"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Τα φούμαρα

Του Λευτέρη Π. Παπαδόπoυλου

O φίλος μου ο Γιάννης Ταϊγανίδης- έχει «φύγει» κι αυτός από χρόνια για τους ουρανούς- ήταν μηχανικός, δίδασκε στο Πολυτεχνείο και εκπροσωπούσε στην Ελλάδα, ως πρόεδρος, τους Έλληνες Πόντιους της Δυτικής Ευρώπης. Όποτε με έβλεπε να «τα παίρνω» με τους συμπατριώτες μας που δεν κάνουν το παραμικρό για να μάθουν μερικά πράγματα παραπάνω στη δουλειά τους, ώστε να αντιμετωπίσουν τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, μου έλεγε γελώντας: «Μη συγχύζεσαι! Έτσι είναι ο Έλληνας. Θα πουλάει συνεχώς φούμαρα! Θα γεμίζει την τσάντα του με εφημερίδες που θα λέει ότι είναι έγγραφα και θα βαδίζει βιαστικός, τάχα ΄΄γιατί έχει επείγουσα εργασία στο γραφείο΄΄. Στην πραγματικότητα όμως θα σουλατσάρει από ΄δω κι από ΄κει. Και θα βρίσκει τον τρόπο να ΄χει κάμποσα λεφτά στην τσέπη για να είναι η ζωή του πολυτελής...».

Δεν είχε άδικο. Έτσι είμαστε οι περισσότεροι Έλληνες. Και οι πολιτικοί μας πρώτα πρώτα. Στα φούμαρα ιδίως. Γι΄ αυτό και καταντήσαμε όπως καταντήσαμε. Και βρίζουμε τους Γερμανούς επειδή δεν θέλουν να πληρώνουν την καλοπέρασή μας!
Έζησα στη Γερμανία (Μπαντ Γκόντεσμπεργκ) τον πρώτο καιρό της δικτατορίας. Με φιλοξενούσε ο Άγγελος Μαρόπουλος, της Ντόιτσε Βέλε. Απέναντι από το σπίτι του έμενε ένας ταχυδρομικός υπάλληλος. Ο άνθρωπος αυτός σηκωνόταν στις 7 το πρωί και πήγαινε με το ποδήλατο στη δουλειά του. Επέστρεφε στις 4. Έτρωγε, πότιζε τον κήπο και προς το βράδυ, μαζί με τη γυναίκα του, έβλεπαν τηλεόραση. Ούτε μπαρ ούτε τίποτα. Καμιά βόλτα στην εξοχή, κάποιες Κυριακές. Δύσκολη ζωή.

Στη γειτονιά μου, απέναντι από μια πιτσαρία, βρίσκεται ένα καθαριστήριο της συμφοράς. Το έχει ο φίλος μου ο Μανώλης. Μεσόκοπος, φαλακρός και με τον «Ριζοσπάστη» κάθε μέρα, σε μια καρέκλα, δίπλα του. Του πάω μια μέρα, Πέμπτη, για σιδέρωμα ένα πουκάμισο.
«Πόσα σου χρωστάω;» τον ρωτάω.
«Τίποτα μωρέ, 5 ευρώ!».
«Πέντε ευρώ για ένα σιδέρωμα, μωρέ Μανώλη; Και το λες και τίποτα;».
«Με δουλεύεις; Τι είναι 5 ευρώ; Τα βλέπεις πεταμένα στον δρόμο και δεν σκύβεις να τα μαζέψεις...». Τέλος πάντων.
«Πότε θα τα σιδερώσεις;».
«Τη Δευτέρα».
«Γιατί;».
«Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή παίρνω το Φιατάκι μου και πηγαίνω με την κυρά στο Πόρτο Ράφτη. Έχουμε φτιάξει, ξέρεις, ένα εξοχικούλι και πάμε και ξεκουραζόμαστε...».

Πριν από χρόνια, όταν σπούδαζε στη Γενεύη η γυναίκα μου, πήγε σε ένα χαρτοπωλείο για να αγοράσει τετράδια. Πλήρωσε, πήρε τα τετράδια, αλλά από τα ρέστα της έπεσε στο δάπεδο ένα νόμισμα ελάχιστης αξίας.
«Κάτι σας έπεσε» της είπε ο χαρτοπώλης.
«Δεν πειράζει...».
«Αφού έτσι το θέλετε, δεν πειράζει. Ένα μόνο σας λέω: με την τακτική που ακολουθείτε δεν πρόκειται να γίνετε ποτέ πλούσια...». Και έπιασε το νόμισμα από κάτω και το ΄βαλε στην τσέπη του.

Διάβαζα στην «Καθημερινή» (Στέφανος Κασιμάτης) ότι το πολυτελέστατο τζιπ Καγιέν της Πόρσε πωλείται 109.229 ευρώ- απλή έκδοση. Ακολουθούσαν οι εξής πληροφορίες, με τα απαραίτητα σχόλια: «Μετά τον πρώτο χρόνο κυκλοφορίας του Καγιέν, η κεντρική διοίκηση της Πόρσε διαπίστωσε- προς μέγιστη κατάπληξή της- ότι από όλες τις πρωτεύουσες του κόσμου τα περισσότερα μοντέλα είχαν πωληθεί στην Αθήνα, με δεύτερη τη Μόσχα. Περισσότερα και από όσα είχαν πωληθεί στο πολυπληθέστερο και πλουσιότερο Λονδίνο! Λάβετέ το υπ΄ όψιν αυτό, ως ένα ψήγμα, που ίσως σας φανεί χρήσιμο αν προσπαθήσετε να δώσετε την απάντηση στο ερώτημα γιατί οι ΄΄κακοί΄΄ Γερμανοί δεν μας βοηθούν να ορθοποδήσουμε. Γιατί μας πήρανε χαμπάρι...».

Δεν υπάρχουν σχόλια: