Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η δημόσια διοίκηση είναι παράλληλα αυτόνομη και εργαλείο πολιτικής. Είναι αυτόνομη, γιατί δεν επεμβαίνουν οι πολιτικοί στην τρέχουσα δουλειά. Ο καταμερισμός εργασίας, οι αξιολογήσεις υπαλλήλων, η τεχνολογική αναβάθμιση, οι βελτιώσεις διαδικασιών συμβαίνουν συνήθως χωρίς πολιτική παρέμβαση. Είναι εργαλείο πολιτικής, γιατί όταν η πολιτική ηγεσία θέσει έναν νέο στόχο, η διοίκηση θα ενεργήσει με τρόπο που να τον πετύχει, αν, βέβαια, ο στόχος είναι εφικτός και αν υπάρχουν οι αναγκαίοι πόροι. Η σχέση πολιτικής ηγεσίας και διοίκησης μοιάζει με τη σχέση διευθύνοντος συμβούλου και διευθυντή παραγωγής σε μια καλή επιχείρηση.
Για να λειτουργεί καλά μια «ευρωπαϊκή» διοίκηση, υπάρχουν τεχνικές προϋποθέσεις.
Η ελληνική διοίκηση χωλαίνει σε όλα τα παραπάνω. Αν λειτουργούσε όπως πρέπει, η διαπραγμάτευση θα ήταν πολύ ευκολότερη. Οι δύο πλευρές θα είχαν καθαρή εικόνα για τις πιθανότητες επιτυχίας κάθε μέτρου και κάθε διαφωνία θα μπορούσε να αξιολογηθεί χωρίς να καταστρέφεται η εμπιστοσύνη.
Η αδυναμία της διοίκησης δεν είναι αθώα. Επί δεκαετίες, οι υπουργοί απέφευγαν τους απλούς και γενικούς κανόνες, γιατί μοίραζαν χρήματα με αντάλλαγμα ψήφους. Γι’ αυτό είχαμε εκατοντάδες διαφορετικά επιδόματα, αντί για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, και δεκάδες ταμεία υγείας, αντί για ένα ΕΣΥ καθολικής πρόσβασης. Η νέα κυβέρνηση συνεχίζει τον κατακερματισμό της πρόνοιας με τις επιμέρους παροχές του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Η διοικητική ιεραρχία και η αξιοκρατία παραβιάζονταν από τους πολιτικούς προϊστάμενους που παρενέβαιναν με κομματικά κριτήρια. Τώρα ο κ. Τσίπρας θέλει να διώξει τους «μνημονιακούς». Η αδιαφάνεια και το πολύπλοκο βολεύουν και πολλούς υπαλλήλους. Στην πιο αθώα εκδοχή, επειδή κανένας δεν τους πιέζει να αποδώσουν έργο. Στη χειρότερη, γιατί έτσι διατηρούν προσωπική εξουσία, που μεταφράζεται σε μίζες.
Σε αυτό το δυσλειτουργικό πλαίσιο, η κυβέρνηση κάνει δύο μεγάλα λάθη.
Δεύτερον, ο πρωθυπουργός νομίζει ότι το κλειδί της σχέσης με τους εταίρους είναι η πολιτική διαπραγμάτευση, και όταν αυτή καταλήξει, τα τεχνικά κλιμάκια θα συνεργαστούν απρόσκοπτα. Αλλά η κ. Μέρκελ δεν θα ασχοληθεί με το Ταμείο Νομικών. Το πολύ πολύ να συζητήσει τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα. Για τα άλλα, θα πει «εφαρμόστε κάτι παρόμοιο με άλλες σοβαρές χώρες». Η επιλογή θα γίνει από τους τεχνοκράτες, που σημαίνει διαπραγμάτευση με τους θεσμούς. Και τα λίγα μεγάλα ζητήματα που θα φθάσουν στο Eurogroup θα πρέπει να συνοδεύονται από τεχνικές αναφορές. Οι σοβαροί πολιτικοί θέλουν να δουν πρώτα τις ποσοτικές εκτιμήσεις και μετά να κρίνουν την κοινωνική δικαιοσύνη.
Ο κ. Τσίπρας δεν βλέπει τη σχέση ανάμεσα στο τεχνικό και στο πολιτικό όπως οι ομόλογοί του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου