Ο ηλικιωμένος κύριος με την περίεργη φωνή έβριζε, όταν του δινόταν η ευκαιρία, την Αθήνα.
Ο ίδιος βέβαια προσπάθησε να μεταφέρει τις δραστηριότητές του στην Αθήνα, όπου ονειρευόταν να κυριαρχήσει, το ίδιο εύκολα όπως συνέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου έπαιζε χωρίς αντίπαλο, χωρίς κριτική και όπου η υπολογισμένη προκλητικότητά του έκανε εντύπωση.
Για κακή του τύχη, λίγο μετά τη μετακίνηση συνέβη ο σεισμός, πάγωσαν όλα κι αναγκάστηκε με την ουρά στα σκέλια να γυρίσει. Κανείς δεν πήρε χαμπάρι καν ότι επεχείρησε τη μεγάλη κάθοδο.
Τότε άρχισαν οι χλευασμοί και οι ύβρεις προς την πρωτεύουσα.
Αλέθει ανθρώπους η Αθήνα. Μα εκείνοι που τη βρίζουν όντας εκεί, μένουν στην Κηφισιά και στο κέντρο μαζεύουν τις δουλειές και κατεβαίνουν μια μέρα τη βδομάδα, κατά προτίμηση Σάββατο πρωί για να το συνδυάσουν με καφέδες με διάφορους και γεύμα. Οι άλλοι, που δεν επεχείρησαν να πάνε ή απέτυχαν να στεριώσουν, τη βρίζουν γιατί δεν μπόρεσαν να γίνουν ακριβώς έτσι.
Με χαρακτηριστική αθηναϊκή άνεση και μαγκιά, μέσα στα πράγματα, μέσα στa κόλπα, από τη μίζερη χώρα μας η λεπτή κρούστα των ξύπνιων που δεν παθαίνουν ποτέ τίποτα. Και λένε στο τέλος, τέλος, «άλλος μπορεί να ζήσει με χίλια ευρώ κι ένα δυάρι. Άμα του αρέσει νά’ ναι κακομοίρης, με γειά του με χαρά του. Εγώ για να ζήσω θέλω τόσα.»
Τα τόσα πρέπει να του τα εξασφαλίσουν οι πολιτικοί του φίλοι, οι δικηγόροι του, οι άλλοι ξύπνιοι με τους οποίους αποκλειστικά κάνει παρέα, κι όταν οι ξύπνιοι δυσκολεύονται να βγάλουν πακτωλούς από το Άστυ, η Ελλάδα ολόκληρη, που κατοικείται φυσικά, από βλάχους, χωριάτες, υποανάπτυκτους, αγράμματους, που έχουν μοναδική χρησιμότητα να τροφοδοτούν το κράτος της Αθήνας, να προσπορίζουν τα ποσά που χρειάζονται τα καλόπαιδα «για να ζήσουν», να τους υπηρετούν και να τους κολακεύουν, ώστε να αισθάνονται εκείνοι σπουδαίοι, άνετοι, μάγκες και, κυρίως, «ότι ζουν». Γιατί, χωρίς να «ζουν», δεν μπορούν να ζήσουν.
Η αλητεία της Αθήνας είναι γνωστή, εκτεταμένη σαν ασθένεια που μεταδίδεται με τον αέρα και ανίκητη. Κι επειδή η ντόπια παραγωγή αλητείας δεν επαρκεί, νέο αίμα ενισχύει κάθε τόσο τις τάξεις της, ανθός απ’ όλη την Ελλάδα που ορμάει να ενσωματωθεί στο παλιό, κατεστημένο know how και να λάμψει. Ξεχνάνε σε μια νύχτα τη Βέροια, φερ’ ειπείν, τα Γιάννενα και τη Δόξα Δράμας και γίνονται πρωτοπαλlήκαρα. Μόνο, μυστηριωδώς, είναι οι πρώτοι που θ’ ακουστεί το όνομά τους. Με του που γίνει η στραβή, η Δόξα Δράμας θα βρεθεί πίσω απ’ τα σίδερα, και το παλιό, κατεστημένο αίμα θα συνεχίσει αδιάφορο αντικαθιστώντας τους παλιούς υπηρέτες με καινούριους.
Το να ζητά κανείς μεταστροφή από το τέρας, είναι άδικος κόπος. Τόσοι και τόσοι κατεβαίνουν στας Αθήνας ή ανεβαίνουν από τα νησιά, δεν βρέθηκαν πεντέξι παιδιά μπεσαλήδικα να θυμηθούν αυτά που λέγαν στα χωριά τους;
Οργισμένη Αθηνά ετοιμάζεται να καταφέρει χτύπημα στο αθηναϊκό κράτος, που καταπίνει αδιάφορο την ελληνική αρετή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου