Και λαϊκός και «σερ»
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ
Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης πέθανε για... πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1992, όταν ένας τηλεοπτικός σταθμός μετέδωσε την αδιασταύρωτη πληροφορία - «αρβύλα», ότι ο τραγουδιστής της Ρωμιοσύνης άφησε τα εγκόσμια. Ωσπου βρέθηκε ο Γρηγόρης, ο οποίος το αντιμετώπισε με το γνωστό θυμόσοφο χιούμορ του: «Μόλις έμαθα ότι πέθανα έπαθα!» Και πιο μετά: «Ευτύχησα να ιδώ το θάνατό μου ζωντανός»!
(Οταν είχε θανατωθεί με τον ίδιο τρόπο ο Αμερικανός συγγραφέας Μαρκ Τουέιν είχε αρκεστεί να πει με ανάλογη χιουμοριστική διάθεση: «Η είδηση του θανάτου μου ήταν υπερβολική!»)
Στην πραγματικότητα ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έφυγε από τη ζωή στις 7 Απριλίου 2005 (ήγουν πριν από πέντε χρόνια) στα 83 του. Εγραφα τη μεθεπομένη του θανάτου του στις ημέτερες σελίδες:
«Οταν φεύγει απ' τη ζωή ένας Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η λεγόμενη τρέχουσα επικαιρότητα αναβάλλεται, ματαιώνεται, περνάει, τέλος πάντων, σε δεύτερο πλάνο. Κάπως έτσι έγινε προχθές το απόβραδο, οπότε με την αναγγελία του θανάτου του ξηλώσαμε τις σελίδες που είχαμε ετοιμάσει για να του αφιερώσουμε όσο χώρο μπορούσαμε περισσότερο -και πού να χωρέσει... Οχι τόσο για τον ίδιο όσο για εμάς. Γιατί ο Γρηγόρης υπήρξε ένα κομμάτι από τον εαυτό μας. Κυρίως, οι της κάποιας ηλικίας, του χρωστάμε εξάρσεις, συγκινήσεις, ευγνωμοσύνη».
Τον άκουσα για πρώτη φορά αρχές του '60, όταν μια νεανική παρέα βρεθήκαμε σε μια από τις συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Μίκης, ένα θηρίο με απλωμένα χέρια να διευθύνει, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης (είδαμε και πάθαμε να συγκρατήσουμε το όνομά του), κάπως συμμαζεμένος, να τραγουδά, η μικρή ορχήστρα, με επικεφαλής τον Κώστα Παπαδόπουλο και τον Λάκη Καρνέζη στα μπουζούκια, να παίζει κι από κάτω ο κόσμος να παραληρεί.
Ηταν μια αποκάλυψη, ένας καινούργιος κόσμος -λόγια, μουσική, ατμόσφαιρα- σε μια εποχή εξάρσεων, με μια Ελλάδα να σιγοβράζει, τη στιγμή που οι «άλλοι» βυσσοδομούσαν εναντίον αυτού του κόσμου, που δεν ανεχόταν πλέον την κυριαρχία μιας εξουσίας που εννοούσε να συντηρείται με διώξεις.
Ηταν οι μελωδίες του Θεοδωράκη κι αυτά τα λόγια των ποιητών, που για πρώτη φορά ντύνονταν με μουσική και περνούσαν στον κόσμο -ακόμα κι όταν δεν έπιανε το περιεχόμενό τους. Κι ήταν αυτή η συγκλονιστική, η μοναδική, η εύπλαστη, η ξύλινη (και ως εκ τούτου ευάλωτη), κατά τον συνθέτη, φωνή του Μπιθικώτση, που τους έδινε άλλες διαστάσεις.
Αν η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη, που συγκυριαρχούσε την ίδια περίοδο, εξέφραζε τους κατατρεγμένους, τους απόβλητους, τους ξενιτεμένους, η φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση εξέφραζε τη Ρωμιοσύνη. Μια Ρωμιοσύνη που διψούσε για δικαιοσύνη και ποιότητα ζωής. Αξιώθηκε αυτός, γέννημα μιας φτωχογειτονιάς, με περιορισμένες γραμματικές γνώσεις, σε δύσκολους καιρούς, να γίνει πολιτιστικό σημείο αναφοράς, υπηρετώντας παράλληλα και την «άλλη» ψυχαγωγία με τραγούδια άλλων συνθετών και δικά του. Κι ας έλεγε ότι σε κάθε συναυλία τον ακολουθούσε το τρακ της πρώτης με τον Θεοδωράκη στο «Κεντρικόν», όπου, όπως δικαιολογήθηκε, έπαθε μια... ψυχολογία και άφησε το τραγούδι στη μέση.
Λαϊκός και «σερ»
Είχα την καλή τύχη να γνωριστώ και προσωπικά μαζί του, οπότε, πέρα από την απόλαυση των τραγουδιών του, να εκτιμήσω και να χαρώ την ετοιμότητα, το χιούμορ, τη θυμοσοφία του, την καίρια απάντηση που είχε σε οποιοδήποτε ερώτημα. Την καλοσύνη και το φιλότιμό του. Αυτό το μοναδικό κράμα λαϊκού ανθρώπου και «σερ», κατά την έκφραση του Δημήτρη Ψαθά.
Δεν του έλειπε, ωστόσο, η έπαρση, η οποία όμως καλυπτόταν από το χιούμορ. «Είμαι ο Ιησούς Χριστός των τραγουδιστών και όλοι οι άλλοι, εκτός του Καζαντζίδη, είναι οι Απόστολοι!» είχε πει σε συνέντευξη.
(Ο Καζαντζίδης πάντως είχε κάποτε ενοχληθεί όταν ο Μπιθικώτσης είχε παραλληλίσει, αστεϊζόμενος, τον εαυτό του με αρχηγό της Αστυνομίας -στο τραγούδι εννοείται- και τον Καζαντζίδη με αρχηγό της Χωροφυλακής. Το θεώρησε υποτιμητικό, δεδομένου ότι η χωροφυλακή είχε εξουσία στην επαρχία!) Είχε όμως και τον καλό λόγο για τους νεότερους. Κι όταν ένας από αυτούς του παραπονέθηκε πως τον ξέχασε, τον καθησύχασε: «Εχεις λαμβάνειν!»
Είχα το 1981 τη δημοσιογραφική επιμέλεια ενός ωριαίου τηλεοπτικού πορτρέτου του Μπιθικώτση για την εκπομπή «Παρασκήνιο». Κι εκεί, μ' όλο το θάρρος, τον είχα ρωτήσει (το 'χω ξαναγράψει, αλλά αξίζει να το επαναλάβω): «Αναρωτιέμαι αν καταλάβαινες τα λόγια της ποίησης που τραγουδούσες». «Τα ποια δηλαδή;» «Λέει π.χ. ο Σεφέρης και τραγουδάς εσύ: "Κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα" -τι σου λέει;» Σκέφτεται λίγο, και απαντά: «Ωραία εικόνα!» (Κι αν ρωτούσε τι καταλάβαινα εγώ;)
πηγη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,
ΜΟΥΣΙΚΗ,
ΠΡΟΣΩΠΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου