"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΑΝΑΣΤΑΣΗ: Μια παραγωγική μεταφορά

Ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.


Μέρες που είναι, δεν αποκλείεται η επωδός περί «επανεκκίνησης» της οικονομίας  να επικαιροποιηθεί ως «ανάσταση». Και το μόνο ενδιαφέρον, αν τελικά προκύψει αυτή η προβλεπτή μεταφορά, είναι ότι, όπως και στην περίπτωση του κεντρικού χριστιανικού δόγματoς, ο κοσμάκης θα χρειαστεί κάτι σαν μεταφυσική πεποίθηση για να υποδεχθεί αισιόδοξα το αναστάσιμο οικονομικό μήνυμα - και πάντως όχι χωρίς να θέσει τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων.

 
Ωστόσο, η «ανάσταση», έξω από τα συμφραζόμενα της δογματικής της κυριολεξίας, και παρ' όλο που ηχεί τετριμμένη και κοινόχρηστη, ήταν ανέκαθεν μία από τις πιο ανθεκτικές, δυναμικές και παραγωγικές μεταφορές «εν λόγω και διανοία». Είναι  ταυτόχρονα μια μεταφορά που εκκρεμεί ανάμεσα στη μελαγχολική ύφεση και στην ευφορική έξαρση. 


Η ποίηση της κλασικής αρχαιότητας δρομολόγησε τη σκυθρωπή και άνιση σύγκριση ανάμεσα στο αμετάκλητο «άπαξ» του ανθρώπινου κύκλου και στην αέναη προοπτική του επαναλαμβανόμενου κύκλου των εποχών: για μας μια άνοιξη κι ένα καλοκαίρι που γέρνει προς το φθινόπωρο πριν από την τελική στίξη του χειμώνα· έξω και ολόγυρά  μας, το νομοτελειακό αναστάσιμο της Φύσης. Η ομηρική ποίηση εγκαινιάζει την επώδυνη υπόμνηση: όπως η γενιά των φύλλων έτσι και των ανθρώπων. Αλλά είναι ο εμβληματικός λυρισμός του Λατίνου Οράτιου που πλέκει ψιλοβελονιά τούτον τον καημό: Οι ζέφυροι μαλακώνουν τη βαρυχειμωνιά, τα καλοκαίρια παίρνουν καταπόδι την άνοιξη, μελλοθάνατα κι αυτά μπροστά στο κάρπιμο φθινόπωρο, ύστερα πάλι η νάρκη του χειμώνα - και τα φεγγάρια γρήγορα κάνουν τη χάση φέξη. Εμείς, άπαξ και πέσουμε, σκόνη και σκιά. Το αφήγημα, με την αγχωτική, αδυσώπητη αλληλουχία του, είναι ευανάγνωστο: σ' εμάς τους βροτούς η «ανάσταση» είναι διαθέσιμη μόνο ως μεταφορά - ή ως αλληγορία και παρηγορία.

 
Ετσι, μαστόρισσες στην τέχνη της αλληγορίας και της παρηγορίας,  οι θρησκείες καταπιάστηκαν να φιλοτεχνήσουν τον αντίλογο και έτσι εμφανίστηκαν οι «θανόντες και αναστάντες» θεοί που μοιράστηκαν μαζί μας τα Πάθη της φθοράς και ύστερα, με τελετουργική επισημότητα, μας προσκάλεσαν σε παρήγορη συμμετοχή στο αναστάσιμο Δοξαστικό τους - άλλοτε με την παγανιστική φυσιοκρατία του Βάκχου ή του Αδωνι, κατόπι με την εσωτερικευμένη και μυσταγωγική σεμνοπρέπεια του χριστιανικού «θανάτω θάνατον πατήσας».

 
Λέμε ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος για να συντάξουμε το χαοτικό του βίου· με άλλα λόγια, δοκιμάζουμε μυθοπλαστικές διασκευές του τυχαίου για να δώσουμε νόημα σ' αυτό που είμαστε και σ' αυτό που ζούμε. Αφηγούμαστε για να καταλάβουμε αλλά, ακόμη κι όταν το βρίσκουμε δύσκολο να καταλάβουμε, αφηγούμαστε και για να παρηγορηθούμε· αι το αφήγημα «των Παθών και της Ανάστασης» είναι ίσως το πιο αρχετυπικό, το πιο έμπεδο και το πιο οικουμενικό ανάμεσα σε εκείνα που, ακόμη κι όταν δεν εγγυώνται ερμηνεία, επιδαψιλεύουν παρηγορία. Και εδώ δεν μιλώ τόσο για την «εξειδικευμένη» και θεολογικά κατοχυρωμένη παρηγορία της χριστιανικής Ορθοδοξίας η οποία, σύμφωνα με τον Απόστολο, προσδοκά ανάσταση νεκρών σωμάτων σε μια νέα ζωή αγγελικής αφθαρσίας και ασύλληπτης πνευματικότητας, αλλά για μιαν ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη, ευελπιστία (που σπινθηρίζει, ακριβώς, μέσα στις μεταφορές μας και στις αλληγορίες μας) ότι υπάρχουν τρόποι και δρόμοι να διαπραγματευθούμε την παράταση του στίγματός μας και ότι η βιολογική παύση είναι πολύ «τεχνοκρατική» υπόθεση για να ομολογήσουμε την ολοκληρωτική ήττα της δρώσας συνείδησής μας. Και σ' αυτή την προοπτική, ο αποπειρατικός λόγος του Ποιητή μάς δελεάζει ίσως πιο πειστικά από τη δογματική βεβαιότητα του Αποστόλου: Να γιατί γράφω. Γιατί η Ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος.  Κυριολεκτική, μεταφορική ή αλληγορική, η προσδοκία της «ανάστασης» είναι η διεκδίκηση μιας «άλλης πραγματικότητας», μιας «δεύτερης ευκαιρίας» - ίσως και της «τελευταίας λέξης».


Τρεις περίπου αιώνες μετά τη γέννηση του Χριστού, ένας Διογένης, κάτοικος μιας ορεινής κωμόπολης στη Νοτιοδυτική Μ. Ασία, έβαλε να χαράξουν στον λίθο μια τεράστια επιγραφή για να μνημειώσει τη δογματική της φιλοσοφίας του Επίκουρου.  Διεξοδικά υλιστής (αλλά όχι χυδαία ηδονιστής), ο τελευταίος αφιέρωσε τριάντα επτά τόμους και ολόκληρη τη ζωή του για να αποδείξει, ανάμεσα σε άλλα, την αμετάκλητη θνητότητα ψυχής τε και σώματος. Το εννοούσε, όπως περίπου και η σύγχρονη Αθεϊστική Διεθνής, ως το απόλυτο αντίδοτο για τα διαβρωτικά άγχη της ανθρωπότητας. 


Ο Διογένης, όπως και πολλοί άλλοι, πείστηκε και κέρδισε την εσχάτη «αταραξίαν».  


Κατεβαίνοντας από άλλη φιλοσοφική παράδοση, κατά τους ίδιους καιρούς οι αντίπαλοι Στωικοί έβλεπαν παντού Θεϊκό Λόγο, Πρόνοια, «εκπυρώσεις» και αναστάσιμους κύκλους, χάρισαν οικουμενική παρηγορία και δεν αποχώρησαν προτού μεταγγίσουν τη δική τους Αφήγηση σ' εκείνη του πρώιμου χριστιανισμού.  


Δεν πίστευαν ακριβώς στη χριστιανική ανάσταση, αλλά με τον τρόπο τους διεκδίκησαν την «τελευταία λέξη» που οι άλλοι παραχώρησαν στον θάνατο


Καλή Ανάσταση!

Δεν υπάρχουν σχόλια: