"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ στο ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟ ΚΩΛΟΧΑΝΕΙΟ: Η Ελλαδίτσα με τα σπίρτα



(Επανανάγνωση την εσχάτη του 2016 ως κλαυσίγελως: Χανς Στάθιαν Παχίδιανσεν)


Την παραμονή της νέας χρονιάς έκανε κρύο φοβερό, χιόνι πυκνό έπεφτε και είχε αρχίσει να νυχτώνει· όλοι πιθανολογούσαν κι έλπιζαν πως έρχεται όπου να ‘ναι νέο έτος αλλά πάντα κάτι γινόταν και παρέμενε εκείνο το καθοριστικό 2010.


Ένα φτωχό κοριτσάκι, η Ελλαδίτσα, ρακένδυτο και ξυπόλυτο, γύριζε στους δρόμους κρατώντας ένα ματσάκι σπίρτα στο χέρι. Σπιρτόνια έγραφε το κουτί τους κι έλεγε στους περαστικούς πως δε ζητιάνευε – μεταρρύθμιζε. Κανένας δεν είχε ενδιαφερθεί για σπίρτα, κανένας δεν την πίστευε, τι κι αν είχε τόση ανάγκη κι έτρεμε από το κρύο και την πείνα.


Κάτι παρτάκηδες, πρώτα ο ανιψιός του θείου του, μετά ο γιος του μπαμπά του και τέλος ο εγγονός της γιαγιάς του της είχαν αρπάξει μέχρι και τις παντόφλες και το κοριτσάκι περπατούσε ξυπόλυτο και παγωμένο – μια προσωποποίηση της ανάγκης. 


Κάποιοι μακρινοί συγγενείς, τάχα φιλεύσπλαχνοι, έδωσαν τα σπιρτόνια στην απελπισμένη πλην ευκολόπιστη Ελλαδίτσα μήπως και κάτι καταφέρει αλλά…


Σε μιαν αφιλόξενη εξώπορτα(…δεν ειν’ εύκολες οι θύρες, αν η χρεία τες κουρταλεί…) η Ελλαδίτσα με τα σπίρτα κούρνιασε μα δε μπορούσε να ζεσταθεί. Δεν τολμούσε να γυρίσει  σπίτι, γιατί δεν είχε κερδίσει ούτε μια δεκάρα και οι φιλεύσπλαχνοι θα την έδιωχναν ή θα της ζητούσαν τα σπιρτόνια πίσω. Τα χεράκια της ήτανε ξυλιασμένα και μια σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό της· ένα μονάχα σπιρτόνιο αν άναβε, μπορεί και ν’ άλλαζε κάτι – έτσι άκουσε να λένε οι φιλεύσπλαχνοι.


Πήρε ένα πράσινο σπιρτόνιο, το ‘τριψε στον τοίχο. Μια μαγική φλόγα ξεπήδησε και σα ν’ άλλαξαν όλα γύρω. Η μικρή νόμισε ότι καθότανε μπροστά σε μια μεγάλη θερμάστρα και άπλωσε τα πόδια της για να ζεσταθούν. Όμως, τι κρίμα, μέσα σε λίγες στιγμές η φλόγα έσβησε, χάθηκε η θερμάστρα και το κοριτσάκι βρέθηκε πάλι ξυλιασμένο με το καμένο σπιρτόνιο στο χέρι. Στο δρόμο έπεφταν πυκνές νιφάδες χιονιού – κάποιοι τις έλεγαν και ενφιάδες, άλλοι της έλεγαν περικοπές, άλλοι έκτακτη εισφορά, άλλοι ανεργία… Πού να ξέρει ένα μικρό, παγωμένο κοριτσάκι…


Άναψε και δεύτερο –γαλαζοπράσινο αυτή τη φορά- σπιρτόνιο η μικρή και κάτι έγινε τριγύρω. Είδε τραπέζι στρωμένο με κατάλευκο τραπεζομάντιλο, με ψητή μεσοπρόθεσμη χήνα, που μοσχομύριζε. Ξαφνικά η χήνα—που άκουσε να τη φωνάζουν Φώτη- πήδηξε απ’ την πιατέλα και έφυγε υπαναχωρώντας. Όμως πάλι έσβησε το σπίρτο και η μικρή βρέθηκε ξανά στην αφιλόξενη εξώπορτα με τις παγωμένες ενφιάδες, τις κρύες περικοπές, την έκτακτη πάντα εισφορά.


Άναψε τρίτο –κοκκινομπλέ περίεργο- σπιρτόνιο με πολλή δυσκολία γιατί πόσες φορές η Ελλαδίτσα με τα σπίρτα να πιστέψει τα λόγια τα μεγάλα; Φυσούσε κι ένας παγωμένος βοριάς από κει, από τα μέρη των φιλεύσπλαχνων…Πάλι άστραψε η φλόγα κι αυτή τη φορά βρέθηκε κάτω από ένα πανέμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο με εκατοντάδες κεράκια που ανέβαιναν ψηλά, πολύ ψηλά, σα να ήταν αστέρια στον ουρανό. Μέσα απ’ τα αστέρια πρόβαλλαν οι μορφές των γιαγιάδων και των παππούδων της Ελλαδίτσας – καμιά δυόμιση εκατομμύρια γιαγιάδες και παππούδες, μεγάλο σόι…



«Γιαγιάκες μου! Παππούδες μου!» φώναξε η μικρή. «Ξέρω ότι θα χαθείτε, μόλις σβήσει το σπιρτόνιο…» κι άρπαξε όλα τα υπόλοιπα σπίρτα και τ’ άναψε για να μη χαθούν τόσες γιαγιάκες και παππούδες.


Το άλλο πρωί...
 περαστικοί βρήκαν το κοριτσάκι κουρνιασμένο στην εξώπορτα με τα μάγουλα ρόδινα, τα χείλη χαμογελαστά· όμως το κρύο της τελευταίας νύχτας είχε παγώσει το κορμάκι της.


Κάποιοι τριγύρω έλεγαν πως ίσως και να ήταν Πρωτοχρονιά αλλά οι περισσότεροι ήταν σίγουροι πως πεισματικά παρέμενε εκείνο το καθοριστικό 2010…

Δεν υπάρχουν σχόλια: