«Τα φιλιά είναι η καλύτερη δουλειά!» τραγουδούσε παλιά ο Τζίμης Μακούλης, έπειτα ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Από τις λίγες, πράγματι, δουλειές στις οποίες ανέκαθεν επιδιδόμασταν με πάθος. «Εμείς δεν είμαστε ξυλάγγουρα σαν κάτι άλλους λαούς να αποφεύγουμε από αμηχανία τις διαχύσεις, να χρειαζόμαστε αλκοόλ για να ζεσταθεί το αίμα μας! Ούτε εξωφρενικά συνεσταλμένοι όπως οι Ιάπωνες – θυμάσαι τη φοιτήτρια από το Κιότο που μας έλεγε με παράπονο ότι ο πατέρας της δεν την είχε φιλήσει ποτέ; Εμείς εκ γενετής ζούμε στην αγκαλιά ο ένας του άλλου!».
Το επιβραβεύουν άλλωστε και οι ψυχολόγοι. Χαϊδεύοντας το βρέφος τού περιγράφουμε με τα χέρια μας το σώμα του και το διαβεβαιώνουμε ότι ο έξω κόσμος, οι άλλοι, δεν είναι εχθρικός ή αδιάφορος απέναντί του. Αλλάζοντάς του πάνες, αναπληρώνουμε κάπως ως μπαμπάδες την αδυναμία μας να το θηλάσουμε. Αν και ο μακαρίτης πρόεδρος Γέλτσιν το είχε κάνει – λένε – και αυτό. Ταξίδευε σιδηροδρομικά με την κόρη του στις φασκιές, χωρίς τη γυναίκα του. Σε κάποια φάση το μωρό πλάνταξε στο κλάμα. Αφού απέτυχε να την ηρεμήσει με μπιμπερό και κουδουνίστρες, ο τρομερός Μπόρις ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και την ακούμπησε πάνω στο στέρνο του. Το θυγατράκι πιπίλησε την αντρική ρώγα, τι κι αν δεν βρήκε γάλα; Ηρέμησε κι αποκοιμήθηκε…
Φιλιά τρυφερά, φιλιά συντροφικά, φιλιά ερωτικά. Αγγίγματα διστακτικά, τυχαία δήθεν.
Κάναμε βόλτα τις προάλλες με έναν φίλο, διασταυρωθήκαμε με μια σγουρομάλλα δικηγόρο, αρκετά μικρότερή μας.
Οντως. Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγκώνες. Ωσπου να απαγορευτεί κι αυτή ακόμα η υπόνοια σωματικής επαφής, να επιβληθεί απόσταση ενός μέτρου μεταξύ των ανθρώπων εάν δεν είναι πρώτου, άντε δεύτερου, βαθμού συγγενείς.
Εχει και τα θετικά της η πρωτόγνωρη καραντίνα μας.
Παρουσιάστηκε κυρίως μια λησμονημένη πρόκληση. Να εκφράζεις συναισθήματα και πόθους αποφεύγοντας τον εύκολο δρόμο, υπερβαίνοντας τα δεσμά και τις παγίδες της σάρκας. Να γοητεύεσαι και να γοητεύεις με το βλέμμα. Να γράφεις ερωτικές επιστολές. Το χάδι σου να είναι η φωνή σου όταν διαβάζεις ή διηγείσαι ιστορίες – αν ζούσε η μάνα μου, θα τη διαδικτύωνα με την κόρη μου, και τι δεν θα της έλεγε απ’ τον καιρό του δικού της αναγκαστικού εγκλεισμού, της βαθιάς μετεμφυλιακής παρανομίας…
Κανείς δεν ξέρει πόσο θα διαρκέσει ο εφιάλτης ο οποίος μοιάζει με κατάρα ανέραστης μάγισσας. Το βέβαιο είναι ότι μόλις παρέλθει, μόλις βγάλει νοκάουτ η επιστήμη τον μουλωχτό αόρατο εχθρό μας, μόλις κλωτσήσει την κορώνα απ’ το κεφάλι του κι απενεργοποιήσει τις ύπουλες μεταλλάξεις του...
Οι άνθρωποι θα χορεύουν αγκαλιά στις πλατείες, θα πίνουν απ’ το ίδιο ποτήρι, θα βγει καινούργια μόδα, να γεμίζεις το στόμα σου με όσο περισσότερο αλκοόλ μπορείς και να το φτύνεις ξεκαρδισμένος στο πρόσωπό του διπλανού σου.
Ας πάρουμε κουράγιο ονειρευόμενοι την ημέρα της Απελευθέρωσης. Προσδοκώντας τη μεγάλη γιορτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου