και αυτή ήταν μια μορφή ξενιτιάς. Και μόνο τα τελευταία 35-40 χρόνια, που το δανεικό χρήμα έρρεε άφθονο, που αναπτύχθηκε ο τουρισμός, παράλληλα με τον παρασιτισμό, και ο δημόσιος τομέας φρόντιζε να βολεύει στην αγκαλιά του άξιους και ανάξιους, κομματικούς και μη, πελάτες των πολιτικών και των συνδικαλιστών, κοντοχωριανούς, κοντινούς και μακρινούς συγγενείς, οι Ελληνες σταμάτησαν να μεταναστεύουν και να μπαρκάρουν μαζικά.
Με λίγα λόγια, ο δημόσιος τομέας, που οι πάντες καταριούνται σήμερα, απορροφούσε την ανεργία που δεν μπορούσε να απορροφήσει ο ιδιωτικός τομέας. Το κακό είναι ότι το έκανε δανειζόμενος, σπαταλώντας, αναξιοκρατικά, βουτηγμένος στη διαφθορά, χωρίς να δημιουργεί δομές, δίχως να προσφέρει κίνητρα για να αναπτυχθούν κάποιοι τομείς, με απουσία μελέτης, συντονισμού, συνέπειας και συνέχειας, αλλοτριώνοντας την παιδεία, εξυπηρετώντας μεγαλοσυμφέροντα, αλλά και απίστευτα πλέγματα συντεχνιακών μικροσυμφερόντων, επιτρέποντας στον κομματισμό να κυριαρχήσει, συμβάλλοντας στην αφυδάτωση της κοινωνίας και στην επιβολή του δημοσιοϋπαλληλικού πνεύματος. Το κυριότερο, βοήθησε όσο μπορούσε για να παγιωθεί από άκρου εις άκρον η στρεβλή νοοτροπία που χαρακτηρίζει τη χώρα.
Τώρα που ξεφούσκωσε και το Δημόσιο, αρχίζουν να φεύγουν τα παιδιά. Αυτή τη φορά βέβαια τις τάσεις φυγής τις έχουν τα παιδιά με τα πτυχία, με τα προσόντα, με τις δεξιότητες, όχι αναγκαστικά από φτωχές οικογένειες (αλλά και από αυτές), τα παιδιά των μικρομεσαίων, αρκετά αστόπαιδα, τα παιδιά που θεωρητικά θα αποτελούσαν τον κορμό της χώρας στο μέλλον. Γι’ αυτούς υπάρχει η διέξοδος, όχι για εκείνους που είναι ανειδίκευτοι και δεν έχουν δεξιότητες. Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον δεν έχει χώρο γι’ αυτούς τους τελευταίους…
Επικρατεί ανησυχία που φεύγουν τα παιδιά και σε λίγο ίσως αρχίσουν οι θρήνοι και οι υστερίες. Αλλά γιατί να μείνουν; Τι ευκαιρίες έχουν εδώ; Ποιο περιβάλλον δημιουργήσαμε γι’ αυτά; Ποια παιδεία, ποια αξιοκρατία, ποια οργάνωση, ποια συμπεριφορά, ποιον πολιτισμό, ποιους θεσμούς, ποια οικονομία, ποιες καινοτομίες, ποια έρευνα, ποια ανταγωνιστικότητα, ποια αγωγή, ποια σταθερότητα, ποιους μισθούς, ποιες θέσεις εργασίας, ποιες προοπτικές;
Ας φύγουν λοιπόν, να πάνε στο καλό, να ανοίξουν τα μάτια τους και τους ορίζοντές τους, να ξεφύγουν από τη μιζέρια της ελληνικής καθημερινότητας και από τον ασφυκτικό υπερπροστατευτισμό της μανούλας, να ανοίξουν περπατησιά μόνα τους, να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους, να πλασαριστούν, να αμειφθούν, να δουν πώς λειτουργούν οι χώρες όπου εφαρμόζονται οι νόμοι και επικρατεί κάποια πειθαρχία και λογική.
Το νέο κύμα μετανάστευσης φουσκώνει ακόμη, δεν έχει ξεσπάσει και δεν ξέρουμε ακόμα με ποια ένταση θα ξεσπάσει. Ούτε σημαίνει ότι τα Ελληνόπουλα με προσόντα φεύγουν από την κόλαση για να βρεθούν αυτόματα στον παράδεισο. Θα μεταβούν όμως από το ακατάληπτο «αλαλούμ» της ελληνικής πραγματικότητας σε στοιχειωδώς οργανωμένες κοινωνίες. Στο κάτω κάτω της γραφής, ο ευρωπαϊκός χώρος είναι και δικός μας χώρος, οι επικοινωνίες και οι συγκοινωνίες έχουν μικρύνει χρόνο και αποστάσεις. Μεσοπρόθεσμα, θα ωφεληθεί και η χώρα, αφού όσοι επιστρέψουν θα μεταφέρουν εδώ γνώσεις, εμπειρία και μια άλλη νοοτροπία, ενώ όσοι μείνουν έξω θα μπορούν να βοηθήσουν αγοράζοντας… τα «ομόλογα της διασποράς» που πρόκειται να λανσάρει η κυβέρνηση στον απόδημο ελληνισμό. Οπου γης και πατρίς λοιπόν, για το καλό τους και ενδεχομένως και για το καλό της χώρας.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΝΕΡΓΙΑ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ,
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ,
ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ,
ΣΤΑΓΚΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου