Παρότι οι Άραβες θεωρούν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία τους στέρησε τη δυνατότητα να προοδεύσουν και να αναπτυχθούν σε ανάλογο βαθμό με τη Δύση, εντούτοις κατά κάποιο τρόπο η Τουρκία «γοητεύει» τον αραβικό λαό, καθότι πέρα από το ότι είναι μια μουσουλμανική χώρα, θεωρείται πιο δημοκρατική από τα αραβικά καθεστώτα, φλερτάρει με την ΕΕ, είναι χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και τα τελευταία χρόνια η οικονομία της παρουσιάζεται βελτιωμένη.
Μάλιστα, αρκετοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι μετά την έναρξη της Αραβικής Άνοιξης κάποια ισλαμιστικά κινήματα κυρίως της Βόρειας Αφρικής προσπάθησαν να μιμηθούν το AKP και να το καταστήσουν ως μοντέλο για το δικό τους πολιτικό σύστημα. Αρκετοί Άραβες «θαυμάζουν» την οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας, το ρόλο της ως περιφερειακής δύναμης και την ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική που ασκείται από την Άγκυρα επί των ημερών του Erdogan.
Όπως είναι φυσικό η Άγκυρα ανησυχεί για την αλλαγή ισορροπιών που σημειώνεται στο γειτονικό αραβικό κόσμο, διότι η εν λόγω αλλαγή είναι ανεξέλεγκτη και συνεπώς είναι πολύ πιθανόν να καταστεί επιζήμια για τα τουρκικά συμφέροντα, αλλά να προκαλέσει και την ανάδυση νέων συμβατικών ή ασύμμετρων απειλών για την Τουρκία.
Για να περιορίσει το κόστος της επερχόμενης γεωπολιτικής αλλαγής στον αραβικό κόσμο, ο Τούρκος πρωθυπουργός αρχικά τάχθηκε κατά οποιασδήποτε πολιτικής αλλαγής σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά όταν αντιλήφθηκε ότι η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη, επένδυσε στη βελτίωση των σχέσεων με τους πολιτικούς ηγέτες που αναδείχθηκαν μετά την ανατροπή των αυταρχικών καθεστώτων του αραβικού κόσμου. Στη συνέχεια, υιοθετώντας ένα λαϊκίστικο προφίλ επισκέφθηκε τις αραβικές χώρες της Βόρειας Αφρικής, που πρόσφατα είχαν ανατρέψει τα καθεστώτα τους και επιδίωξε να προωθήσει τα τουρκικά συμφέροντα. Ταυτόχρονα, αναθεώρησε τη στάση του έναντι της Ουάσιγκτον και προσπάθησε να βελτιώσει τις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις κυρίως στον αμυντικό τομέα, καθότι ανησυχούσε ιδιαίτερα για την αυξανόμενη απειλή του «σιιτικού άξονα Ιράν-Συρίας». Έτσι, το Σεπτέμβριο του 2011 συμφώνησε να εγκαταστήσει το αντιβαλλιστικό Radar στη βάση Kürecik δυτικά της Malatya (Μελέτη) και πέτυχε τη μεταστάθμευση στην αεροπορική βάση του Incirlik των τεσσάρων αμερικανικών μη επανδρωμένων μαχητικών αεροσκαφών (UCAVs) τύπου Predator, µετά την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Άγκυρα εξασφάλιζε την υποστήριξη της Ουάσιγκτον, έμπαινε στο παιχνίδι της αναπτυσσόμενης αντιβαλλιστικής ασπίδας, αποκτούσε ένα στρατηγικό όπλο κατά του βαλλιστικού και πιθανόν μελλοντικά του πυρηνικού οπλοστασίου του Ιράν, ενώ με τα UCAVs αποκτούσε ένα σημαντικό τακτικό πλεονέκτημα παρακολούθησης και αντιμετώπισης των ανταρτών του PKK.
H Τουρκία, προσπαθώντας να επιφορτισθεί έναν περιφερειακό και εν μέρει διεθνή ρόλο, προκειμένου να έχει λόγο στο σχεδιασμό του νέου διεθνούς σκηνικού, ενσωμάτωσε στον ήδη βεβαρυμμένο τομέα εθνικής ασφαλείας της κινδύνους και απειλές που αντιμετωπίζουν τρίτες χώρες, ειδικά μετά τις εξελίξεις που ακολούθησαν την Αραβική Άνοιξη. Το γεγονός αυτό οδήγησε την Άγκυρα στην προσαρμογή της εξωτερικής της πολιτικής και στην αναθέρμανση των σχέσεών της με την Ουάσιγκτον. Έκτοτε, διατηρεί μια φιλο-σουνιτική στάση έναντι του αραβικού κόσμου, ενώ ταυτόχρονα συνεχίζει να καλλιεργεί μια αντι-ισραηλινή στάση, απαιτώντας την απολογία του Τελ Αβίβ, την άρση του αποκλεισμού της Λωρίδας της Γάζας και την αποζημίωση για τα θύματα της επιχείρησης στο Mavi Marmara. Η στάση της Άγκυρας απέναντι στο Τελ Αβίβ έχει προβληματίσει και έχει διχάσει τους Αμερικανούς. Από την πλευρά του το πεντάγωνο υποστηρίζει ότι «πάση θυσία» θα πρέπει να εξομαλυνθούν οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις, ενώ αντίθετα κάποιες άλλες φωνές από το Κογκρέσο εμμένουν υπέρ του ψηφίσματος για την αρμενική γενοκτονία.
Πριν την έναρξη της Αραβικής Άνοιξης στη Συρία, η Άγκυρα είχε καταφέρει να βελτιώσει σε σημαντικό βαθμό τις σχέσεις της με τη Δαμασκό. Σε σύντομο χρονικό διάστημα οι δύο χώρες πέτυχαν να μετατρέψουν τη συνεργασία τους σε «στρατηγική συνεργασία υψηλού επιπέδου», προβάλλοντας παράλληλα και τόσο τις ικανότητες του υπουργού Εξωτερικών Davutoglu όσο και τις απόψεις του για το «στρατηγικό βάθος». Συγκεκριμένα:
- Ο Τούρκος πρωθυπουργός με το Σύριο πρόεδρο ανέπτυξαν στενές προσωπικές και οικογενειακές σχέσεις. Για παράδειγμα, οι σύζυγοί τους επικοινωνούσαν τακτικά με e-mail.
- Διευρύνθηκε η διμερής συνεργασία στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, η οποία περιελάμβανε την εκπαίδευση Σύριων στρατιωτικών στην Τουρκία, διεξαγωγή κοινών ασκήσεων στα τουρκο-συριακά σύνορα, από κοινού κατασκευή πυρομαχικών και συγκρότηση τριών επιτροπών για την παρακολούθηση θεμάτων που αφορούσαν στις επιχειρήσεις εναντίον του ΡΚΚ, τη στρατιωτική εκπαίδευση και τη λογιστική υποστήριξη των ενόπλων δυνάμεων. Ειδικότερα για το ΡΚΚ, επισημαίνεται ότι οι συριακές αρχές συνέλαβαν δεκάδες Κούρδους αντάρτες, τους οποίους στη συνέχεια παρέδωσαν στην Τουρκία.
- Υπογράφηκαν συμφωνίες για την ελεύθερη διακίνηση αγαθών και την εφαρμογή της “visa-free neighborhood policy”.
- Η Τουρκία διαμεσολαβούσε για τη συρο-ισραηλινή συμφωνία ειρήνης
- Οι σχέσεις συνεργασίας των δύο χωρών κορυφώθηκαν με την ίδρυση του Στρατηγικού Συμβουλίου Συνεργασίας.
Στη συνέχεια, αρκετές χιλιάδες Σύριοι πρόσφυγες, ηγετικά στελέχη του Συριακού Εθνικού Συμβουλίου και του Ελεύθερου Συριακού Στρατού κατέφυγαν στη γειτονική Τουρκία. Το Νοέμβριο του 2011, όταν σημειώθηκαν επιθέσεις κατά των τουρκικών διπλωματικών εγκαταστάσεων από Σύριους φιλοκαθεστωτικούς και κατά των λεωφορείων που μετέφεραν Τούρκους προσκυνητές από τη Μέκκα, ο Erdogan ζήτησε από τον Assad να παραιτηθεί, ενώ ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Davutoglu ανακοίνωσε μια σειρά στρατιωτικών, οικονομικών και διπλωματικών κυρώσεων κατά του συριακού καθεστώτος.
(3) Τρίγωνο Τουρκίας-Ιράν-Ιράκ
Για κάποιους Αμερικανούς αξιωματούχους, πιθανόν η εγκατάσταση του αντιβαλλιστικού Radar στη Malatya που άρχισε να λειτουργεί στις αρχές του 2012, να συνιστά τη σημαντικότερη αμυντική συμφωνία μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Άγκυρας, στη διάρκεια των τελευταίων 15-20 χρόνων. Το γεγονός αυτό και μόνον αποδεικνύει την αναθέρμανση των τουρκο-αμερικανικών σχέσεων που επετεύχθη εντός του 2011. Επρόκειτο για μια στρατηγική αμυντική συμφωνία, η οποία προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Τεχεράνης. Συγκεκριμένα, κάποιοι Ιρανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι «θα στοχοποιήσουν το Radar, εάν οι Αμερικανοί ή οι Ισραηλινοί διεξάγουν αεροπορικές επιθέσεις κατά του Ιράν»[1]. Η ρήξη πλέον στις τουρκο-ιρανικές σχέσεις άρχισε να βαθαίνει, καθώς η Άγκυρα υποστήριζε τα σχέδια της Ουάσιγκτον για διεθνή απομόνωση του Ιράν και επιπλέον επηρέαζε τις εξελίξεις στη Συρία με τρόπο αντίθετο προς τα ιρανικά συμφέροντα.
Η αλλαγή των δεδομένων, κυρίως λόγω των γεωπολιτικών εξελίξεων στον αραβικό κόσμο (Αραβική Άνοιξη), ανάγκασαν την Άγκυρα να αναθεωρήσει τη στάση της και να γυρίσει την πλάτη στο σιιτικό άξονα. Η τουρκική εξωτερική πολιτική άρχισε να παραλληλίζεται με την παραδοσιακά φιλο-σουνιτική αμερικανική πολιτική. Η Άγκυρα εκτιμούσε ότι βραχυ-μεσοπρόθεσμα οι Σύριοι σουνίτες θα αναλάβουν την εξουσία και ότι το Ιράν θα έχανε το στρατηγικό του εταίρο. Ίσως, το επόμενο χρονικό διάστημα να διεξαγόταν και μια αμερικανο-ισραηλινή επιχείρηση κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων. Επομένως, για ποιο λόγο να συνέχιζε να παίζει το παιχνίδι της Τεχεράνης, όταν μάλιστα ενδόμυχα ανησυχούσε για τις πυρηνικές φιλοδοξίες της;
Η σταθερότητα στο βόρειο Ιράκ είναι υψίστης σημασίας για την Τουρκία, διότι οι αντάρτες του PKK έχουν δημιουργήσει ασφαλή καταφύγια στην περιοχή, αλλά και διότι η Τουρκία θα μπορούσε να εισάγει τα πλούσια κοιτάσματα υδρογονανθράκων του Κιρκούκ, με αποτέλεσμα να απεξαρτηθεί από την ιρανική και ρωσική εισαγωγή ενέργειας. Επιπρόσθετα, θα μπορούσε να βελτιώσει τις ήδη σημαντικές εμπορικές σχέσεις με την Κουρδική Περιφερειακή Κυβέρνηση (Kurdish Regional Government – KRG). Γενικά, παρά τις συχνές διαμαρτυρίες της ιρακινής κεντρικής κυβέρνησης του Nouri al-Maliki για τη διεξαγωγή των συχνών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων κατά του PKK στο βόρειο Ιράκ, ο ρόλος της Τουρκίας στο Ιράκ αναβαθμίζεται σημαντικά λόγω της απόσυρσης των αμερικανικών δυνάμεων (Δεκέμβριος 2011). Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που η Ουάσιγκτον φρόντισε να αναθερμάνει τις σχέσεις της με την Άγκυρα, λίγους μήνες πριν αναχωρήσουν από την περιοχή οι Αμερικανοί στρατιώτες.
(4) Τουρκική εμπλοκή στην κρίση της Λιβύης
Ενώ ο Erdogan ήταν από τους πρώτους ηγέτες που ζήτησε την παραίτηση του Mubarak σε τηλεοπτική του ομιλία στο Al-Jazeera (Φεβρουάριος 2011), εντούτοις στην περίπτωση της Λιβύης τήρησε μια επαμφοτερίζουσα εξωτερική πολιτική. Στην Αίγυπτο και την Τυνησία, η Τουρκία ήταν ξεκάθαρα υπέρ της δημοκρατίας. Δεν υποστήριξε όμως τον αγώνα των Λίβυων αντικαθεστωτικών. Μήπως ο Τούρκος πρωθυπουργός θεωρούσε ότι ο Qaddafi κυβερνούσε δημοκρατικά; Όχι βέβαια. Απλά, στη Λιβύη είχαν επενδυθεί τουρκικά κεφάλαια ύψους 15 δισ. δολαρίων, τα οποία κινδύνευαν να χαθούν αν έπεφτε το κανταφικό καθεστώς. Επίσης, κινδύνευε η ασφάλεια των περίπου 25.000 Τούρκων οικονομικών μεταναστών, οι οποίοι εργάζονταν στη Λιβύη και έπρεπε να επαναπατρισθούν.
Με την έναρξη των ταραχών στη Λιβύη, ο Τούρκος πρωθυπουργός επέκρινε τη βία που ασκούσαν οι κανταφικές δυνάμεις κατά του λιβυκού λαού. Ωστόσο, αντέδρασε δημόσια με την υιοθέτηση της απόφασης 1973 του ΣΑ του ΟΗΕ και με τη στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ. Μετά την υιοθέτηση της εν λόγω απόφασης, η Τουρκία άλλαξε στάση και αποφάσισε να υποστηρίξει ενεργά την εφαρμογή της απόφασης του ΟΗΕ, ενώ στη συνέχεια πρότεινε τη διαμεσολάβηση της Άγκυρας, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Λίβυου μονάρχη και των αντικαθεστωτικών της Βεγγάζης. Η αλλαγή στη στάση της Άγκυρας προήλθε μετά από επανεκτίμηση της κατάστασης και συγκεκριμένα μετά την απόρριψη των Λίβυων αντικαθεστωτικών για διαπραγματεύσεις με το καθεστώς της Τρίπολης. Η πιθανή ανάδυση νέων συμφερόντων και απειλών για την Τουρκία, που θα προέκυπταν από το μελλοντικό status της ευρύτερης περιοχής του αραβικού κόσμου, ήταν πλέον ορατή.
Οι προθέσεις τη Άγκυρας ήταν περισσότερο από προφανείς. Αποφάσισε να συμμετάσχει στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων προκειμένου να μην απομονωθεί από τις υπόλοιπες χώρες-μέλη της Συμμαχίας. Παράλληλα, διατηρούσε διαύλους επικοινωνίας με το κανταφικό καθεστώς, ενώ κατέβαλε προσπάθειες προκειμένου να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις, οι οποίες θα της επέτρεπαν να συνάψει σχέσεις συνεργασίας με τις δυνάμεις των αντικαθεστωτικών. Εξάλλου, οι αντικαθεστωτικοί ήσαν οι πιθανότεροι ηγέτες της χώρας στη μετά-Qaddafi εποχή. Με άλλα λόγια, επιθυμούσε «και την πίττα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο».
Μετά τη κατάρρευση του Qaddafi, η Άγκυρα προώθησε τη στρατιωτική συνεργασία της με τη Λιβύη, βάσει της οποίας οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ανέλαβαν την ανασυγκρότηση του στόλου και την εκπαίδευση του λιβυκού στρατού ξηράς και του πολεμικού ναυτικού. Επιπρόσθετα, η Άγκυρα, ανέλαβε την εκπαίδευση στην Τουρκία 1.500 Λίβυων αστυνομικών σε θέματα ασφάλειας και καθηκόντων σε σωφρονιστικά καταστήματα, ενώ μέσω του Τουρκικού Οργανισμού Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΤΙΚΑ), χορήγησε στο υπουργείο Εσωτερικών της Λιβύης στολές και εξοπλισμό για 6.000 αστυνομικούς, καθώς και 30 αστυνομικά οχήματα[2].
(5) Περαιτέρω βελτίωση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων
Σύμφωνα με Αμερικανούς αναλυτές «στην παρούσα φάση, η Τουρκία θεωρείται πιο σημαντική σύμμαχος για τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε σχέση με την ψυχροπολεμική περίοδο»[3], λόγω των νέων προκλήσεων που προέρχονται από την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας πλησίον διαφόρων «θερμών σημείων» (Ιράν, Ιράκ, Συρία, Αφγανιστάν, Κεντρική Ασία, Καύκασος, Μαύρη Θάλασσα, κτλ) την καθιστά πολύτιμο εταίρο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Μάλιστα, η στρατηγική της σημασία αναμένεται να αναβαθμιστεί, καθώς το ΝΑΤΟ σχεδιάζει να μετατρέψει το Κέντρο Διοίκησης Αεροπορικών Δυνάμεων της Σμύρνης σε Κέντρο Διοίκησης Χερσαίων Δυνάμεων, ενώ ταυτόχρονα θα τερματισθεί η λειτουργία των χερσαίων βάσεων της Γερμανίας και της Ισπανίας. Παρόλα αυτά, η αμερικανική κυβέρνηση προβληματίζεται για την υποβάθμιση του ρόλου των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στη πολιτικο-στρατιωτική ζωή της χώρας, καθώς και για την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική αυτοδυναμία της Τουρκίας, κατά την τελευταία δεκαετία.
Η Τουρκία είναι πιθανόν να παίξει ένα σημαντικό ρόλο και να επηρεάσει ως ένα βαθμό το αποτέλεσμα των εν εξελίξει πολιτικο-κοινωνικών αλλαγών της Αραβικής Άνοιξης, καθώς και να εμπλακεί στις μελλοντικές εξελίξεις στο Ιράκ, το Ιράν και το Αφγανιστάν. Η εκτίμηση αυτή λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από την Ουάσιγκτον, και ως εκ τούτου αναμένεται η περαιτέρω αναθέρμανση των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, προκειμένου να ελεγχθεί στο βαθμό του δυνατού η συμπεριφορά και ο ρόλος της Άγκυρας στο επιθυμητό για την Ουάσιγκτον αποτέλεσμα. Μάλιστα, η αμερικανική πλευρά αναμένεται να καταλήξει σε μια σειρά πολιτικών επιλογών, οι οποίες θα λειτουργήσουν καταλυτικά στην επίτευξη της αναθέρμανσης των αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, με φόντο την Αραβική Άνοιξη και την προώθηση των αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή. Συγκεκριμένα, είναι πιθανό να επιδιώξει ή και να εντείνει τις προσπάθειές της για:
- Την ομαλοποίηση των σχέσεων Άγκυρας-Τελ Αβίβ.
- Την περαιτέρω αναβάθμιση της αμερικανο-τουρκικής συνεργασίας ανταλλαγής στρατιωτικών πληροφοριών, καθώς και της αντίστοιχης συνεργασίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.
- Την υπογραφή συμφωνιών για τη μεγιστοποίηση της χρήσης του τουρκικού εδάφους και των τουρκικών στρατιωτικών βάσεων, από αμερικανικές και ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις.
- Την παροχή οικονομικής βοήθειας προς την Τουρκία καθώς και την από κοινού εκπόνηση σχεδίων, για το ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει η Τουρκία στις αραβικές χώρες, όπου συνεχίζεται η Αραβική Άνοιξη.
- Την αναθέρμανση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην ΕΕ, αν και η Άγκυρα έχει «εκτροχιασθεί» προ πολλού από την ευρωπαϊκή τροχιά.
- Την πίεση προς την Άγκυρα, προκειμένου να ακολουθήσει μια πιο σκληρή πολιτική προς την Τεχεράνη, εφαρμόζοντας τις κυρώσεις που επέβαλαν οι χώρες της Δύσης. Στο άμεσο μέλλον, δεν θα ήταν καθόλου απίθανο η Άγκυρα να υιοθετήσει μια διαφορετική συμπεριφορά απέναντι στην Τεχεράνη, αμφιβάλλοντας για το σκοπό της ανάπτυξης του πυρηνικού της προγράμματος. Παράλληλα, το γεγονός αυτό θα αποτελέσει και άλλοθι ώστε η Τουρκία να αναπτύξει πυρηνικά όπλα.
- Τη διαπραγμάτευση της παροχής αμερικανικής τεχνολογίας στον τομέα της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας ή και σε άλλους τομείς για τους οποίους ενδιαφέρεται η Άγκυρα. Ως γνωστόν, η Τουρκία επιδιώκει να αποκτήσει τεχνολογικά προηγμένο αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό, ενώ η αμυντική της βιομηχανία συμμετέχει σε κοινά προγράμματα με τις ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα με το πρόγραμμα του F-35.
- Την ενίσχυση και διεύρυνση των διμερών εμπορικών σχέσεων και ιδιαίτερα των αμερικανικών επενδύσεων στην Τουρκία, καθώς θεωρείται δεδομένη η εκατέρωθεν επιθυμία. Μάλιστα, Αμερικανοί επενδυτές ενδιαφέρονται για τουρκικές ενεργειακές εταιρίες που εδρεύουν στη Σμύρνη, ενώ η αμερικανική κυβέρνηση έχει υποδείξει την Τουρκία ως μια αγορά πρώτης προτεραιότητας και έχει αναπτύξει μια στρατηγική ενίσχυσης των εξαγωγών προς αυτή (Export Enhancement Strategy for Turkey).
[1] USA TODAY, “Biden urges Turkey to impose new Iran sanctions”, February 12, 2012
[2] Χρήστος Μηνάγιας, Περιοδικό ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ, «Εκβιασμοί, απειλές και αυθαιρεσίες από την Άγκυρα στην Ανατολική Μεσόγειο», τεύχος 23, 2010
[3] Jim Zanotti (Specialist in Middle Eastern Affairs), CRS Report for Congress, “Turkey: Background and U.S. Relations”, February 2, 2012
www.geostrategy.gr (μέσω Ελευθερης Ζωνης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου