"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ και ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Ο Ερντογάν εξαρτάται από την "καλοσύνη των ξένων"

Του Κώστα Ράπτη

Ο αριθμός των κρουσμάτων του νέου κορονοϊού στην Τουρκία ανέρχεται πλέον στα 117.589, αυξημένος κατά 2.936 μέσα σε ένα 24ωρο, ενώ οι νεκροί υπολογίζονται σε 3.081, σύμφωνα με την ενημέρωση που έδωσε την Τετάρτη ο Τούρκος υπουργός Υγείας Φαχρετίν Κοτζά. Ο ίδιος προσπάθησε να δώσει μιαν αισιόδοξη εικόνα, υπογραμμίζοντας τη μεγάλη μείωση του ποσοστού θνητότητας μεταξύ των διασωληνωμένων ασθενών, από το 74% στο 14%, καθώς και την ανάρρωση 5.231 ασθενών το τελευταίο 24ωρο – ήτοι αρκετών περισσότερων από τον αριθμό των νέων κρουσμάτων.

Η αίσθηση ότι η χώρα "δαμάζει την καμπύλη” της εξάπλωσης του ιού ενισχύει τις προσδοκίες για επιστροφή στην κανονικότητα περί τα τέλη Μαϊου.

Ωστόσο, ο προερχόμενος από την αντιπολίτευση δήμαρχος Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου επιμένει ότι στην περιφέρειά του ο αριθμός των θανάτων είναι κατά 30-35% αυξημένος σε σχέση με τoν μέσο όρο της αντίστοιχης περιόδου των προηγούμενων δύο ετών και ότι πολλά κρούσματα μένουν αδιάγνωστα.

Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία αποτελεί τη χώρα με τον έβδομο μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων παγκοσμίως, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και 7.428 υγιειονομικοί, ποσοστό 6,5% του συνόλου.

Όπως και αν έχει, η μεγαλύτερη ανησυχία του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν, θιασώτη της ταχείας άρσης των περιορισμών, φαίνεται πως δεν είναι η εξέλιξη της επιδημίας, αλλά η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας.

Οι τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ θέλουν το ΑΕΠ της γείτονος να συρρικνώνεται κατά 5% το 2020 και την ανεργία να εκτινάσσεται στο 17%. Αν οι προβλέψεις επαληθευτούν, θα πρόκειται για τη δεύτερη ύφεση στην Τουρκία εντός διετίας.

Αλλά υπάρχουν και χειρότερα: η επιμονή του Ερντογάν όλο το προηγούμενο διάστημα στο "ντοπάρισμα” του ρυθμού ανάπτυξης, επαναφέρει τον εφιάλτη της νομισματικής κρίσης του 2018. Οι εντολές προς την κεντρική τράπεζα να κρατήσει τη συναλλαγματική ισοτιμία κάτω από τις 7 λίρες ανά δολάριο, χωρίς αύξηση των επιτοκίων, έφεραν το όλο εγχείρημα στα όριά του.

Όπως ανέφερε το πρακτορείο Bloomberg την Τρίτη, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας έχει εξαντλήσει (μετά τα swaps των τελευταίων εβδομάδων με εγχώριες τράπεζες, συνολικού ύψους 32 δισ. δολαρίων) τα καθαρά διαθέσιμά της, τα οποία υπολογίζονται σε λιγότερα από 1 δισ. δολάρια. Αλλά και ονομαστικά, το σκληρό συνάλλαγμα που έχει στη διάθεσή του το κεντρικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, έχει υποχωρήσει από τα 41,1 δισ. δολάρια στις αρχές του έτους σε μόλις 25,9 δισ. δολάρια στις 17 Απριλίου, με αποτέλεσμα η χώρα να είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε οποιαδήποτε διατάραξη της εξωτερικής της χρηματοδότησης σε αυτές τις ούτως ή άλλως δύσκολες συνθήκες.

Οι αναλυτές της TD Securities εκτιμούν ότι η πλήρης εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων θα επισυμβεί μεταξύ της τρίτης εβδομάδας του Ιουλίου και της τρίτης εβδομάδας του Σεπτεμβρίου, ενώ η ισοτιμία θα φτάσει στις 8 λίρες ανά δολάριο στις αρχές του επόμενου έτους. Η δραματική εκτίναξη των επιτοκίων, η θέσπιση κεφαλαιακών ελέγχων και η αναζήτηση πολυμερούς βοήθειας βρίσκεται, όπως εκτιμούν, στην ημερήσια διάταξη.
Υπενθυμίζεται ότι η λίρα αποδυναμώθηκε συνολικά κατά 14% εντός του 2020 (και κατά 36% την τελευταία διετία), ενώ οι κρατικές τράπεζες έχουν διαθέσει για τη στήριξή της το αντίστοιχο 32 δισ. δολαρίων σε συνάλλαγμα φέτος, κατά το Reuters. Παράλληλα, για τη μετακύλιση του εξωτερικού (κυρίως ιδιωτικού) χρέους της, η Τουρκία χρειάζεται να εξεύρει περίπου 170 δισ. δολάρια εντός του έτους και προφανείς πηγές χρηματοδότησης δεν υπάρχουν.

Σε ένα περιβάλλον, όπου η κρίση του 2018 έχει διώξει τους ξένους επενδυτές και η υποτίμηση του νομίσματος γονατίζει τις χρεωμένες επιχειρήσεις, δεν είναι παράδοξο που ο δείκτης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης βυθίστηκε μεταξύ Μαρτίου και Απριλίου, όπως ανακοίνωσε την Τετάρτη το Τουρκικό Ινστιτούτο Στατιστικής (TUIK), από 91,8% σε 51,03%.

Μέχρι τώρα το λόμπινγκ της Τουρκίας, ώστε να συμπεριληφθεί στις χώρες προς τις οποίες η αμερικανική κεντρική τράπεζα έχει ανοίξει πιστωτικές γραμμές, δεν έχει αποδώσει.  

Από την άλλη, το ΔΝΤ έχει δηλώσει δια της διευθύντριάς του Κρισταλίνα Γκεροργκίεβα έτοιμο να συνδράμει, ωστόσο πολιτικά μια τέτοια προσφυγή αποτελεί απόλυτο ταμπού για τον Τούρκο πρόεδρο – εκτός και αν η... ενοχοποίηση του κορονοϊού καταστήσει την επιλογή πολιτικά διαχειρίσιμη.

Στην πραγματικότητα, ο Ερντογάν φιλοδοξεί...


 να καταλήξει με το ΔΝΤ στο άνοιγμα μιας πιστωτικής γραμμής έναντι εγγυήσεων σε στοιχεία ενεργητικού, αντί μιας κλασικής συμφωνίας stand-by, ώστε να αποφύγει τους αυστηρούς όρους που θα τον ξεδόντιαζαν πολιτικά.

Όμως η "καλοσύνη των ξένων” συνοδεύεται από ανταλλάγματα. 

Η εξασφάλιση καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ (ως κύριο μέτοχο του ΔΝΤ), αλλά και τη Ρωσία (ως αιμοδότη, μεταξύ άλλων, του πληττόμενου τουρκικού τουρισμού) είναι απαραίτητη.  

Η Τουρκία είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορέσει (και για λόγους ανεπάρκειας πόρων) να συνεχίσει εύκολα τις στρατιωτικές της περιπέτειες στην Συρία ή την Λιβύη.

Διόλου τυχαία, η Τουρκία ανέλαβε την πρωτοβουλία αποστολής ιατρικού εξοπλισμού στις ΗΠΑ, συνοδευόμενη από επιστολή Ερντογάν προς τον Ντόναλντ Τραμπ. "Ελπίζω πως την ερχόμενη περίοδο, με το πνεύμα αλληλεγγύης που έχουμε επιδείξει στη διάρκεια της πανδημίας, το Κογκρέσο και τα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ θα κατανοήσουν καλύτερα τη στρατηγική σημασία των σχέσεών μας" και θα ενεργήσουν "με τον τρόπο που επιβάλλει η κοινή μας μάχη εναντίον κοινών μας προβλημάτων", ανέφερε στην επιστολή ο Τούρκος πρόεδρος, σε μία φάση κατά την οποία εκκρεμούν οι διαπραγματεύσεις με τη Fed, αλλά και οι κυρώσεις που απειλεί να επιβάλει το Κογκρέσο εναντίον της Τουρκίας για την αγορά των ρωσικών συστημάτων S-400.

"Οι Αμερικανοί είναι ευγνώμονες για την φιλία και την υποστήριξή σας” απάντησε μέσω Twitter ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μάικλ Πομπέο.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: