"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΡΟΥΣΦΕΤΟΨΩΝΑΡΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Οι γυναίκες των Καισάρων



Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή που τέμνει οριζοντίως όλους τους πολιτικούς χώρους στην Ελλάδα: αυτή μεταξύ λαϊκιστών και μη λαϊκιστών.  


Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή η –κατά κάποιον τρόπο ίσαλος– γραμμή «τα λέει όλα», ούτε ότι αποτελεί το μοναδικό κλειδί για την ερμηνεία όλων όσα έχουν συμβεί στη χώρα μας από τη μεταπολίτευση και έπειτα. Ασφαλώς η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη. 


Για να παραμείνουμε στη μετά το 1974 περίοδο και σε επίπεδο πρωθυπουργών, θα έλεγα λοιπόν ότι από τη μια πλευρά, αυτή των λαϊκιστών, θα έβαζα ως χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κώστα Καραμανλή και τον Αλέξη Τσίπρα. 


Από την άλλη όχθη, αυτή των μη λαϊκιστών, προσωπικά (με όλους τους κινδύνους του υποκειμενισμού) θα έβαζα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Γιώργο Ράλλη, τον Κώστα Σημίτη και, γιατί όχι, τον Κώστα Μητσοτάκη.  


Προσοχή! Δεν κρίνω εδώ ποιος ήταν καλύτερος και ποιος λιγότερο καλός πρωθυπουργός, αλλά ποιος υπήρξε επιρρεπής στον λαϊκισμό και ποιος όχι – ή έστω, υπήρξε λιγότερο επιρρεπής.


Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να επεκταθώ στο γιατί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν υπήρξε λαϊκιστής. 


Ως προς τους υπόλοιπους, σπεύδω απλώς να υπενθυμίσω ορισμένα γεγονότα που ίσως έχουν κάπως ξεχαστεί.  


Ο Ράλλης παραλίγο να μην εκλεγεί καν βουλευτής το 1977 επειδή, ως υπουργός Παιδείας, είχε αποξενώσει τη «λαϊκή δεξιά» (τότε δεν τη λέγαμε έτσι) με την καθιέρωση της δημοτικής.  

Ο Μητσοτάκης «έπεσε» το 1993 μεταξύ άλλων και επειδή δεν υιοθέτησε τις υστερικές κραυγές για το Μακεδονικό, στις οποίες πρωταγωνιστούσαν κάθε λογής «εθνοπατριώτες» και το παπαδαριό.  


Ο Σημίτης «έπεσε» και λόγω του πολέμου που είχε εξαπολύσει εναντίον του, με αφορμή το θέμα των ταυτοτήτων, ο τότε αρχιεπίσκοπος. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κωστάκης Καραμανλής, ο οποίος διαδέχτηκε τον Σημίτη, βαστούσε τότε τα εξαπτέρυγα του Χριστόδουλου («Και με τα δύο χέρια θα υπογράψω για να γίνει δημοψήφισμα» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά).


Περσινά ξινά σταφύλια; 


Όχι και τόσο αν σκεφτεί κανείς ότι και σήμερα ο πολτός του λαϊκισμού, στον οποίο βυθίζεται κάθε μέρα και περισσότερο η χώρα, είναι τέτοιος ώστε δυσκολεύεσαι συχνά να καταλάβεις αν αυτός που μιλάει εξ ονόματος ή υπέρ των κυβερνώντων προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ ή τους ΑΝΕΛ, υπήρξε κορυφαίο στέλεχος του Παπανδρεϊσμού (βλ. Τσοχατζόπουλος, Λιβάνης) ή στενός συνεργάτης του Κωστάκη του Ακούραστου (βλ. Παπαγγελόπουλος, Παυλόπουλος, κ.ά.).


Μια από τις πτυχές του λαϊκισμού είναι κατά κανόνα και ο προσωποπαγής χαρακτήρας του, η πίστη στον χαρισματικό ηγέτη και στις ικανότητές του.  


Άλλο γνώρισμά του, δευτερεύον ίσως αλλά ενδιαφέρον, είναι ότι δυσανάλογα μεγάλο ρόλο στην πολιτική ζωή παίζει συχνά και η σύζυγος του ηγέτη. Η Λατινική Αμερική, περιοχή του πλανήτη όπου κατεξοχήν θάλλει το άνθος του λαϊκισμού, προσφέρει χρήσιμα παραδείγματα επ’ αυτού. Παραδείγματα που ξεκινούν από τη θρυλική Εβίτα Περόν και φτάνουν στην Κριστίνα Κίρσνερ, πρόεδρο της Αργεντινής από το 2007 έως το 2015, περίπου ως κληρονόμος του συζύγου της, Νέστορ Κίρσνερ. Μάλιστα αυτή η κυρία, η οποία έχει σοβαρές εκκρεμότητες με τη δικαιοσύνη στη χώρα της, μας επισκέφθηκε πρόσφατα προσκεκλημένη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο καθείς και οι παρέες του...


Αυτά όλα, ωστόσο, είναι ακραία φαινόμενα που πολύ απέχουν απ’ όσα έχουν συμβεί ή συμβαίνουν παρ’ ημίν (και το λέω απολύτως ειλικρινά αυτό, καθόλου ειρωνικά). Σε ό,τι μας αφορά, θα μπορούσε απλώς να επισημάνει κάποιος ότι αυτή η άτιμη η διαχωριστική γραμμή –λαϊκιστές από τη μια και μη λαϊκιστές από την άλλη– περνάει στη χώρα μας και από τις συζύγους των κατά καιρούς πρωθυπουργών, και από τις «γυναίκες των καισάρων». Και εξηγούμαι.


Είναι, άραγε, τυχαίο ότι οι σύζυγοι που αξιοποίησαν (και εννοώ απλώς αξιοποίησαν, και τίποτα περισσότερο) την ιδιότητα της πρωθυπουργικής συζύγου προκειμένου να προωθήσουν την, επιστημονική ή άλλη, προσωπική τους ανέλιξη ήταν οι σύζυγοι των λαϊκιστών πρωθυπουργών;  


Με άλλα λόγια, θυμόσαστε ποτέ την Αμαλία Καραμανλή (στο βαθύ παρελθόν αυτή), τη Λένα Ράλλη ή τη Δάφνη Σημίτη να μοστράρονται περισσότερο απ’ όσο τους αναλογούσε; Αντιθέτως, θα έλεγε κανείς ότι μάλλον απέφευγαν τη δημοσιότητα. 


Από την άλλη, η Δήμητρα Λιάνη φρόντισε να την τοποθετήσει ο Ανδρέας διευθύντρια του πρωθυπουργικού γραφείου το 1993-96 (τα κριτήρια ήταν προφανώς... αξιοκρατικά). Η κατά τα άλλα συμπαθής Νατάσα Καραμανλή φρόντισε να εξελιχθεί από νηπιαγωγός σε διδάκτορα της Ιατρικής, «κατά σύμπτωση» όταν ο σύζυγός της ήταν πρωθυπουργός. Πρόσφατα, η κυρία Περιστέρα (Μπέτυ) Μπαζιάνα εντάχθηκε, απ’ ό,τι διάβασα, στο μόνιμο προσωπικό του Μετσόβειου Πολυτεχνείου αξιοποιώντας ψηφισμένο επί ημερών του συζύγου της σχετικό νόμο.


Καλά να 'ναι οι κοπέλες και να προοδεύουν πάντα. Άλλωστε, ακόμα και ο Καρανίκας, φίλος της οικογένειας Τσίπρα, δείχνει πλέον να έχει αναθεωρήσει −με το αζημίωτο, βέβαια− παλαιότερες απόψεις του, σύμφωνα με τις οποίες «η καριέρα είναι χολέρα»


Απλώς, να...
 σκαλίζοντας και μελετώντας συνεχώς τα σχετικά με τον λαϊκισμό και τις παραφυάδες του, εντόπισα και αυτή τη −δευτερεύουσα ίσως, αλλά πάντως ενδιαφέρουσα− πτυχή του, η οποία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη φράση: 


«Η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι ανιδιοτελής. Καλό είναι και να μη δίνει δικαίωμα να σχολιάζεται η επαγγελματική ή/και άλλη ανέλιξή της».

Δεν υπάρχουν σχόλια: