"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΚΑΤΣΑΠΛΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Μες' την κακούργα την Αθήνα

Της ΑΡΙΑΔΝΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΩΡΓΗ

Ο ηλικιωμένος κύριος με την περίεργη φωνή έβριζε, όταν του δινόταν η ευκαιρία, την Αθήνα. 

Είχε εφεύρει μια ποικιλία από βρισιές ειδικά για τους Αθηναίους και τις χρησιμποιούσε αποκλειστικά όταν βρίκονταν Θεσσαλονικείς στην ομήγυρη. Υπήρχαν και Θρακιώτες και Λαρισαίοι, και δυτικομακεδόνες, αλλά τους έβαζε όλους στο ίδιο σακί και προϋπέθετε ότι όλοι αντιπαθούσαν την Αθήνα το ίδιο.

Ο ίδιος βέβαια προσπάθησε να μεταφέρει τις δραστηριότητές του στην Αθήνα, όπου ονειρευόταν να κυριαρχήσει, το ίδιο εύκολα όπως συνέβη στη Θεσσαλονίκη, όπου έπαιζε χωρίς αντίπαλο, χωρίς κριτική και όπου η υπολογισμένη προκλητικότητά του έκανε εντύπωση.

Για κακή του τύχη, λίγο μετά τη μετακίνηση συνέβη ο σεισμός, πάγωσαν όλα κι αναγκάστηκε με την ουρά στα σκέλια να γυρίσει. Κανείς δεν πήρε χαμπάρι καν ότι επεχείρησε τη μεγάλη κάθοδο.

Τότε άρχισαν οι χλευασμοί και οι ύβρεις προς την πρωτεύουσα.  

Τί έφταιγε εκείνη που ο μεγαλέξαντρος της τέχνης υπερτίμησε τις δυνάμεις του και δεν είχε μία για καβάντζα;  

Έφταιγε, η κακούργα, όμοια στη φαντασία των αιωνίως δεύτερων με τη λάμια του παραμυθιού, με το τεράστιο στόμα της που καταπίνει και το στομάχι της που αλέθει σαν έλικα απορριματοφόρου.

Αλέθει ανθρώπους η Αθήνα. Μα εκείνοι που τη βρίζουν όντας εκεί, μένουν στην Κηφισιά και στο κέντρο μαζεύουν τις δουλειές και κατεβαίνουν μια μέρα τη βδομάδα, κατά προτίμηση Σάββατο πρωί για να το συνδυάσουν με καφέδες με διάφορους και γεύμα. Οι άλλοι, που δεν επεχείρησαν να πάνε ή απέτυχαν να στεριώσουν, τη βρίζουν γιατί δεν μπόρεσαν να γίνουν ακριβώς έτσι.

Με χαρακτηριστική αθηναϊκή άνεση και μαγκιά, μέσα στα πράγματα, μέσα στa κόλπα, από τη μίζερη χώρα μας η λεπτή κρούστα των ξύπνιων που δεν παθαίνουν ποτέ τίποτα. Και λένε στο τέλος, τέλος, «άλλος μπορεί να ζήσει με χίλια ευρώ κι ένα δυάρι. Άμα του αρέσει νά’ ναι κακομοίρης, με γειά του με χαρά του. Εγώ για να ζήσω θέλω τόσα.»

Τα τόσα πρέπει να του τα εξασφαλίσουν οι πολιτικοί του φίλοι, οι δικηγόροι του, οι άλλοι ξύπνιοι με τους οποίους αποκλειστικά κάνει παρέα, κι όταν οι ξύπνιοι δυσκολεύονται να βγάλουν πακτωλούς από το Άστυ, η Ελλάδα ολόκληρη, που κατοικείται φυσικά, από βλάχους, χωριάτες, υποανάπτυκτους, αγράμματους, που έχουν μοναδική χρησιμότητα να τροφοδοτούν το κράτος της Αθήνας, να προσπορίζουν τα ποσά που χρειάζονται τα καλόπαιδα «για να ζήσουν», να τους υπηρετούν και να τους κολακεύουν, ώστε να αισθάνονται εκείνοι σπουδαίοι, άνετοι, μάγκες και, κυρίως, «ότι ζουν». Γιατί, χωρίς να «ζουν», δεν μπορούν να ζήσουν.

Η αλητεία της Αθήνας είναι γνωστή, εκτεταμένη σαν ασθένεια που μεταδίδεται με τον αέρα και ανίκητη. Κι επειδή η ντόπια παραγωγή αλητείας δεν επαρκεί, νέο αίμα ενισχύει κάθε τόσο τις τάξεις της, ανθός απ’ όλη την Ελλάδα που ορμάει να ενσωματωθεί στο παλιό, κατεστημένο know how και να λάμψει. Ξεχνάνε σε μια νύχτα τη Βέροια, φερ’ ειπείν, τα Γιάννενα και τη Δόξα Δράμας και γίνονται πρωτοπαλlήκαρα. Μόνο, μυστηριωδώς, είναι οι πρώτοι που θ’ ακουστεί το όνομά τους. Με του που γίνει η στραβή, η Δόξα Δράμας θα βρεθεί πίσω απ’ τα σίδερα, και το παλιό, κατεστημένο αίμα θα συνεχίσει αδιάφορο αντικαθιστώντας τους παλιούς υπηρέτες με καινούριους.

Το να ζητά κανείς μεταστροφή από το τέρας, είναι άδικος κόπος. Τόσοι και τόσοι κατεβαίνουν στας Αθήνας ή ανεβαίνουν από τα νησιά, δεν βρέθηκαν πεντέξι παιδιά μπεσαλήδικα να θυμηθούν αυτά που λέγαν στα χωριά τους;  

Δεν θα βρεθούν, όσο το τέρας τους ταΐζει. Ας καθαρίσουν το σπίτι τους πρώτα οι υποκριτικές μας τοπικές κοινωνίες, ας ξεπαστρέψουν τα δικά τους μικρά τέρατα. 

Γιατί στην κακούργα Αθήνα, θα συνεχίζουν να βρίσκουν καταφύγιο και όσοι κυνηγημένοι άξιζαν κάτι και δεν τους άφηναν να δούνε άσπρη μέρα στις όμορφες επαρχιακές τους πόλεις, στα όμορφα, ανελέητα χωριά τους.  

Ας κάνει δικαιοσύνη η Θεσσαλονίκη στην αυλή της, που θέλει και σύνορα να υπερασπιστεί και ρόλο να παίξει παραπέρα. 

Αλλιώς...



 θα είναι σαν τη μια νοικοκυρά που λυσσομανά για την απέναντι, την πιο καπάτσα άλλη.

Οργισμένη Αθηνά ετοιμάζεται να καταφέρει χτύπημα στο αθηναϊκό κράτος, που καταπίνει αδιάφορο την ελληνική αρετή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: