Η είδηση, ήταν με μπόλικο αφρό: «Τίτλοι τέλους για τον θρυλικό “Λέντζο”, στο Παγκράτι. Το ιστορικό καφέ - με το διάσημο φραπέ, που σέρβιρε από το 1964 - έκλεισε...».
Μπορεί να χρειαζόταν να αλλάξουμε πολλά λεωφορεία για φτάσουμε από τα Βριλήσσια στο Παγκράτι, αλλά πολλές φορές πηγαίναμε εκεί. Ήταν κάτι σαν άτυπο στέκι, σαν μια άτυπη καβάτζα, σαν το τρίτο στρατηγείο της παρέας μου.
Εκεί είχαμε πιει αμέτρητους φραπέ, «φραπεδιές», «φραπόγαλα» ή «φραπεδούμπες». Να γυρίζει γύρω-γύρω το καλαμάκι για να λιώσει η ζάχαρη, σαν μια άτυπη ιεροτελεστία - κι ας έκανε καλά τη δουλειά του το μίξερ Μπράουν, που χτύπαγε τον καφέ. Όλα αυτά, στην περίπτωση που βρίσκαμε άδειο τραπέζι, βέβαια.
Ο Λέντζος, ως talk of the town, έγινε (και) τραγούδι δια εγκεφάλου Ρασούλη και πενιών από τον Νικολόπουλο. Παίξε, Χρήστο, επειγόντως, κείνο το ρυθμό, κι εμείς θα βάζουμε τους ήχους από τα παγάκια για να δέσει η ενορχήστρωση με τα όσα λέγαμε. Αγωνίες για το αύριο, έρωτες, καψούρες και μπόλικα «αχ» που έκαναν βουτιές στο παράξενο αυτό μίγμα, στο υγρό πυρ που τροφοδοτούσε ενέργεια τα νιάτα μας.
«Αλήθεια, τι βάζει ο κύριος Χρήστος μέσα; Μπέικιν πάουντερ, αβγό, κρέμα γάλακτος; Πώς προκύπτει αυτό το πλούσιο μείγμα;». Πολλές φορές αναρωτηθήκαμε και η φημολογία περί αυτού είχε ξεπεράσει τα σύνορα του Παγκρατίου και έγινε κάτι σαν θρύλος. Εμείς, όμως, ήμασταν οι Γαλάτες και, απλώς, απολαμβάναμε το μείγμα που έβγαζε η μαρμίτα.
Δεν μας ένοιαζε τι έβαζε ο Δρυίδης Λέντζος μέσα. Ρουφάγαμε τζούρες και παίρναμε ζωή, ανάσες ρεμπελιάς. Τσιγάρα στα τασάκια και κουβέντες, ήταν τα απαραίτητα συνοδευτικά μας.
Κάποια βράδια μπορεί το μαγαζί να έκλεινε, αλλά καθόμασταν απέξω και συζητούσαμε με την τσακαλοπαρέα, ξετυλίγαμε τις σκέψεις, τις επιθυμίες μας. Ο χρόνος τα έφερε έτσι που δεν πήγαμε ξανά από εκεί. Με κάποιους φίλους χαθήκαμε, υποχρεωτικά.
Άλλος πήγε από εδώ, άλλος από εκεί, σκορπίσαμε, άλλαξε το χαρμάνι μας. Και σίγουρα δεν φταίει η έλευση του εσπρέσο στη ζωή μας. Ούτε, όμως, και η ποιότητα του Λέντζου φταίει που έκλεισε, τελικά, το μαγαζί.
Το βέβαιο είναι ότι έβαλε λουκέτο άλλο ένα στέκι της Αθήνας, αλλά οι αναμνήσεις της εποχής δεν μπορούν να κλειδωθούν πουθενά. Θα μείνουν μέσα μας, μαζί με αυτό το μικρό σφίξιμο στο στομάχι, στο άκουσμα ή στην ανάγνωση της είδησης ότι «πάει και ο “Λέντζος”».
Πέραν του πόσο εξαιρετικός ή όχι ήταν ο καφές που πίναμε εκεί, μακριά από τη θρυλούμενη πατέντα-συνταγή που κουβαλούσε κάθε ποτήρι, αυτό το μαγαζί είχε και έχει τη δική του, ξεχωριστή αξία. Φέρει ακέραια, ολόκληρα κομμάτια ιστορίας, αφού πολύς κόσμος, ανάμεσά τους κι εσύ, προσέθεσε τα γεγονότα της δικής του ζωής εκεί.
Εκεί έγιναν τα πρώτα τσιγάρα τράκα, εκεί συναντήθηκαν βλέμματα, εκεί έσκασαν τα πρώτα σκιρτήματα, με γερές ρουφηξιές καφέ – «με μπόλικο αφρό, παρακαλώ», εκεί - ίσως - σχεδίασες το μέλλον σου.
Στο μυαλό μου, ο φραπέ δεν ήταν ποτέ ο κορυφαίος καφές, αντίθετα, τον θεωρώ ως τον πιο... «νευρικό». Επίσης, αξία δεν ήταν ποτέ ο φραπέ, αξία έπαιρνε από τις παρέες που αντάμωναν για να τα πουν και να πιουν.
Ο Λέντζος έκλεισε - οι αναμνήσεις του, βέβαια, θα μείνουν - και εύχομαι να κλείσει μαζί του, οριστικά, και «η γενιά του φραπέ». Εκείνη η έρμη η γενιά που ξημεροβραδιαζόταν στα καφενεία και στις καφετέριες, γέμιζε με τσιγάρα τα τασάκια και δεν δούλευε, δεν ονειρευόταν, δεν οραματιζόταν το αύριο.
Φυσικά, το γράφω και πάλι, εύχομαι να έχει «κλείσει», να έχει βάλει «λουκέτο» αυτή η γενιά, αλλά δεν είμαι και καθόλου βέβαιος ότι έτσι θα συμβεί.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούν ιδεολογία τον φραπέ, προκοπή σε αυτόν τον τόπο δεν θα δούμε.
Και, εννοείται, δεν φταίει πουθενά αυτός ο καφές.
Πάω, τώρα κιόλας, στην κουζίνα να «χτυπήσω» ένα φραπεδάκι, in memoriam «Λέντζου».
Δεν ξέρω αν θα τον πετύχω, δεν ξέρω καν αν έχω φραπέ στο ντουλάπι μου και, τελικά, πώς τον έφτιαχνε ο γίγαντας κυρ-Χρήστος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου