"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Ο «βρώμικος πόλεμος» του FBI με στόχο τη ροκ μουσική

Tης Αγγελικης Στουπακη

Ξεκίνησε στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου και κορυφώθηκε στη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ. Ηταν κι αυτός ένας «βρώμικος πόλεμος», αλλά μυστικός, χωρίς στολές. Στόχος του, ένας εσωτερικός εχθρός: το ροκ, αυτή η ατίθαση, αυθάδης μουσική που μάγευε τη νεολαία και γινόταν όχημα επικίνδυνων πολιτικών τάσεων. Στη μάχη εναντίον της ανατρεπτικής μάστιγας, τα όπλα ήταν αντισυμβατικά: συκοφαντίες, λαθραίες παρακολουθήσεις, εκβιασμοί, ανώνυμες καταγγελίες, προβοκάτσιες.

Τον πόλεμο αυτό ιχνηλατεί τώρα ο Ιταλός ιστορικός Μίμο Φραντσιλέλι στο βιβλίο του «Ροκ και μυστικές υπηρεσίες» («Rock &servizi segreti»), που κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Ιταλία.

Τα χαρακώματα τα είχε σκάψει προσωπικά ο Εντγκαρ Χούβερ, ο ιδρυτής και αρχηγός επί 48 χρόνια του FBI. Οι πρόεδροι έρχονταν και παρέρχονταν –εννέα συνολικά στη διάρκεια της θητείας του– αλλά ο Χούβερ παρέμενε ακλόνητος, χάρη στο δυναμικό δημόσιο προφίλ που είχε κτίσει και, κυρίως, χάρη στους «φακέλους» του. Χρησιμοποιούσε τις πληροφορίες για να ασκεί πιέσεις (κατάφερε να μείνει στη θέση του παρά την αντίθεση του Τζον και του Ρόμπερτ Κένεντι, γιατί ήξερε πολλά για τις σεξουαλικές ατασθαλίες τους) και τις συγκάλυπτε όταν το απαιτούσε το δικό του συμφέρον: Φρόντισε, π. χ., να μείνει επτασφράγιστο μυστικό, ώς τον θάνατό του, η ομοφυλοφιλία του και τα «παράξενα» σεξουαλικά γούστα του.

Πριν ακόμα κοπάσει το κυνήγι μαγισσών της μακαρθικής περιόδου, που τόσα τραύματα άφησε στην πολιτιστική ζωή των ΗΠΑ, το ροκ εν’ ρολ ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 να αναστατώσει την αμερικανική νεολαία. Δεν είχε άμεσες πολιτικές αιχμές, θεωρήθηκε όμως ότι ωθούσε τους εφήβους σε σεξουαλική ελευθεριότητα και αυθάδικη συμπεριφορά. Οι αντιδράσεις ήταν ανάλογες. Λογοκρισία στους στίχους, απαγόρευση μετάδοσης των τραγουδιών από ραδιοφωνικούς σταθμούς, «στενό μαρκάρισμα» του μεγάλου πρωταγωνιστή, του Ελβις Πρίσλεϊ. Μετά τη στρατιωτική θητεία του, στη Δυτική Γερμανία, ο «βασιλιάς» ακολούθησε έναν πολύ πιο συμβατικό δρόμο πρωταγωνιστώντας σε ρομαντικές κομεντί και τραγουδώντας ανώδυνες αισθηματικές μπαλάντες.

Με την έκρηξη της «αντικουλτούρας» στα μέσα της δεκαετίας του ’60, η ανατρεπτική δύναμη της ροκ μουσικής άρχισε να παίρνει πολύ πιο ανησυχητικές διαστάσεις. Μπολιασμένη με την αγωνιστική παράδοση των φολκ τροβαδούρων, δεμένη με την ποίηση και την πεζογραφία, ονειρεύεται έναν κόσμο ανθρωπιάς και ειρήνης, εξεγείρεται εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, κάνει έμβλημά της την ελευθερία. Συνοδεύει διαδηλώσεις και καθιστικές διαμαρτυρίες, αντηχεί σε πανεπιστημιακά κάμπους και θριαμβεύει σε φεστιβάλ όπου συρρέουν δεκάδες χιλιάδες νέοι. Μαζί με τους ηγέτες του φοιτητικού κινήματος και τους «υποκινητές» των αντιπολεμικών διαδηλώσεων, οι αστέρες της ροκ μπαίνουν στο στόχαστρο των μυστικών υπηρεσιών.

Επρεπε να ανιχνευθεί η κομμουνιστική διείσδυση στο ροκ παλκοσένικο. Να αφοπλιστεί η διαμαρτυρία, να αποστειρωθεί το κίνημα. Και για να το πετύχουν αυτό χρειάζονταν φακέλους με κάθε λογής δυσφημιστικά στοιχεία για τους ανατρεπτικούς. Η ελευθεριότητα που επικρατούσε στον χώρο της ροκ όσον αφορά τη σεξουαλική συμπεριφορά και τους πειραματισμούς με τα ναρκωτικά, βοήθησε στην εκστρατεία συκοφαντίας.

«Φακελώνουν» λοιπόν τον Τζον Λένον, τον ειρηνιστή που φωνάζει «Give Peace a Chance» και αποκαλεί τον Νίξον «Tricky Dicky». Τον Φιλ Οκς, που τραγουδάει «I Ain’t Marchin’ Anymore», τον ύμνο των αντιρρησιών συνείδησης που αρνούνται να στρατευθούν και δραπετεύουν στον Καναδά. Τον Τζιμ Μόρισον, τον αρχηγό των Doors, που ξεσηκώνει τον κόσμο στις συναυλίες τραγουδώντας «Θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα!», και τον Τζίμι Χέντριξ, που εξευτελίζει τον αμερικανικό εθνικό ύμνο με την τρελή κιθάρα του – θύματα και οι δύο τελικά της απερισκεψίας τους με τις ψυχοτρόπους ουσίες. Τους Jefferson Airplane, τους Grateful Dead, τους Byrds. Τα δύο μεγάλα είδωλα της αμφισβήτησης, την Τζόαν Μπαέζ και τον Μπομπ Ντίλαν. Και τον δάσκαλό τους, τον Πιτ Σίγκερ, την «πέμπτη φάλαγγα των Βιετκόνγκ στις ΗΠΑ» όπως τον αποκάλεσαν.

Ο βετεράνος της φολκ είχε ήδη έρθει αντιμέτωπος με τους κομμουνιστοφάγους του μακαρθισμού. Οταν ερωτήθηκε από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών αν έχει ποτέ πάρει μέρος «σε δραστηριότητες που οργανώθηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα», απάντησε: «Τραγουδώ για όποιον μου το ζητάει, ανεξάρτητα από τη θρησκεία, την ιδεολογία ή το χρώμα του δέρματός του». Εξαιτίας της άρνησής του να «συνεργαστεί» αντιμετώπισε καταδίκη σε φυλάκιση 10 χρόνων, για να απαλλαγεί τελικά, σε δεύτερο βαθμό.

Η αναζωπύρωση των μακαρθικών μεθόδων εις βάρος των «επικίνδυνων ανατρεπτικών» άρχισε να ξεφτίζει μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ. Ακόμα και οι συντηρητικοί Αμερικανοί αγανάκτησαν όταν «οι άνθρωποι του προέδρου» πιάστηκαν να παρακολουθούν με «κοριούς» τα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος. Η επιτροπή Τσερτς αποκάλυψε τις αθλιότητες του Counter Intelligence Program, που εφάρμοζε το FBI από το 1956 έως το 1971.

Νίξον εναντίον Λένον
Το πλήγμα που υπέστη η αυτοεκτίμηση της αμερικανικής δημοκρατίας οδήγησε στην ενίσχυση του νόμου για την ελευθερία της πληροφόρησης, που επιτρέπει την πρόσβαση, μετά από τριάντα χρόνια, σε εμπιστευτικούς φακέλους. Εγινε γνωστή έτσι η εχθρότητα της κυβέρνησης Νίξον για τον Τζον Λένον: το FBI εξαπέλυσε μια εκστρατεία παρακολούθησης, με την πεποίθηση πως ο Λένον επιδιδόταν σε ανατρεπτικές ενέργειες και έπρεπε να απελαθεί από τις ΗΠΑ. Αποκαλύφθηκε και ο Security Index, κατάλογος ατόμων που σε περίπτωση κινδύνου για την εθνική ασφάλεια έπρεπε να συλληφθούν και να κλειστούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Οι τακτικές αυτές, βέβαια, δεν ήταν αποκλειστικότητα της Ουάσιγκτον. Στην Ελλάδα έχουμε μεγάλη εμπειρία από «φακελώματα», παρακολουθήσεις και διώξεις «ανατρεπτικών στοιχείων», ανάμεσά τους και πολλοί καλλιτέχνες, τα μεταπολεμικά χρόνια και στη διάρκεια της χουντικής επταετίας. Το περιεχόμενο των φακέλων αυτών δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, αφού μετά την επίσημη «κατάργησή» τους κάηκαν στις υψικαμίνους της Χαλυβουργικής. Χάθηκε έτσι ένα τεράστιο και, από ιστορική σκοπιά τουλάχιστον, πολύ ενδιαφέρον υλικό. Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης έπρεπε να κλείσει όπως όπως τις πληγές του παρελθόντος.

πηγη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: