Συγγραφέας και διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ.
Διαπρεπείς πανεπιστημιακοί υποστηρίζουν ότι η προτεινόμενη από την κυβέρνηση συμμετοχή μη πανεπιστημιακών στη διοίκηση των πανεπιστημίων είναι μέθοδος «ξενόφερτη». Ο χαρακτηρισμός αυτός υιοθετήθηκε ως απαξιωτικός της μεθόδου. «Ξενόφερτος», σύμφωνα με το λεξικό, σημαίνει «ο φερόμενος από τα ξένα», ο ξένος, ο αλλότριος προς τις τοπικές συνήθειες. Η συγκεκριμένη λέξη προτιμήθηκε από άλλες, πιο εύηχες, όπως «επείσακτος», «δάνειος» κ.ο.κ. προφανώς διότι έχει μαχητική «σημαντική» (παραπέμπει στη δεκαετία του 1970).
Ομως η συμμετοχή στη διοίκηση των πανεπιστημίων προσώπων που δεν διδάσκουν και δεν εργάζονται σε αυτά δεν είναι καθόλου «ξενόφερτη». Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: είναι η ουσία της παράδοσής μας.
Από τότε που διαθέτουμε ιστορικές ειδήσεις, δηλαδή από τον 18ο αιώνα, τη διοίκηση των σχολείων στις οθωμανικές χριστιανικές -και όχι μόνον- κοινότητες ασκούσαν οι σχολικές εφορείες αποτελούμενες από πρόσωπα εκλεγόμενα, στη συντριπτική πλειονότητά τους επιχειρηματίες.
Οι διδάσκοντες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν πνευματικές προσωπικότητες διαχρονικής αξίας, προσλαμβάνονταν από τις σχολικές εφορείες, αξιολογούνταν από αυτές και συνέχιζαν να υπηρετούν ή απολύονταν ανάλογα με την αξιολόγησή τους.
Για να περιοριστώ στη μεγαλύτερη τότε πόλη του σημερινού ελλαδικού χώρου, τη Θεσσαλονίκη, θα αναφέρω μερικά από τα ονόματα των προσώπων που διοίκησαν τα σχολεία της Θεσσαλονίκης, πρόσωπα συνυφασμένα με τη νεότερη ιστορία: ο Γεώργιος Πάικος, ο Ιωάννης Καφταντζόγλου, ο Δούκας Νικολάου (εκλεγόμενος επί 40 χρόνια επίτροπος των σχολείων), ο Δημήτριος Φιλίπποβιτς, ο Ροβέρτος Αββοττ, ο Ιωάννης Αυγερινός, ο Περικλής Χατζηλαζάρου, ο Νικόλαος Μάνος, ενώ θα ήταν ουσιώδης παράλειψη να μην αναφερθεί τουλάχιστον ο Κάρολος Αλλατίνη από την εβραϊκή κοινότητα. Στην πλειονότητά τους οι άνθρωποι αυτοί εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη προερχόμενοι από άλλους τόπους, πλούτισαν με το εμπόριο και -απαλλαγμένοι από τον βιοπορισμό- αφιέρωσαν άφθονο προσωπικό χρόνο για να νοικοκυρέψουν και να επεκτείνουν το εκπαιδευτικό σύστημα.
Στο σύνολό τους οι αναφερόμενοι όχι μόνον δεν ωφελήθηκαν από την υπηρεσία τους (δεν είχαν ανάγκη να ωφεληθούν), αλλά δάνειζαν ατόκως στα σχολικά ταμεία για να τα διευκολύνουν, έτσι που όχι μόνον να κρατήσουν το σύστημα ανοιχτό στα παιδιά των φτωχότερων οικογενειών, αλλά να το επεκτείνουν και να το εμπλουτίσουν. Το χριστιανικό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης και η Alliance για τους εβραιόπαιδες ήταν από τα καλύτερα σχολικά ιδρύματα της Ανατολής και δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από τα σχολεία του ελληνικού βασιλείου.
Η κοινή εμπιστοσύνη προς τη διοίκηση από πρόσωπα με αυτά τα χαρακτηριστικά προκαλούσε εμπιστοσύνη και προσείλκυε πολλές δωρεές. Τα περισσότερα σχολεία του κέντρου της Θεσσαλονίκης είναι κτισμένα σε οικόπεδα που δωρίθηκαν τον 19ο αιώνα ή στις αρχές του 20ού από επιχειρηματικές οικογένειες.
Αν συγκρίνει κανείς τις -όχι αμελητέες- δωρεές προς το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στα 85 χρόνια της ύπαρξής του με τις δωρεές που πραγματοποιήθηκαν προς τα σχολεία της Θεσσαλονίκης από το 1818 ώς το 1912 θα καταλήξει σε μελαγχολικές σκέψεις, ακόμη και αν παραλείψει τις αναγωγές σε πληθυσμό και βιοτικό επίπεδο.
Επειδή ακριβώς ήταν επιχειρηματίες, οι διοικούντες τα σχολεία γνώριζαν πώς να αξιοποιούν κάθε πόρο, χωρίς ποτέ να επιβάλλουν δίδακτρα, ώστε να είναι προσιτά τα σχολεία σε όλους.
Ανάμεσα στους πόρους των σχολείων ήταν και τα έσοδα από την εκμετάλλευση των κοινόχρηστων λιβαδιών της ανατολικής Θεσσαλονίκης, πόρος που διατηρήθηκε μέχρι το 1926 και εκχωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, για να περιπέσει σύντομα σε αχρηστία, με αποτέλεσμα να απολεσθεί μια ανεκτίμητη πηγή εσόδων. Στην περιοχή αυτή οικοδομήθηκαν έκτοτε δεκάδες χιλιάδες ακίνητα, χωρίς το πανεπιστήμιο να ωφεληθεί το παραμικρό.
Το σύστημα των εκλεγμένων εφόρων δεν ήταν ασφαλώς ο παράδεισος. Αντανακλούσε τις κοινωνικές αντιθέσεις και πολλές φορές (ακριβώς όπως τα ελληνικά πανεπιστήμια) αποτέλεσε πεδίο κοινωνικών ρήξεων. Ηταν όμως ένα σύστημα που κρινόμενο από τα αποτελέσματά του υπήρξε αποδοτικό.
Συντρίφτηκε με βία από την κρατική γραφειοκρατία από το 1914. Οπως έγραψαν τότε οι έφοροι των σχολείων της Θεσσαλονίκης, «το μόνον πρακτικόν αποτέλεσμα (της αφαίρεση των αρμοδιοτήτων τους) είναι ότι, αιρομένης της ευθύνης και του διαφέροντος των Εφόρων, συναίρεται η ευθύνη και το ενδιαφέρον τε των Δημογερόντων, Προκρίτων και γονέων, ους ούτοι (δηλαδή οι έφοροι) αντιπροσωπεύουσιν, ήτοι απομακρύνονται της εκπαιδεύσεως τρία ενδιαφέροντα, οι τρεις δηλαδή συντελεστικοί αυτής παράγοντες οι σκοπίμως ενεργούντες και απομένει μόνον εις, δηλαδή ο διδάσκαλος».
Πού να ήξεραν οι αγαθοί έφοροι, ότι 87 χρόνια αργότερα κάποιοι άλλοι δάσκαλοι θα ονόμαζαν το σύστημα των εφορειών και της κοινοτικής ευθύνης «ξενόφερτο». Και, αν πούμε ότι το μάθαιναν, πού θα απέδιδαν τον χαρακτηρισμό; Στην άγνοια ή στη λήθη;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου