Τα σχολεία των ορέων....
Της ΓΙΟΥΛΗΣ ΚΟΚΟΡΗ
Τα σχολεία κλείνουν. Το ξέγνοιαστο καλοκαίρι με τις τρίμηνες διακοπές ξεκινά. Δάσκαλοι και μαθητές θα αποχωριστούν, τα βιβλία θα μπουν στο... ράφι και το βάσανο του πρωινού ξυπνήματος θα εκλείψει.
Δεν πάνε πολλά χρόνια που σε κάποιες ορεινές και κακοτράχαλες ελληνικές γωνιές η σχολική χρονιά ξεκινούσε τον Ιούνιο!
Βαρύς και δύσκολος ο χειμώνας που επικρατούσε στις βουνοκορφές της Πίνδου, ανάγκαζε από παλιά τους βοσκούς να μετακινούνται στα πεδινά αναζητώντας συνθήκες ευνοϊκότερες για τα ποίμνιά τους.
Ετσι κάθε άνοιξη οι κτηνοτρόφοι της ορεινής Μακεδονίας, της Ηπείρου αλλά και της Πελοποννήσου «ανέβαιναν» με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους από τα «χειμαδιά» (τον κάμπο όπου είχαν περάσει τον χειμώνα) στο βουνό για να «ξεκαλοκαιριάσουν».
Για τα παιδιά τους υπήρχε ένας διαφορετικός προορισμός: το σχολείο του ορεινού χωριού θα άνοιγε τις πόρτες του και θα λειτουργούσε όλο το καλοκαίρι, φροντίζοντας να καλύψει τις εκπαιδευτικές ανάγκες τους.
Με τον ερχομό του φθινόπωρου τα χωριά θα «άδειαζαν» και πάλι: στα τέλη Οκτωβρίου οι τσομπαναραίοι ξανάφευγαν για τα χειμαδιά για να επιστρέψουν το Πάσχα ή λίγο μετά.
Ηταν μια εσωτερική μετανάστευση, αυστηρά προγραμματισμένη και άριστα οργανωμένη, που κράτησε πολλά χρόνια και εξακολουθεί σ' έναν βαθμό να υφίσταται μέχρι τις μέρες μας.
Η κοινωνία των νομάδων της Ηπείρου και της Κεντρικής Μακεδονίας περιελάμβανε τους Σαρακατσάνους και τους βλαχόφωνους. Οι Σαρακατσάνοι αποκαλούνταν καθαροί νομάδες, γιατί δεν έχουν σταθερή εστία, ενώ οι Βλάχοι ήταν ημινομάδες, μετακινούνταν δηλαδή έχοντας όμως ένα μόνιμο ορεινό χωριό. Βαθιά επιθυμία όλων τους ήταν να επιστρέψουν στα ορεινά, στην οικογενειακή εστία τους, αφού ο κάμπος, όπου μετανάστευαν αναγκαστικά τον χειμώνα, ήταν γι' αυτούς εξορία! «Πάρε με πάνω στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος» έγραφε ο Κώστας Κρυστάλλης.
Για τους μικρούς μαθητές το πήγαιν'-έλα αυτό ήταν πανηγύρι και περιπέτεια: στο βουνό θα έσμιγαν με τους φίλους και συγχωριανούς, θα έπαιζαν στη φύση και τον καθαρό αέρα και θα μάθαιναν καινούργια πράγματα από τον δάσκαλο του καλοκαιρινού σχολειού!
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού λοιπόν, τα παιδιά των Σαρακατσάνων εκπαιδεύονταν από δάσκαλο που μισθωνόταν από το «τσελιγκάτο». Τα μαθήματα γινόντουσαν στο «δασκαλοκάλυβο». Ο δάσκαλος έμενε σ' ένα καλύβι δίπλα σ' αυτό, ενώ τη σίτισή του αναλάμβαναν οι οικογένειες με παιδιά στο σχολείο.
Στους βλάχικους πληθυσμούς το σχολείο λειτουργούσε τους καλοκαιρινούς μήνες σε πιο οργανωμένη βάση:
Ενα βήμα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα, επάνω στον Γράμμο, το Ντένισκο ή Αετομηλίτσα είναι ένα κατ' εξοχήν βλαχοχώρι. «Και σήμερα ακόμα η Αετομηλίτσα δουλεύει με τον τρόπο αυτό» μας λέει ο κ. Χρήστος Νιτσιάκος: «Οι κάτοικοι συνεχίζουν να κατεβαίνουν στα χειμαδιά γύρω από τη Λάρισα και στον νομό Πέλλας. Τα παλιά χρόνια με τις οικογένειές τους και τα πρόβατα ή τα γίδια, κατέβαιναν στα λιβάδια του κάμπου και τα δρομολόγιά τους διαρκούσαν 20 μέρες. Σήμερα τα ζώα μεταφέρονται με φορτηγά.
Προπολεμικά λοιπόν οι μαθητές έπαιρναν αποδεικτικό για την τάξη που τελείωναν στον κάμπο και αναχωρούσαν αρχές με μέσα Μαΐου για την Αετομηλίτσα.
Από την 1η Ιουνίου άρχιζε το θερινό σχολείο με δάσκαλο που διόριζε το υπουργείο Παιδείας ή αναπληρωτή. Τα παιδιά παρακολουθούσαν μέχρι τις αρχές του Αυγούστου στην Αετομηλίτσα την τάξη που δεν είχαν τελειώσει, έπαιρναν ενδεικτικό από το καλοκαιρινό και έρχονταν τέλη Οκτωβρίου και γράφονταν στο σχολείο των χειμαδιών.
400 παιδιά!
Τη δεκαετία 1930-40 το σχολείο είχε 10 δασκάλους και γύρω στα 400 παιδιά! Μετά τον Εμφύλιο ήμασταν 40 παιδιά. Σταδιακά η νομαδική κτηνοτροφία περιορίστηκε και το 1970 το σχολείο έκλεισε. Πάντως, όλα τα χωριά της Πίνδου (Αβδέλα, Σαμαρίνα, Σμίξη, Περιβόλι) με νομαδική κτηνοτροφία είχαν και θερινά σχολεία».
«Το θερινό σχολείο στο Δοτσικό Γρεβενών», σημειώνει ο Θωμάς Μπουρνόβας, «λειτουργούσε το καλοκαίρι, από τις 21 Μαΐου μέχρι τον Σεπτέμβριο/Οκτώβριο. Τότε αριθμούσε 30 παιδιά και ο δάσκαλος ερχόταν από τους Φιλιππαίους για να διδάξει».
«Στα Πράμαντα των Τζουμέρκων», μας λέει ο φιλόλογος Νίκος Καρατζένης, «τα χρόνια 1960-65 το σχολείο λειτουργούσε από 25 Ιουνίου μέχρι 25 Ιουλίου. Εμείς ερχόμαστε από τα χειμαδιά της Αιτωλοακαρνανίας και ήμασταν περίπου 50 παιδιά. Τότε οι μετακινήσεις διαρκούσαν ένα μήνα: δεκαπέντε μέρες να πάμε, δεκαπέντε να έρθουμε. Το σχολείο ήταν δωδεκαθέσιο και ο δάσκαλος δούλευε με υπερωρίες. Βγάζαμε όλη σχεδόν την ύλη της τάξης στα χειμαδιά και συνεχίζαμε στο θερινό σχολείο, όπου ο δάσκαλος μας έκανε μια επανάληψη στα κυριότερα κεφάλαια της χρονιάς. Τον χειμώνα το σχολείο εξακολουθούσε να λειτουργεί για τα παιδιά των "χειμωνιάτων", των μόνιμων δηλαδή κατοίκων του χωριού. Τα θερινά σχολεία λειτούργησαν εκείνα τα χρόνια στους Μελλισσουργούς, τα Θεοδώριανα, το Αθαμάνιο, το Ματσούκι, το Βουλγαρέλι και τον Καταρράκτη».
Τέλος στην Πελοπόννησο, στο ιστορικό Βαλτέτσι της Αρκαδίας, συναντάμε άλλο ένα καλοκαιρινό σχολείο. Οι Βαλτετσιώτες ξενιτεύονταν από Οκτώβριο μέχρι Μάιο στα χειμαδιά του Γαλατά και της Ερμιόνης.
«Πήγα σχολείο το 1928» θυμάται ο Δημήτρης Κόκκορης: «Το σχολείο δούλευε από την 1η Μαΐου μέχρι τον Σεπτέμβριο. Ηταν μόνο δημοτικό και πηγαίναμε όλα τα παιδιά από 6-18 χρόνων. Οταν πήγα εγώ, ήταν στο Βαλτέτσι 300 ή 400 παιδιά! Το χειμώνα όμως φεύγανε όλοι ...»
Στο ίδιο σχολείο φοίτησε αργότερα και ο Σταύρος Κοκκάλας: «Ερχόμαστε», μας λέει, «από τα χειμαδιά μετά την Πρωτομαγιά, φοιτούσαμε όλο το καλοκαίρι και την τελευταία Κυριακή του Αυγούστου δίναμε εξετάσεις. Το σχολείο λειτούργησε μέχρι την δεκαετία του '70 και ήταν το μοναδικό, νομίζω, θερινό σχολείο στην Πελοπόννησο».
ΠΗΓΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ,
ΕΛΛΑΔΑ,
ΜΝΗΜΕΣ ΠΟΥ ΣΒΗΝΟΥΝ,
ΠΑΙΔΕΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου