ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Ο καπιταλισμός στον αξονικό τομογράφο
Του Πετρου Παπακωνσταντινου
«Απληστοι τραπεζίτες, υπέρογκες αμοιβές στελεχών επιχειρήσεων, αναιμική ανάπτυξη, ενδημική ανεργία - να ορισμένοι από τους παράγοντες που οδηγούν τους διαδηλωτές στους δρόμους και στρέφουν την οργή ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων του ανεπτυγμένου κόσμου εναντίον του καπιταλισμού. Το σύστημα, σε όλες τις παραλλαγές του, θεωρείται ευρέως αποτυχημένο».
Μέχρι πρόσφατα, παρόμοιες διατυπώσεις φιλοξενούνταν μόνο σε προπαγανδιστικά έντυπα της μαρξιστικής Αριστεράς. Αυτήν τη φορά, όμως, πρόκειται για το εισαγωγικό άρθρο μεγάλης έρευνας των Financial Times, της πιο έγκυρης φωνής του λονδρέζικου Σίτι, υπό τον τίτλο: «Η κρίση του καπιταλισμού». «Είναι ωσάν το Osservatore romano, η καθημερινή εφημερίδα του Βατικανού, να ρίχνει κριτική ματιά στον καθολικισμό», σχολιάζει έκπληκτος ο Αλέν Φρασόν στη γαλλική Le Monde.
Το ασυνήθιστο φαινόμενο δεν είναι μοναδικό. Ανάλογη δημόσια συζήτηση φιλοξένησε πρόσφατα το αδελφό έντυπο στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού, η Wall Street Journal, όπως και η ηλεκτρονική έκδοση του Economist, η σύνταξη του οποίου έθεσε το ερώτημα: «Αν ο κρατικός καπιταλισμός αποτελεί απάντηση στην κρίση του φιλελεύθερου μοντέλου». Ακόμη και στο χιονισμένο Νταβός, στην ετήσια σύναξη των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, το θέμα που κυριάρχησε, όπως έγραψε ο ηγέτης των Βρετανών Εργατικών Εντ Μίλιμπαντ, ήταν «αν ο καπιταλισμός του 20ού αιώνα αποτυγχάνει στις κοινωνίες του 21ου».
Στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η λέξη καπιταλισμός είχε εξαλειφθεί από τη δημόσια συζήτηση, ακόμη και από το λεξιλόγιο της μείζονος Αριστεράς (η οποία περιοριζόταν σε πιο «μαλακούς» στόχους, όπως ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση) και αυτή η εξαφάνιση ήταν η πιο χαρακτηριστική επιβεβαίωση του ιδεολογικού του θριάμβου. Αντίστροφα, η επανεμφάνισή του αποτελεί σύμπτωμα προϊούσας απαξίωσης. Πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Εντελμαν αποκάλυψε ότι το ποσοστό των Αμερικανών και των Βρετανών που έχουν θετική άποψη για τον καπιταλισμό έχει πέσει κάτω του 50% και λίγο απέχει από το αντίστοιχο των Ρώσων. «Η νομιμοποίηση του συστήματος σήμερα αμφισβητείται», γράφει ο Τζον Πλέντερ εκ μέρους της σύνταξης των Financial Times, προσθέτοντας ότι αυτή η τάση φέρνει μαζί της «αυξανόμενες απειλές πολιτικής αποσταθεροποίησης».
Φυσικά, τα έντυπα των αμερικανικών και ευρωπαϊκών ελίτ δεν φιλοδοξούν να σώσουν τους εργαζόμενους από τον καπιταλισμό, αλλά τον καπιταλισμό από τον εαυτό του. Ομονοούν ότι τα τρία κυρίαρχα μοντέλα των τελευταίων δεκαετιών -ο νεοφιλελεύθερος Ρεϊγκανισμός - Θατσερισμός, η αλήστου μνήμης «νέα οικονομία» των Κλίντον και Γκρίνσπαν, που έθρεψε τις χρηματιστικές «φούσκες», και το γερμανικό, εξαγωγικό μοντέλο που στηρίζεται στη διαρκή λιτότητα- έχουν κλείσει τον κύκλο τους. Αυτό που αναζητούν δεν είναι η υπέρβαση του συστήματος, αλλά μια καινούργια, μεγάλη μεταρρύθμιση που θα επιτρέψει την ομαλότερη διαιώνισή του.
Απόπειρα απάντησης σ' αυτό το ερώτημα υπήρξε πρόσφατο άρθρο του γνωστού μας προφήτη καταστροφών Νουριέλ Ρουμπινί και δύο άλλων οικονομολόγων (Ντάνιελ Αλπερτ και Ρόμπερτ Χόκετ) με τίτλο «Ο δρόμος προς τα εμπρός». Σε αντίθεση με τις επιδερμικές αναλύσεις που αποδίδουν την κρίση μόνο στα goldeboys και στη χρηματιστική κερδοσκοπία, οι τρεις συγγραφείς προχωρούν βαθύτερα για να εντοπίσουν δύο μεγάλα σεισμογενή ρήγματα: την υπερσυσσώρευση πλεοναζόντων κεφαλαίων χαμηλής κερδοφορίας και τις τρομακτικές ανισότητες του παγκόσμιου εμπορίου.
Η πρόταση των τριών στηρίζεται σε τρεις βασικές ιδέες:
Ενα «πεντάχρονο πλάνο», της τάξης των τρισεκατομμυρίων δολαρίων, για μεγάλες επενδύσεις στον τομέα των υποδομών «ώστε να εκμεταλλευθούμε τη μοναδική ευκαιρία να συναντηθούν τα πλεονάζοντα κεφάλαια και η πλεονάζουσα εργασία σε παραγωγικές δραστηριότητες». Τη «δραστική μείωση του υπέρογκου δημοσίου χρέους», με τις τράπεζες να επωμίζονται το σχετικό κόστος. Και την «αποκατάσταση της ισορροπίας» μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών χωρών στο παγκόσμιο εμπόριο, με τις πρώτες (π. χ. Κίνα, Γερμανία) να στρέφονται περισσότερο στην εσωτερική κατανάλωση, αυξάνοντας μισθούς και κοινωνικές παροχές.
Υπάρχει και μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή ρόλων σε αυτή τη συζήτηση.
Στα πρώτα στάδια της κρίσης, που ξεκίνησε το 2008 από τη Γουόλ Στριτ, ΗΠΑ και Βρετανία, οι χώρες της Ρεϊγκανικής - Θατσερικής απορρύθμισης, ενοχοποιούνταν ως οι κατ' εξοχήν υπαίτιοι από τη γαλλογερμανική Ευρώπη, η οποία βαυκαλιζόταν ότι χάρη στο ευρώ και το κοινωνικό κράτος της θα άντεχε καλύτερα τους κραδασμούς. Σήμερα, είναι η ευρωλάνδη - όμηρος της κ. Μέρκελ που βυθίζεται σε μια κρίση χωρίς πάτο, ενώ η Αμερική του Μπαράκ Ομπάμα σήμερα και, ενδεχομένως, η Βρετανία του Εντ Μίλιμπαντ αύριο, με το δικό τους νόμισμα και τα δικά τους κυρίαρχα κράτη, χωρίς το ζουρλομανδύα των «συμφώνων σταθερότητας», εμφανίζονται ως ελκτικότεροι, ή πάντως λιγότερο απωθητικοί, πόλοι. Μια εξέλιξη η οποία, πέραν της ιδεολογικής, έχει και δυνητικά γεωστρατηγική σημασία, ιδίως για τις χώρες που απειλούνται με εξοστρακισμό από την Ευρωζώνη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου