ΓΛΩΣΣΑ - ΠΑΙΔΕΙΑ - ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Αγώνες για την Παιδεία και την εθνική αφύπνιση
Οταν ο «σοφότερος των Ελλήνων κατά τους μετά την Αλωσιν
αιώνας ιεροδιάκονος Ευγένιος Βούλγαρις» ανέλαβε τη διεύθυνση της
Πατριαρχικής Σχολής, στα 1759, εγκαινίασε νέα εποχή στην ιστορία της
Παιδείας
Aπό τον Νίκο Παπουτσόπουλο
Ο Νικόλαος Γύζης (1842-1901) αποτύπωσε τα οράματά του σε αλληγορικές
σκηνές, που προσκαλούν σε μια συναισθηματική προσέγγιση στον χρόνο και
στην Ιστορία. Οι επιρροές του από την αρχαιότητα θεμελιώνουν γέφυρες
ανάμεσα στο απώτερο παρελθόν και στα πρόσφατα ιστορικά γεγονότα, τα
οποία προκαλούν συγκίνηση καθώς συνδέονται με μύθους και παραδόσεις, και
διατηρούν τις μνήμες ζωντανές. Από τα πολύ γνωστά έργα του, το «Κρυφό
Σχολειό» συμβολίζει τη δυσχερή κατάσταση της εκπαίδευσης των Ελλήνων
στην περίοδο της δουλείας και ταυτόχρονα το πάθος για την ελευθερία με
οδηγό τη γνώση.
Νεωτεριστικές αντιλήψεις και ερμηνείες χλεύασαν την
παραβολική εικαστική διήγηση του «Σχολείου» στους σκοτεινούς αιώνες της
Τουρκοκρατίας και λοιδόρησαν έντεχνα τη συμβολή της «εθναρχούσης»
Εκκλησίας στην Παιδεία και στον διαφωτισμό του Γένους, ιδιαίτερα κατά
την πρώτη μετά την Αλωση περίοδο.
Ηγετικές φυσιογνωμίες, εκπρόσωποι των γραμμάτων είχαν ήδη, προ της
Αλώσεως, μετοικήσει στη Δύση και ήταν εμφανής η ένδεια στελεχών για να
καλύψουν επαρκώς τις άμεσες ανάγκες του οικουμενικού θρόνου και να
προασπίσουν τα στοιχειώδη δικαιώματα του Γένους. Την Αλωση και την
καταστροφή της Βασιλεύουσας ακολούθησε περίοδος ερημίας, εγκατάλειψης
και παρακμής. Η αποσάθρωση των θεμελίων των κοινωνικών και πολιτικών
θεσμών και η κάθετη πτώση του πνευματικού επιπέδου είχαν επιφέρει
διάρρηξη των συνεκτικών κρίκων με το ιστορικό παρελθόν και τη μακραίωνη
παράδοση. Το Γένος, στα όρια της αλλοφροσύνης, προσπαθούσε να επιβιώσει
κάτω από ζυγό σκληρής δουλείας.
Ο κατακτητής είχε περιορίσει τη
διδασκαλία στα «αναγκαία και απαραίτητα» για την εκκλησιαστική
επιμόρφωση των κληρικών, ενώ όποια θεσμική υπόσταση στα «κοινά» ή στα
«ανώτερα» σχολεία ήταν ανύπαρκτη.
Πρόδρομοι της εθνικής αφύπνισης,
λόγιοι που είχαν παραμείνει στις περιοχές του υπόδουλου Γένους συνέχισαν
να διδάσκουν, παρά τις κατά τόπους και περιόδους απαγορεύσεις και τους
διωγμούς, μεταφέροντας το φιλελεύθερο πνεύμα.
«Η διδασκαλία
εγένετο επί ψάθης, προβεάς ή τάπητος των μαθητών καθημένων μετά
μαθητριών, πρώτος δ' εισήγαγεν εν Βλαχία θρανία ο διδάσκαλος του Γένους
Γ. Γεννάδιος» αναφέρει ο Τρύφων Ευαγγελίδης («Η Παιδεία επί
Τουρκοκρατίας»). Τα «κοινά» σχολεία «ήσαν μικρά και ταπεινά. Εν μεν ταις
μεγαλουπόλεσι παρά τοις μητροπολιτικοίς μεγάροις, εν δε ταις κωμοπόλεσι
και τοις χωρίοις παρά τοις ιεροίς ναοίς και ταις παρακειμέναις μοναίς.
Τα σχολεία ταύτα διευθύνοντο υπό ιερέων ή μοναχών» (St. Gerlach και M.
Crusius).
Ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄, η μορφή του οποίου δεσπόζει
στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα, είχε...
προσκαλέσει όλους τους
λογίους της εποχής με σκοπό την έξοδο του λαού από το σκότος της
άγνοιας. Ανταποκρίθηκαν άμεσα ο Μάξιμος Μαργούνιος και ο Γαβριήλ
Σεβήρος. Ο Ιερεμίας, με επιρροές από τον δάσκαλό του Θεοφάνη Ελεβούλκο,
κηρύττει και διδάσκει σε γλώσσα απλή, ώστε τα μηνύματά του να γίνονται
αντιληπτά από τον λαό. Τη δημοτική χρησιμοποιεί και ο Μελέτιος Πηγάς,
Πατριάρχης Αλεξανδρείας, διδάσκαλος του Κυρίλλου Λουκάρεως. Ο Λούκαρις
αναδιοργάνωσε την Πατριαρχική Σχολή και ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη το
τυπογραφείο που διηύθυνε ο μοναχός Νικόδημος Μεταξάς, προκειμένου να
πραγματοποιηθεί η έκδοση της πρώτης μετάφρασης της Καινής Διαθήκης,
καθώς και άλλων εντύπων, στη νεοελληνική. Στη διάρκεια θρησκευτικών
διαμαχών, οι παπικοί κατηγόρησαν τον Λούκαρι για επαναστατικές ενέργειες
και οι Τούρκοι τον στραγγάλισαν και έριξαν το σώμα του στον Βόσπορο.
«Το αξίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη ουδέποτε ίσως ανεδείχθη λαμπρότερο
ή επί Κυρίλλου Α΄ του Λουκάρεως επί δώδεκα περίπου έτη εκ διαλειμμάτων
πατριαρχήσαντος» γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος.
Πνευματικό
τέκνο του Λουκάρεως, ο Μητροφάνης Κριτόπουλος (1589-1639), με πλούσιο
συγγραφικό έργο, σπούδασε στην Αγγλία, στη Γερμανία και, με υποτροφία
του βασιλέως Ιακώβου Α΄ της Αγγλίας, στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ο
Κριτόπουλος, όπως και ο λόγιος Θεοδόσιος Ζυγομαλάς (1544-1607), είχε
εκφράσει τον θαυμασμό του για την ακμή των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων
στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στη Γερμανία - ο Martin Crusius (καθηγητής
της Αρχαίας Ελληνικής και Λατινικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του
Tubingen) δημοσίευε πληροφορίες και κείμενα που έστελνε ο Ζυγομαλάς.
Από
αυτήν ακριβώς την εποχή το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων επικεντρώνεται
στους Ελληνες και είναι η απαρχή του φιλελληνικού ρεύματος, που αργότερα
θα συντελέσει ουσιαστικά στη διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών για την
απελευθέρωση των Ελλήνων.
Οταν ο «σοφότερος των Ελλήνων κατά τους
μετά την Αλωσιν αιώνας ιεροδιάκονος Ευγένιος Βούλγαρις» (1716-1806)
ανέλαβε τη διεύθυνση της Πατριαρχικής Σχολής, στα 1759, εγκαινίασε νέα
εποχή στην ιστορία της Παιδείας. Το σύστημα διδασκαλίας συνδύασε την
ελληνική πνευματική παράδοση με τα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής διανόησης,
ενώ οι πρωτοπόρες ιδέες του προετοίμασαν το κατάλληλο κλίμα για να
καρποφορήσει ο Ελληνικός Διαφωτισμός. Ενθερμος υποστηρικτής της
ιδεολογίας του, ο μαθητής του Ιώσηπος Μοισιόδαξ, επιφανής λόγιος και
καινοτόμος εκπαιδευτικός, εφάρμοσε με επιτυχία νέα εκπαιδευτικά πρότυπα
στην Ηγεμονική Ακαδημία του Ιασίου. Συμμαθητής του στην Αθωνιάδα
Ακαδημία, ο Αιτωλός Κοσμάς, ο οποίος κατά τη διάρκεια των περιοδειών του
σε πολλές περιοχές της Ελλάδας ίδρυσε σχολεία και υποστήριξε ότι η
Παιδεία είναι η πιο αποτελεσματική άμυνα στον κίνδυνο εξισλαμισμού του
Γένους.
«Πόση διαφορά ευρίσκεται εις την Ελλάδα από δέκα χρόνους
έως την σήμερον!» (Ανωνύμου του Ελληνος, Ελληνική Νομαρχία».) «Τώρα
άρχισαν αι Μούσαι να αναλάβουν και πάλιν να επανορθωθώσιν εις τα
χρυσόχροα όρη της Ελλάδος. Ο Απόλλων πάλιν ενεφανίσθη εις το αρχαίον του
παλάτιον. Δεν ευρίσκεται πόλις σήμερον, οπού να μην έχη δύο και τρία
σχολεία».
Ο Απόλλων αντιμετωπίζει, πιθανώς, νέες δυσκολίες
προκειμένου να επιστρέψει ξανά στο αρχαίο ανάκτορό του, στην Ελλάδα,
επειδή οι Μούσες έχουν ήδη ανακαλύψει στη Δύση νέους Κιθαιρώνες.
Στο
μεταίχμιο Ανατολής και Εσπερίας, οι σύγχρονοι Ελληνες προσπαθούν να
επανασυνδέσουν τη μοίρα τους με τα προγονικά ίχνη μέσα από τα μνημεία
πολιτισμού που κατέστρεψαν η αμάθεια και η αδιαφορία, και τα οποία
λεηλάτησαν φιλομαθείς ή βάρβαροι κατακτητές.
Ανάμεσα στις προκλήσεις
και στα θαυμαστά τεχνολογικά επιτεύγματα ενός νέου κόσμου, ένας λαός θα
εξακολουθεί να υπερασπίζεται, αλλά και να αμφισβητεί ταυτόχρονα το
παρελθόν και την Ιστορία του.
«Η φύση, όμως, πάντοτε ζωντανή και
γόνιμη, έχει σκεπάσει τα χαλάσματα με βλαστούς και λουλούδια» σημείωνε
στα 1819 ο Γάλλος ζωγράφος Louis Dupre (1789-1837), κατά την παραμονή
του στην Αθήνα, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. «Εδώ αντίκρισα την
υπέροχη σκηνή του γιδοβοσκού με το κοπάδι του και τολμώ να πω ότι
πουθενά αλλού δεν προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση και μελαγχολία. Θλίψη και
αγανάκτηση με κατέλαβε, όταν αντιλήφθηκα ότι μια προσεχής καταστροφή
απειλούσε το περίφημο αυτό μνημείο, αφού βέβηλα χέρια έχουν αφαιρέσει
μέρος από τα γλυπτά που το υποβάσταζαν. Δεν σώθηκε ούτε το Πανδρόσειο:
μία από τις θαυμαστές Καρυάτιδες, που χρησιμεύουν ως στήριγμα της στοάς,
αρπάχτηκε από τον λόρδο Ελγιν. Οι Ελληνες, με τη ζωηρή φαντασία τους,
λένε ότι τη νύχτα ακούγονται βόγκοι και ότι οι αδελφές της, που μαζί
τους έμεινε επί αιώνες, θρηνούν τον χωρισμό τους. Στην Ακρόπολη
κατοικούν μόνο Τούρκοι».
Ετικέτες
ΙΣΤΟΡΙΚΑ,
ΠΑΙΔΕΙΑ,
ΠΑΠΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ,
ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου