Το χαμένο ραντεβού της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την Ιστορία...
Του Γιώργου Καπόπουλου
Πώς φθάσαμε σε μια κατάσταση πραγμάτων στην Ευρωζώνη την οποία ο πρόεδρος Σαρκοζί περιέγραφε σε συνεργάτες του με τη φράση «ποτέ άλλοτε η Ευρωζώνη δεν βρέθηκε τόσο κοντά στην κατάρρευση»;
Για να δώσουμε μια απάντηση δεν αρκεί να πάμε πίσω στην αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης το Σεπτέμβριο του 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers αλλά στην επόμενη μέρα της κατάρρευσης του Τείχους του Βερολίνου το 1989, χωρίς τις παρωπίδες της πολιτικής ορθότητας που επικράτησε στην πορεία για την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος.
Όταν έπεσε το Τείχος στις αρχές Νοεμβρίου του 1989 πανικός και αμηχανία κυριάρχησαν στη Βρετανία της Θάτσερ αλλά και στη Γαλλία του Μιτεράν. Παρά τους πανηγυρισμούς για την κατάρρευση του πιο χαρακτηριστικού συμβόλου της διαίρεσης της Ευρώπης και της Γερμανίας, η προοπτική συγκρότησης ενιαίας Γερμανίας πανικόβαλλε το Λονδίνο και το Παρίσι που «έβλεπαν» να αναιρούνται μέσα σε λίγες μέρες τα αποτελέσματα του Β Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε αντίθεση με τη Θάτσερ που έχασε πολύτιμο χρόνο εκλιπαρώντας τον Γκορμπατσόφ να εμποδίσει την ένωση των δύο γερμανικών κρατών, ο Μιτεράν συνέλαβε το σχέδιο ελέγχου της ηγεμονικής ισχύος της ενιαίας Γερμανίας μέσα από την επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τόσο ως προς την οικονομική και νομισματική όσο και ως προς την πολιτική ενοποίηση.
Ο τότε καγκελάριος της δυτικής Γερμανίας Κολ, μαθητής του Αντενάουερ προσυπέγραψε πολύ γρήγορα την πρόταση Μιτεράν εκκινώντας από το άλλο άκρο: Αν ο Γάλλος πρόεδρος ήθελε τον έλεγχο της Γερμανίας μέσω της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ο Κολ είδε τόσο την ΟΝΕ όσο και την πολιτική ένωση ως εργαλεία οικοδόμησης μιας Ευρώπης στις προδιαγραφές του γερμανικού μοντέλου:
Ένα κοινό νόμισμα στο μοντέλο του μάρκου και μια πολιτική ένωση αντίγραφο του μεταπολεμικού δυτικογερμανικού ομοσπονδιακού μοντέλου.
Οι επιλογές Μιτεράν και Κολ συνάντησαν σοβαρότατες εναντιώσεις από την πρώτη στιγμή και στις δύο χώρες:
Στη Γαλλία πολλοί την είδαν σαν υποταγή στη Γερμανία αλλά και σαν εγκατάλειψη της αρχής της εθνικής κυριαρχίας που σφράγιζε ακόμη και την ευρωπαϊκή στρατηγική του Παρισιού που «έβλεπε» την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο της διακρατικής-διακυβερνητικής κυριαρχίας.
Στη Γερμανία πολλοί είδαν στην εγκατάλειψη του μάρκου τον εξαναγκασμό της χώρας να εγκαταλείψει μια από τις βασικές προϋποθέσεις της μεταπολεμικής οικονομικής ευημερίας της χώρας.
Λιγότεροι την είδαν σαν επιβολή της βούλησης των νικητών του Β Παγκοσμίου Πολέμου που την ώρα της ενοποίησης και της χειραφέτησης από την ήττα επέβαλαν την εγκατάλειψη του βασικού εργαλείου της εθνικής κυριαρχίας του εθνικού νομίσματος.
Σαν να μην έφθαναν τα παραπάνω, τη στιγμή που οι διαπραγματεύσεις ενόψει της Συνόδου Κορυφής του Μάαστριχτ έμπαιναν σε αποφασιστική φάση, ξέσπασε η μετωπική αντιπαράθεση της Γερμανίας με τη Βρετανία και τη Γαλλία για το χειρισμό της γιουγκοσλαβικής κρίσης με τους Κολ και Γκένσερ να εκβιάζουν για την άμεση αναγνώριση της Σλοβενίας και της Κροατίας. Για μια στιγμή κυριάρχησε η εντύπωση ότι η Γηραιά Ήπειρος παλινδρομεί στην προ του 1914 περίοδο όταν κάθε μεγάλη δύναμη είχε τους πελάτες της και τα ερείσματά της στα Βαλκάνια όπου προβάλλονταν δίπλα στις τοπικές εθνικιστικές αντιπαραθέσεις οι κεντρικοί ανταγωνισμοί για την κυριαρχία στην Ευρώπη.
Γερμανία και Ευρώπη
Όταν κορυφωνόταν η προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβασμού λίγο πριν από το Μάαστριχτ προβαλλόταν κατά κόρον το δίλημμα ευρωπαϊκή Γερμανία ή γερμανική Ευρώπη. Πολύ γρήγορα έγινε σαφές ότι οι δύο επιλογές δεν ήταν δίλημμα αλλά άθροισμα με την ευρωπαϊκή Γερμανία να προβάλλει ως η προϋπόθεση για τη γερμανική Ευρώπη.
Οι προδιαγραφές του κοινού νομίσματος όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο Μάαστριχτ στο τέλος του 1991 και συμπληρώθηκαν στο Δουβλίνο λίγα χρόνια αργότερα δεν άφηναν καμιά αμφιβολία:
Η Γερμανία εγκατέλειπε μόνο την ονομασία του μάρκου επιβάλλοντας «ένα κοινό νόμισμα στις ίδιες προδιαγραφές με υψηλότατο κοινωνικό και πολιτικό κόστος προσαρμογής για τις υπόλοιπες χώρες. Την ίδια στιγμή διαπιστωνόταν η αδυναμία ουσιαστικής προόδου προς την Πολιτική Ένωση με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 να είναι κατώτερη των περιστάσεων.
Η διαπραγμάτευση κορυφώθηκε στην περίοδο 1997-98 όταν ετέθη το θέμα της επιλογής της πρώτης Ομάδας Χωρών της ΟΝΕ. Η Γερμανία του Κολ ήθελε εξαρχής να αποκλείσει την Ιταλία που τη θεωρούσε από τότε «ωρολογιακή βόμβα» για το ευρώ ενώ η Γαλλία της συγκατοίκησης Σιράκ-Ζοσπέν ήθελε τη συμμετοχή του Νότου καθώς με τον τρόπο αυτό διασφάλιζε της προϋποθέσεις μιας πιο χαλαρής εφαρμογής του Μάαστριχτ και του Συμφώνου Σταθερότητας.
Η γερμανική αντίσταση κάμφθηκε όταν η γαλλική πλευρά συνέδεσε τη συγκατάθεσή της στη διεύρυνση της Ε.Ε. προς την κεντρική και ανατολική Ευρώπη -ένα διακύβευμα ζωτικής σημασίας για τη Γερμανία- με τη συμμετοχή της Ιταλίας στην πρώτη Ομάδα Χωρών της ΟΝΕ, μια απόφαση που συμπαρέσυρε και την ταυτόχρονη συμμετοχή της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και άνοιξε την πόρτα για την προσχώρηση της Ελλάδας δύο χρόνια αργότερα.
Ευρώπη
Η θνησιγενής Συνταγματική Συνθήκη
Με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ να είναι ανεπαρκής και την επερχόμενη διεύρυνση προς ανατολάς να απειλεί τη λειτουργικότητα της Ε.Ε., η γαλλική προεδρία του δευτέρου εξαμήνου του 2000 είχε αναλάβει να συγκαλέσει Διακυβερνητική Διάσκεψη στη Νίκαια το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς για την επικύρωση μιας Νέας Συνθήκης. Το Μάιο αιφνιδιαστικά και χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε διμερής διαβούλευση με τη Γαλλία, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Φίσερ εκφώνησε το γνωστό λόγο στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου όπου έθεσε ανοικτά την πρόκληση της υιοθέτησης ευρωπαϊκού Συντάγματος ως πρώτου βήματος προς την ομοσπονδιακή μετεξέλιξη της Ε.Ε. Το Βερολίνο με μια κίνηση ακύρωσε τη γαλλική προεδρία και «άδειασε» προκαταβολικά τη Συνθήκη της Νίκαιας η οποία υιοθετήθηκε ύστερα από μια παρατεταμένη και ψυχοδραματική Σύνοδο Κορυφής στην οποία παραλίγο να έλθουν κυριολεκτικά στα χέρια ο Σιράκ με το Σρέντερ. Από το 2000 μέχρι το 2003 υπήρξε μια ψυχροπολεμική παγερότητα ανάμεσα στο Βερολίνο και στο Παρίσι καθώς ο μεγάλος συμβιβασμός προέκυψε τον Ιανουάριο του 2003 με ένα Σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης που συνδύαζε την ομοσπονδιακή εμμονή της Γερμανίας και τη διακυβερνητική περιχαράκωση της Γαλλίας. Το σχέδιο είχε άδοξο τέλος καθώς καταποντίσθηκε στο «όχι» των δημοψηφισμάτων στη Γαλλία και την Ολλανδία την Άνοιξη του 2005 και αντικαταστάθηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας η οποία σε καμία περίπτωση δεν άνοιγε το δρόμο για ομοσπονδιακή μετεξέλιξη.
Είκοσι χρόνια μετά την υπογραφή του Μάαστριχτ...
Η ώρα της κρίσης για τους ηγέτες της Ευρώπης
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το Φθινόπωρο του 2008 μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers βρήκε την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη στη χειρότερη δυνατή στιγμή πολιτικής συνοχής:
Στη Γαλλία από τον Ιούνιο του 2007 ο Σαρκοζί προσπαθούσε προκλητικά και με κάθε δυνατό τρόπο να μεταβάλλει τις ισορροπίες μέσω της αποδυνάμωσης της Γερμανίας, πρώτα με τη Μεσογειακή Ένωση, και στη συνέχεια με την προσέγγιση της Βρετανίας και των ΗΠΑ.
Την ίδια εποχή στη Γερμανία όπου η Μέρκελ ήταν επικεφαλής της κυβέρνησης του Μεγάλου Συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών -Σοσιαλδημοκρατών ενσωματωνόταν ως συνταγματική τροπολογία η υποχρεωτική συρρίκνωση και ο εκμηδενισμός των ελλειμμάτων, μια επιλογή παγίωσης της ακινησίας της ημιτελούς ΟΝΕ.
Ετσι η αναζήτηση ευρωπαϊκής λύσης πρώτα για τη στήριξη των τραπεζών στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε. και στη συνέχεια για τη δημοσιονομική κρίση της περιφέρειας άρχισε στις χειρότερες δυνατές συνθήκες αντιπαράθεσης και καχυποψίας ανάμεσα στο Βερολίνο και στο Παρίσι.
Από το Σεπτέμβριο του 2008 μέχρι και τον Ιούνιο του 2010 μια σκληρή γαλλογερμανική αντιπαράθεση σκίαζε τη δημοσιονομική κρίση του Νότου της Ευρωζώνης. Ο ένοικος του Μεγάρου των Ηλυσίων διέπραξε τον Ιούνιο του 2010 ένα μοιραίο στρατηγικό σφάλμα ανάλογο με αυτό που διέπραξε στο τέλος της δεκαετίας του '20 ο τότε υπουργός Άμυνας της Γαλλίας, Μαζινό, που εγκλώβισε τη χώρα σε μια στατική άμυνα πίσω από ένα σύμπλεγμα οχυρών που φέρει το όνομά του, μια επιλογή που προδιέγραψε τη συντριπτική στρατιωτική ήττα το Μάιο του 1940. Εκανε στροφή 180 μοιρών και αποφάσισε να εναρμονισθεί με τις επιλογές της Μέρκελ.
Η προσπάθεια σύγκλισης με τις επιδόσεις και τα ποσοστά της Γερμανίας απέτυχε διπλά: Αποξένωσε και εξόργισε την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος χωρίς ούτε να βελτιώσει τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς με το Βερολίνο, ούτε να καθησυχάσει τις αγορές και τους οίκους αξιολόγησης αλλά χωρίς καν να θωρακίσει το τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Είκοσι χρόνια μετά την υπογραφή του Μάαστριχτ και σχεδόν δεκατρία χρόνια μετά την ίδρυση της Ευρωζώνης, η στρατηγική του Αντενάουερ και του Κολ για γερμανική Ευρώπη μέσω ευρωπαϊκής Γερμανίας μοιάζει να δικαιώνεται, μια διαπίστωση που δεν επιτρέπει πρόωρες θριαμβολογίες. Πρόκειται για μια κυριαρχία, οι όροι της οποίας υποθηκεύουν την ίδια την επιβίωση της Ευρωζώνης αλλά και γεννούν τη δυναμική μιας ευρύτατης αντιγερμανικής συσπείρωσης στη διεθνή σκηνή.
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΔΙΕΘΝΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ,
ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ,
ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου