"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: «Kρείττον το σιγάν του λαλείν» (Σχετικά με τα συνθήματα των ΟΥΚ)


Παρακολούθησα κι εγώ την στρατιωτική παρέλαση της 25ης Μαρτίου 2015 στην Αθήνα, στην Πανεπιστημίου, κάτι που έκανα για πρώτη φορά μετά από πολλά-πολλά χρόνια, μετά τις αρχές της δεκαετίας του ’50, τότε που με πήγαινε στο ίδιο σημείο ο Μανιάτης πατέρας μου και μ’ έβαζε στους ώμους του για να βλέπω καλύτερα, κρατώντας με περισσή υπερηφάνεια την ελληνική σημαία.  

Γαλουχημένος στην προσχολική ηλικία από τις πατρικές αφηγήσεις και τα εθνικά έργα του Θεάτρου Σκιών της γενέτειράς μου, του Πειραιά, στον ταπεινό καραγκιόζη του Χαρίδημου, είχα παιδιόθεν διαμορφώσει την ακλόνητη πεποίθηση περί της παντοδυναμίας των Ενόπλων Δυνάμεων της πατρίδας μας.
 
Το πρώτο σοκ για τις στρατιωτικές μας επιδόσεις ένοιωσα ξαφνικά, στα μέσα της δεκαετίας του’50, όταν ζώντας στην Χρυσούπολη Καβάλας, όπου υπηρετούσε ο πατέρας μου ως διοικητής της Υποδιοικήσεως Χωροφυλακής Νέστου, φιλοξενούσαμε την γιαγιά μου, μητέρα της μάνας μου, από την Θάσο, μικρασιατικής καταγωγής γεννημένη στην Πόλη. Τότε, στο πνεύμα της εποχής, έφτιαχνα καραγκιόζηδες με χαρτοκοπτική και κόλλα από αλεύρι και έπαιζα τα γνωστά εθνικά έργα της Ελληνικής Επανάστασης στα οποία οι Έλληνες σκότωναν στον μπερντέ αφειδώς τους Τούρκους και τους Τουρκαλβανούς στρατιώτες των Οθωμανών. 

Ήταν κάτι το αυτονόητο μέχρι που η γιαγιά σχολίασε μειδιώντας πικρά: «Αχ παιδάκι μου, δεν μπορούμε να τους νικήσουμε στην πραγματικότητα και τους νικάμε με τις χάρτινες φιγούρες του καραγκιόζη». 

 Έμεινα σύξυλος, αλλά μετά από λίγο συνήλθα από την έκπληξη σκεπτόμενος πως η γιαγιά μου γέρασε και τά ’χασε, κάτι που της το πέταξα κατάμουτρα: «Τρελάθηκες μωρέ γιαγιά, τι είναι αυτά που λες;». 

Κούνησε το κεφάλι της κι έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια από τότε για ν’ αρχίσω να το κουνάω κι εγώ όταν ο ελληνικός στρατός αρνήθηκε να πολεμήσει στην Κύπρο το 1974, κι άλλα είκοσι και βάλε από την απώλεια της Κύπρου για να ξαναθυμηθώ την γιαγιά μου στα Ίμια το 1996.
 
Το ξέρω ότι μας πονάνε πολύ όλα αυτά, είναι πικρά, αλλά είναι αληθινά. 

Καλά τα λόγια, καλά τα συνθήματα των ΟΥΚ και των καταδρομέων μας, τα άκουσα στην παρέλαση, για το πώς θα πάρουμε την Πόλη, για το ότι έχουμε μια αδελφή που την λένε Βόρειο Ήπειρο και τα συναφή, αλλά δεν είναι παρά λόγια, κενά, άδεια, κούφια λόγια. Ο Τούρκος αλωνίζει στο Αιγαίο, στην Θράκη, και στην Κύπρο, και «ημείς άδομεν». 

 Καλά τα άσματα, καλά τα εμβατήρια και τα τσάμικα, αλλά


Kαλύτερη θα ήταν η απόλυτη σιωπή του στρατεύματος μέχρι να μας αποδείξει ότι μπορεί – και πρέπει – να αποπλύνει τις ήττες του. 

Μέχρι τότε «κρείττον το σιγάν του λαλείν».

Δεν υπάρχουν σχόλια: