Ποδοσφαιρικά στιγμιότυπα
Του ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ
(...) Η σχέση μου με το ποδόσφαιρο, υπήρξε καθοριστική, από την παιδική μου ηλικία. Οταν εξοικονομώντας τα χρήματα που μου έδιναν οι δικοί μου για το τραμ που με πήγαινε σχολείο στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής, κατάφερα με αυτά να αγοράσω μια πραγματική μπάλα. Την πήγα στον ποδηλατά της γειτονιάς μου για να μου τη φουσκώσει κι εκεί μέσα η σαμπρέλα της έσκασε σε μιαν αχτίνα ποδηλάτου καθώς ο παιδόφιλος ποδηλατάς, ο κυρ Ηλίας, προσπάθησε να... Ετρεξα κλαίγοντας στη μάνα μου κρατώντας στην αγκαλιά το δολοφονημένο όνειρό μου...
Αργότερα ένας οικογενειακός φίλος, πάντα μέσα στην Κατοχή (ο κατοπινός πατέρας της διάσημης σήμερα στην Αμερική Στασινοπούλου), με πήρε πρώτη φορά στο γήπεδο, που ήταν δίπλα από το Σιντριβάνι. Δεν θυμάμαι ποιες ομάδες έπαιζαν. Εκείνο που μου έμεινε στην όσφρηση της μνήμης είναι η μυρωδιά των πούρων που κάπνιζαν οι ένστολοι ναζί. Από τότε το πούρο με παραπέμπει στο ποδόσφαιρο μέσω της «προυστικής» «Αναζήτησης του χαμένου χρόνου». Κι ενώ λατρεύω το δεύτερο, μισώ το πρώτο.
Επαιζα τερματοφύλακας στις αλάνες της Σαλονίκης και είδωλό μου ήταν ο τερματοφύλακας του Μακεδονικού, ένας αίλουρος που τον φώναζαν «μπέμπη». Ετσι έγινα από μικρός οπαδός αυτής της ομάδας και παραμένω. Μόνο όταν πριν από μια εικοσαετία το Μακεδονικό έγινε «εθνικό» ζήτημα, μεταπήδησα στον Εθνικό Πειραιώς, λόγω και του ότι ο κουνιάδος μου, ο Παύλος Παπαντωνίου, ήταν εκείνη την εποχή πρόεδρος της ΠΑΕ. Στο τέλος χώρισα τα δύο, κατά το παράδειγμα της Κορέας: στον Βορρά Μακεδονικός Θεσσαλονίκης, στον Νότο Εθνικός Πειραιώς.
Μόλις είχα μπει στην πρώτη Γυμνασίου, όταν μια ποδοσφαιρική βεντέτα με συγκλόνισε: βρισκόμαστε στην πολιορκία της Νάουσας (1948). Δεν θυμάμαι αν πρόκειται για την κατάληψη της πόλης από τους αντάρτες ή την ανακατάληψή της από τον στρατό. Πάντως ένας επιθετικός του Αρη, ο Κολωνιάρης, εισβάλλοντας ως φαντάρος ή αντάρτης στο νοσοκομείο καθαρίζει στο κρεβάτι ένα μπακ του Ηρακλή. Είχαν προσωπικά προηγούμενα από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα πριν ξεκινήσει ο δεύτερος γύρος του εμφυλίου. (Μπορεί όμως και το μπακ να σκότωσε τον Κολωνιάρη στο νοσοκομειακό κρεβάτι. Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο την αγριότητα της περιγραφής αυτού του προμελετημένου φονικού.)
Εφηβος πια, ήρθε μια ταινία πολωνική για να με σημαδέψει με τον τρόπο της. Το θέμα της ταινίας ήταν ένας ποδοσφαιρικός αγώνας ανάμεσα στους κρατούμενους του Νταχάου ή του Αουσβιτς και τους Γερμανούς ναζήδες... Η ταινία, μεγάλης αισθητικής αξίας, είχε τη δομή του κατοπινού «Ρόκι 1 και 2 και 3 και 4 κετσάπ»: συνέχεια χάνει ο Ρόκι και ο θεατής ταυτίζεται μαζί του συμπάσχοντας, τον θέλει στο τέλος νικητή. Οι θεατές της ταινίας στο «Αλκαζάρ» Θεσσαλονίκης, ταυτιζόμενοι με τους σκελετωμένους ποδοσφαιριστές του στρατοπέδου συγκεντρώσεως, ενώ ο γκεσταπίτες (στην ταινία πάντα) κάπνιζαν τα πούρα τους (άλλη σύμπτωση!), παθιάζονταν υπέρ των κρατουμένων που έπαιζαν με τα ριγωτά ρούχα της φυλακής. Και με ένα ασύλληπτο γκολ παίρνουν τη νίκη. Ο μύθος δηλοί ότι ο απελευθερωτικός αγώνας στην κατεχόμενη Πολωνία είχε αρχίσει, πριν από την εξέγερση του γκέτο της Βαρσοβίας.
Γιατί το ποδόσφαιρο είναι μεν το όπιο του λαού, αλλά με όπιο εδώ εννοούμε φάρμακο. Γλυκαίνει τον πόνο της ζωής, γιατί, όπως το όπιο και τα οπιούχα φάρμακα που προκύπτουν, είναι σκέτο βάλσαμο. Και μπορεί να έγραψε ο Μονταλμπάν το βιβλίο «Ποδόσφαιρο-μια θρησκεία σε αναζήτηση του Θεού» (εκδόσεις Μεταίχμιο), αλλά την πολιτική διάσταση του ποδοσφαίρου την ανέδειξε καλύτερα το βιβλίο του Χρήστου Σωτηρακόπουλου «Παιγνίδι χωρίς όρια -ποδοσφαιρικές στιγμές που έγραψαν ιστορία», από τις εκδόσεις «Τόπος». Μέσα από αυτές τις «στιγμές» του έμπειρου αθλητικογράφου -τον οποίο διαβάζοντάς τον με εντυπωσίασε ως πεζογράφος- ζούμε μιαν άλλη ιστορία του ποδοσφαίρου σε παγκόσμια διάσταση που τονίζει τον κοινωνικο-πολιτικό χαρακτήρα του «βασιλιά των σπορ».
Οπως η περίπτωση του Ανατολικογερμανού σκόρερ στον αγώνα μεταξύ Ανατολικής τότε και Δυτικής Γερμανίας (1-0) που μια νύχτα του χειμώνα, προσπαθώντας να περάσει το Τείχος (εκείνο μεν έπεσε το 1989, αλλά εξακολουθεί να παρεμένει στην Κύπρο και στην Κορέα), γίνεται αντιληπτός από τον Ανατολικογερμανό φρουρό, που τον ακινητοποιεί με τον δυνατό προβολέα κι όταν καταλαβαίνει πως πρόκειται για τον Γιούγκερν Σπαρβάσερ, τον σέντερ φορ του Μαγδεμβούργου, που είχε βάλει το γκολ στους Δυτικούς και είχε γίνει λαϊκός ήρωας με τα χρόνια στην πατρίδα του Ούλπμριχτ, σβήνει τον προβολέα και σφυρίζει αδιάφορα αφήνοντάς τον να περάσει στην αντιπέρα όχθη.
Ή το περαστικό της Εθνικής Ινδίας που πήγε να παίξει στο Μουντιάλ του Ρίο Ντε Τζανέιρο το 1959 χωρίς παπούτσια (είχαν παίξει ξυπόλητοι στο Γουέμπλι το 1948 και με δυσκολία η Γαλλία τούς κέρδισε τότε με 2-1), οπότε η FIFA τότε αναγκάστηκε να καθιερώσει τα παπούτσια ως υποχρεωτικά προς δόξαν των πολυεθνικών που τώρα πια μόνο αυτά σχεδόν διαφημίζουν...
ΥΓ.: Οσο για το «Δεν μπορείς Μαρόπουλε» που φώναζαν οι Θεσσαλονικείς κάθε φορά που η ΑΕΚ ανέβαινε στην πόλη του Αγίου Δημητρίου, για μια ολόκληρη γενιά φιλάθλων το σύνθημα αυτό έγινε συνώνυμο της σεξουαλικής «αφλογιστίας».
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΠΟΨΕΙΣ,
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,
ΚΟΙΝΩΝΙΑ,
ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ,
ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου