"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Μια ελληνική τραγωδία

Του Σταθη Ν. Καλυβα
(καθηγητή του πανεπιστημίου Yale)

«Σήμερα, μια σχεδόν ξεχασμένη αμερικανική αποστολή καλείται να επιτελέσει ένα θαύμα», έγραφε στις 20 Σεπτεμβρίου 1947 στο περιοδικό Collier’s, ο επικεφαλής της Πολ Πόρτερ, προσθέτοντας πως «το θαύμα είναι η σωτηρία της Ελλάδας από την οικονομική διάλυση και την κομμουνιστική επιβουλή».

Ο ίδιος κατέγραφε την τεράστια απαισιοδοξία που κάλυπτε ολόκληρη την κοινωνία, από την κορυφή ώς τη βάση: «Γιατί να ξαναχτίσω το σπίτι μου;», τον ρωτούσε ένας αγρότης, καθώς το είχε δει να καίγεται πρώτα από τους Τούρκους και μετά από τους Βούλγαρους, τους ναζί και τους αντάρτες. Με αρκετή δόση πικρής ειρωνείας, ο Πόρτερ τόνιζε πως το μόνο που είχε να πετύχει η αμερικανική αποστολή ήταν «να θέσει τέλος σ’ έναν εμφύλιο πόλεμο, να εξαλείψει τη διαφθορά της δημόσιας διοίκησης, να ξαναχτίσει την εθνική οικονομία και να ξαναζωντανέψει την ελπίδα ενός απελπισμένου λαού». Και όμως, κατέληγε, «υπάρχει μια πιθανότητα να τα καταφέρουμε». Κόντρα στις προβλέψεις, το θαύμα έγινε. Η Ιστορία δικαίωσε τον Πόρτερ.

Η έκβαση αυτή υπήρξε συνάρτηση τριών, κυρίως, παραγόντων: των προσαρμογών της πολιτικής τάξης, της αναδιοργάνωσης του κράτους και της οικονομίας μέσω του σχεδίου Μάρσαλ και της μνημειώδους ανεπάρκειας του ΚΚΕ.

Για την τελευταία έχουν γραφτεί πολλά, σχεδόν πάντοτε αποσπασματικά και με μπόλικη δόση συναισθηματισμού. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει ο Νίκος Μαραντζίδης με το νέο του βιβλίο, «Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας»: έτσι ονόμασε το ΚΚΕ την ένοπλη οργάνωση που δημιούργησε για να κατακτήσει την εξουσία που του διέφυγε τον Ιανουάριο του 1945. Είναι ένα βιβλίο που καταπιάνεται περιεκτικά, τεκμηριωμένα και εντελώς ψυχρά με μια ευρεία θεματολογία, από τις μεταμορφώσεις της εικόνας του ΔΣΕ στη συλλογική μνήμη της Αριστεράς ώς τη δημογραφική του σύνθεση, τα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά και το αξιόμαχο των μαχητών του, και από τη στρατιωτική βοήθεια που δέχτηκε από τις Λαϊκές Δημοκρατίες ώς τα θέματα ταμπού, όπως οι σχέσεις των δύο φύλων, ο ρόλος των παιδιών και η τύχη των αιχμαλώτων του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η διερεύνηση του κράτους που έστησε το ΚΚΕ, όταν αναδύθηκε σε περιοχές τη χώρας ένα θνησιγενές σοβιετικό καθεστώς.

Είναι περιττό να λεχθεί πως το βιβλίο αυτό διαλύει πολλά δημοφιλή μυθεύματα και γι’ αυτό θα ενοχλήσει. Πρόσφατες μελέτες παρουσίασαν μια εικόνα του ΔΣΕ ως ενός στρατού αποφασισμένων ιδεολόγων και ηρώων που πολέμησαν για έναν δίκαιο και ανώτερο σκοπό με ελάχιστα μέσα και ηττήθηκαν από έναν υπέρτερο, λόγω ξένης βοήθειας, αντίπαλο. Πρόκειται για μια εικόνα που αναπαρήγαγε εν μέρει και η πρόσφατη ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά». Τονίζω το εν μέρει, γιατί η ταινία δέχτηκε τα συγκροτημένα πυρά μιας αριστερής ορθοφροσύνης που δεν ανέχεται τίποτα εκτός από την πλήρη ταύτιση με τις θέσεις της.

Φέρνοντας για πρώτη φορά στο φως αρχειακά τεκμήρια από τις πρώην Λαϊκές Δημοκρατίες, ο Μαραντζίδης δείχνει πως ο ΔΣΕ δέχθηκε τεράστια στρατιωτική βοήθεια. Τα στοιχεία αυτά είναι τόσο λεπτομερή και συντριπτικά που δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης. Ο ΔΣΕ, όμως, απέτυχε να αξιοποιήσει σημαντικό μέρος της βοήθειας αυτής, όπως άλλωστε απέτυχε να εκπληρώσει όλους, σχεδόν, τους στόχους που έθεσε.

Η ανεπάρκεια αυτή, που καθόλου δεν αποκλείει τις ατομικές ηρωικές ενέργειες, ήταν συνάρτηση της οργάνωσής του ως αυστηρά κομματικού στρατού, της διοίκησής του από μια κομματική ιεραρχία με ελάχιστες στρατιωτικές γνώσεις και έντονες προσωπικές αντιπαλότητες και της στελέχωσής του λιγότερο από Αριστερούς (που οι περισσότεροι έμειναν άπρακτοι στις πόλεις, ενώ άλλοι στάλθηκαν στη Μακρόνησο και πολλοί πολέμησαν στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού) και περισσότερο από βίαια επιστρατευμένους αγρότες και αγρότισσες της Βόρειας Ελλάδας, καθώς και πολλούς ανηλίκους. Μάλιστα, ένα μεγάλο ποσοστό των μαχητών του, ίσως και το μεγαλύτερο προς το τέλος, ήταν σλαβόφωνοι χωρικοί με περιορισμένο ενδιαφέρον για τον κομμουνισμό. Τα στοιχεία αυτά σκιαγραφούν το δράμα χιλιάδων ανθρώπων «οι πιο πολλοί από τους οποίους στρατολογήθηκαν βίαια και υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν κάτω από μια ηγεσία που δεν εμπιστεύονταν, σ’ έναν πόλεμο που δεν πίστευαν και τον οποίο δεν μπορούσαν να κερδίσουν», γράφει ο Μαραντζίδης. Ηταν, λοιπόν, αναμενόμενες οι μαζικές λιποταξίες και η έντονη καχυποψία της ηγεσίας για το φρόνημα των μαχητών, που οδήγησαν σε βασανιστήρια και εκτελέσεις.

Οι τραγικές αποφάσεις του ΚΚΕ να μετακινήσει χιλιάδες παιδιά έξω από την Ελλάδα, πολλές φορές ενάντια στις επιθυμίες των οικογενειών τους και να υιοθετήσει το «δικαίωμα της εθνικής αποκατάστασης και αυτοδιάθεσης του μακεδονικού λαού», το απομόνωσαν εντελώς από τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού και σφράγισαν την ήττα του, η οποία σε καμία περίπτωση δεν ήταν αποτέλεσμα των ναπάλμ, όπως αφελώς αναφέρεται τελευταία. Δίχως, όμως, τη μαζική στρατιωτική βοήθεια των Λαϊκών Δημοκρατιών και τη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε μια τεράστια ενδοχώρα βόρεια των ελληνικών συνόρων, ο πόλεμος δεν θα είχε ούτε διάρκεια ούτε θα προξενούσε τις τεράστιες καταστροφές που προκάλεσε.

Διαβάζοντας το βιβλίο, συλλαμβάνει κανείς το μέγεθος της τραγωδίας. Οχι απλά γιατί ένας εμφύλιος πόλεμος είναι από μόνος του τραγικός, όσο γιατί ξεπροβάλλει ανάγλυφη η τεράστια ευθύνη μιας κομματικής ηγεσίας που πλειοδοτούσε ασύστολα, έχοντας τυφλωθεί από το όραμα της κατάκτησης της εξουσίας, όπως ένας χαρτοπαίκτης που πιστεύει ακράδαντα πως θα φύγει από το τραπέζι με όλα τα λεφτά. Ετσι κατέστρεψε χιλιάδες ζωές.

Μήπως, λοιπόν, αντί να ασχολούνται με ανόητα μνημεία και γιορτές, οι επίγονοι της ηγεσίας αυτής θα έπρεπε να απευθύνουν μια δημόσια συγγνώμη, όπως έμμεσα έπραξαν και οι αντίστοιχοι της άλλης όχθης για τις ευθύνες που της αναλογούσαν; Το ρητορικό του ερωτήματος αναδεικνύει και το μέτρο της πολιτικής ωριμότητας και ηθικής ευαισθησίας της συγκεκριμένης ηγεσίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: