"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΚΟΙΝΩΝΙΑ και ΠΟΛΙΤΙΚΗ στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΠΑΝΑΝΙΑ: Σκάσε, διαπραγματεύομαι!

EΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Γράφει το ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΔΙΠΛΑΝΟΥ PORTAL


Παίδες μου αγαπημένοι, άργησα να δώσω κείμενο σήμερα όχι γιατί είμαι τεμπέλα αλλά γιατί διαπραγματεύομαι. Οι ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις δεν μας επέτρεψαν να κάνουμε κατσάπ με τα προσωπικά μου αλλά γίνεται της καργιόλας (που λέει και ο δήμαρχος Βόλου) και σ' αυτόν τον τομέα. Έχω γνωρίσει ένα παιδί πολύ φαν, ωραίο παιδί, καλό παιδί, χαλαρός και λίγο lady gaga στον εγκέφαλο (λ.χ. πιστεύει ότι ανήκει στα παιδιά ίντιγκο) και είπαμε να συγκατοικήσουμε για φτηνά. (Μη σας μπαίνουν ιδέες, φίλοι είμαστε, εγώ τον ίντιγκο τον γκόμενο δεν τον γουστάρω, το ξεκαθάρισα, προτιμώ τον μπορδοροδοκόκκινο).


Υπάρχει όμως πρόβλημα. Το σπίτι που μένει ο νέος είναι ωραιότατο, στο Φάληρο, με μπαλκονάκι, θέα στη θάλασσα και δυο μεγάλες κρεβατοκάμαρες. Ο τύπος όμως χρωστάει. Δεν χρωστάει απλώς, το 'χει ταβανιάσει. Για να καταλάβετε, όχι μόνο δεν πληρώνει το νοίκι εδώ και χρόνια αλλά επιπλέον έχει δανειστεί από τον ιδιοκτήτη-διαχειριστή ίσαμε τρία χιλιάρικα.


- Ρε μαλάκα, πώς τα κατάφερες και του 'φαγες 3 χιλιάρικα και δεν σ΄έχει δείρει ακόμα; Ντιπ μαλάκας είναι; τον ρώτησα για να μαθαίνω.


- Του είπα ότι για να τον πληρώσω πρέπει να βρω δουλειά, για να βρω δουλειά πρέπει να είμαι σωστά ντυμένος, για να είμαι σωστά ντυμένος πρέπει να πάρω ένα κοστουμάκι, για να πάρω το κοστουμάκι πρέπει να 'χω λεφτά, για να 'χω λεφτά πρέπει να δουλέψω. Ε, αφού δεν έχω δουλειά έχει υποχρέωση να μου τα δώσει αυτός. Μίλησα τη φωνή της λογικής.



Ο τυπάκος ήταν εργάτης στο Βέλγιο, συνταξιούχος, και του δάνεισε ελπίζοντας. Βέβαια, όπως λέει η θειά μου, όποιος ζει ελπίζοντας πεθαίνει χεσμένος. Τα ίδια έπαθε και ο κύριος Μίμης.  


Ο δικός μου πήρε μοδάτη κοστουμιά (γκρι μπλε για να πηγαίνει με την ίντιγκο ψυχή του), κι από τότε πάει σε κάτι συνεντεύξεις όπου βασικά θέτει τους όρους του (9-5 μάξιμουμ, φίλε. Δεν θα διαλύσω εγώ την ιστορία του εργατικού κινήματος. Πότε θα βολτάρω με το γκομενάκι άμα δουλεύω 9-11; Με τι κουράγιο θα πηδήξω; Κι άμα δεν πηδήξω τώρα, πότε θα πηδήξω;).  


Δίκιο έχει το παιδί, δε λέω, αλλά ο εργοδότης αρνείται να συμμορφωθεί με την καρτεσιανή λογική του και τον στέλνει άκλαυτο. Βεβαίως δεν γεννήθηκε ο άνθρωπας που θα πτοήσει τον ίντιγκο τον δικό μου. Αποχωρεί αξιοπρεπώς και πάει να πιει ένα εσπρεσάκι για να στανιάρει. YOLO man!


Μόλις μπλέχτηκα λοιπόν σ΄ αυτό το σκηνικό και τρελάθηκα με την προοπτική να ζήσω ελεύθερη και πλούσια ζωή στο Φαληράκι με το κολλητάρι, ανεβαίνει ο ιδιοκτήτης-διαχειριστής και μου λέει ότι έφτασε ο κόμπος στο χτένι και κατέθεσε αγωγή εξώσεως. Πάνικ ατάκ παίδες. Εγώ είχα ξενοικιάσει το άλλο μου το σπίτι και έβαφα το νέο μου δωμάτιο. Πάλι στη μέγαιρα θα καταντούσα;  


Προσπάθησα να γλείψω λίγο τον οργισμένο συνταξιούχο και να διαπραγματευτώ σταδιακή αποπληρωμή του χρέους, αλλά δεν βοηθούσε ο μαλάκας ο ίντιγκο που του έβγαζε λόγους για το δικαίωμα των νέων στην αξιοπρέπεια και στο μπαλκόνι με θέα τη θάλασσα.  


Ο κοντός είχε γίνει πίπα και άφριζε.


- Κι εγώ έχω δικαίωμα στα λεφτά μου, ούρλιαζε πηδώντας λίγο για να φτάσει στα ώτα τα μη ακούοντα του μπαταχτσή του δικού μου. Μου χρωστάς 7 χιλάρικα. Εγώ δούλευα σαν τον είλωτα 37 χρόνια στη φάμπρικα (η φάμπρικα η φάμπρικα δεν σταματά, δουλεύει νυ δουλεύει νύχτα μέρα).


- Καλά ρε φίλε, μην τα παίρνεις. Δεν θα στα φάω τα λεφτά. Μια επέκταση του χρέους ζητάω.


 
- Για να συμφωνήσω στην επέκταση πρέπει να υπογράψεις όρους, ξαναούρλιαξε αυτός. Από λόγια χόρτασα.



- Τώρα με θίγεις… Δηλαδή δεν με πιστεύεις;


 
- Γιατί να σε πιστέψω ρε μπαταχτσή; Αφού με κοροϊδεύεις 5 χρόνια.


 
- Δεν κοροϊδεύω. Δεν έχω. Τι να σου δώσω αφού δεν έχω; Κανονικά αν ζούσαμε σε μια δίκαιη κοινωνία θα έπρεπε να μου δώσεις εσύ.


 
- ΕΓΩ σου έδωσα!


 
-Τ ι μου έδωσες; Πλάκα μου κάνεις; Εσύ ζεις ζωάρα κι εγώ βάζω και συγκάτοικο στο αχούρι σου για να μπορέσω να ανταποκριθώ.



- Εγώ ζωάρα;


- Μάλιστα εσύ. Σας είδα την Κυριακή στην ψαροταβέρνα. Δεν αφήσατε ψάρι στο γιαλό κι εσύ και η κυρά σου. Μασούσατε με τρεις μασέλες.


Κόλωσε ο άνθρωπος. Κοκκίνισε κι άρχισε να δικαιολογείται.


- Μια φορά τον μήνα πάμε κι εμείς να ξεσκάσουμε

 
- Όχι να ξεσκάσετε. Να σκάσετε πάτε. Στο φαΐ. Ενώ εγώ σας κοιτάω τρώγοντας μπαγιάτικο κρουασάν. Ξέρεις τι σκατά κάνει το κρουασάν στις αρτηρίες μου; Ξέρεις ότι θα πάθω έμφραγμα στα 45; Εσύ πόσων χρονών είσαι;




- 69.




- Εγώ είμαι 29. Είναι σωστό να ζεις εσύ και να πεθάνω εγώ; Ποιο είναι το μέλλον αυτής της χώρας άμα σκοτώσει τα παιδιά της;



Ο ανθρωπάκος έκανε ένα βήμα πίσω σιωπηρός, κατέβασε τα μάτια και άνοιξε το χερούλι.


- Δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη… Φεύγω. Θα μιλήσεις με τον δικηγόρο μου.


Εγώ είχα μείνει Παυλόπουλος και τους έβλεπα. Όταν έφυγε, ο δικός μου με σήκωσε στην αγκαλιά του και με στριφογύρισε.


- Μαλάκα τι έγινε τώρα;


 
- Βαρουφάκη φάε τη σκόνη μου. Τα επιχειρήματά μου τάπωσαν τον στυγνό ιδιοκτήτη!




-Ναι αλλά θα στείλει το δικηγόρο του αύριο.


 

-Σκάσε πια μωρή γκαντέμω. Κάτσε να εμφανιστεί ο δικηγόρος και βλέπουμε. Ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον βαφτίζουμε;


-Με ένα Ν, έτσι; (απάντησα και πήρα να ξαναβάζω τα πράγματά μου μέσα στη βαλίτσα…)

Δεν υπάρχουν σχόλια: