Η εξωτερική πολιτική του Ερντογάν μετά την τρίτη νίκη
Του Γιώργου Καπόπουλου
Όλοι συμφωνούν ότι ο μεγάλος απών στην προεκλογική εκστρατεία του Ερντογάν αλλά και στη συνολική πολιτική αντιπαράθεση δεν ήταν άλλος από την ενταξιακή διαπραγμάτευση Ε.Ε. - Αγκυρας, μία εξέλιξη αναμενόμενη, καθώς και στις δύο πλευρές οι συνθήκες είναι σήμερα εντελώς διαφορετικές από ότι ήταν τόσο το Δεκέμβριο του 1999 στο Ελσίνκι, όταν η Τουρκία ανεδείχθη ως υποψήφια προς ένταξη χώρα, και από το Δεκέμβριο του 2004, όταν προσδιορίσθηκε η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων για τον Οκτώβριο του 2005.
Σήμερα το σκηνικό μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:
* Βυθισμένη στην εσωστρέφεια της δημοσιονομικής κρίσης η Ευρωζώνη και κατ' επέκταση η Ε.Ε. δεν μπορεί να εξετάζει την πλήρη ένταξη της Τουρκίας ούτε καν σαν μακρινό ενδεχόμενο.
* Κυρίαρχος του παιχνιδιού στη χώρα και για τρίτη φορά νικητής στις εκλογές, ο Ερντογάν δεν εξαρτάται ούτε κατ' ελάχιστον από την αξιοπιστία της ευρωπαϊκής προοπτικής για την ολοκλήρωση του εκδημοκρατισμού.
Παρά τα παραπάνω, ούτε η Ε.Ε. ούτε η Αγκυρα δεν θέλουν να χρεωθούν την ευθύνη της διάρρηξης μιας έστω προβληματικής υπό εξέλιξη διαπραγμάτευσης, άρα το πιθανότερο είναι ότι θα συνεχίσουν μέσα στην αμοιβαία αδιαφορία. Το συμπέρασμα που αφορά την Αθήνα είναι το οριστικό τέλος της στρατηγικής που έβλεπε τη διευθέτηση των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων και την επίλυση του Κυπριακού μέσα από την εξέλιξη της Ευρω-τουρκικής διαπραγμάτευσης.
Η τρίτη στη σειρά εκλογική νίκη του Ερντογάν με ενισχυμένο ποσοστό ψήφων είναι σε μεγάλο βαθμό και προϊόν της ανικανότητας των αντιπάλων του να αντιληφθούν τη νέα πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί στη χώρα τα τελευταία οκτώμισι χρόνια: Μια πλειοψηφική μερίδα της κοινής γνώμης έχει καταργήσει τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στο κοσμικό κράτος και την ισλαμική ευαισθησία, έτσι όπως τις είχε χαράξει το κεμαλικό κατεστημένο, διαμορφώνοντας μια σύνθεση που επηρεάζει αποφασιστικά τις κρίσιμες κυβερνητικές επιλογές τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική πολιτική.
Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική οι επιλογές του Ερντογάν, με αφετηρία την άρνηση της διέλευσης των αμερικανικών δυνάμεων από την επικράτεια την άνοιξη του 2003 με προορισμό το Ιράκ μέχρι τα δραματικά γεγονότα στα ανοικτά της Γάζας στο πλοίο Μαβί Μάρμαρα πριν από ένα χρόνο, αναδεικνύονται σε μη αντιστρέψιμη στροφή της εξωτερικής πολιτικής της γειτονικής μας χώρας: Για τα ορατό μέλλον η αλληλεγγύη προς μουσουλμανικούς πληθυσμούς και χώρες είναι υποχρεωτικός μονόδρομος τόσο για τον Ερντογάν όσο και για τον όποιο διάδοχό του. Ο όποιος δυνητικός ρόλος της Τουρκίας ανάμεσα στις ΗΠΑ, την Ε.Ε. και τον αραβομουσουλμανικό κόσμο πρέπει να προσεγγίζεται με σημείο αναφοράς την παραπάνω παραδοχή και μόνον.
Το κεμαλικό παρελθόν
Ο προσδιορισμός της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής από τις εσωτερικές κατά κύριο λόγο σκοπιμότητες ήταν άλλωστε και καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής του Κεμάλ και των θεματοφυλάκων της κληρονομιάς του: Η απομόνωση από τον αραβομουσουλμανικό κόσμο λειτουργούσε και ως θωράκιση της τουρκικής κοινωνίας από έξωθεν επιρροές, ενώ η ειδική σχέση στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ που συνήψε η στρατιωτική ηγεσία στις αρχές του 1996 δεν είχε ως μόνο στόχο τη Συρία, αλλά στηριζόταν στην ανησυχία και στην αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στις μουσουλμανικές χώρες συνολικά. Άλλωστε, και η πρόσδεση στις ΗΠΑ μετά το 1945, προσχηματικά και μόνον σχετιζόταν με τη σοβιετική απειλή, που ήταν, άλλωστε, βραχύβια, καθώς η διεκδίκηση από το Στάλιν των επαρχιών του Καρς και του Αρνταχάν, αλλά και ναυτικής βάσης στα στενά, δεν ήταν ενεργή την άνοιξη του 1947 όταν εξαγγέλθηκε το δόγμα του Τρούμαν. Η στρατιωτική συμμαχία με τις ΗΠΑ από το 1947 και μετά, αλλά και η ισότιμη ένταξη σε μία δυτική στρατιωτική συμμαχία, το ΝΑΤΟ, μετά το 1952 περισσότερο θωράκιζαν τον κοσμικό αυταρχισμό των κληρονόμων του Κεμάλ παρά απέτρεπαν μια αμφιβόλου αντικρίσματος σοβιετική απειλή.
Στροφή
Ετσι η στροφή της εξωτερικής πολιτικής, που την άρχισε ο Γκιουλ και την ολοκλήρωσε ο Νταβούτογλου, δεν είναι μόνον συνάρτηση της αποτελεσματικότητάς της ως προς την κατοχύρωση επιρροής και ερεισμάτων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, αλλά βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις εσωτερικές ισορροπίες της Τουρκίας. Τα παραπάνω είναι στρατηγικής σημασίας δεδομένα που οριοθετούν τόσο την όποια επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ όσο και το μέλλον της ενταξιακής διαπραγμάτευσης με την Ε.Ε., ακόμη και στην περίπτωση που θα εξέλιπαν όλες οι σημερινές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Ελληνοτουρκικά
Ποιοτική αλλαγή
Τα νέα δεδομένα που συνιστούν από μόνα τους στρατηγική ανατροπή στις ελληνοτουρκικές διαφορές που ξεκίνησαν ως ανταγωνισμός στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, αλλά και της τριγωνικής σχέσης Ουάσιγκτον - Αθήνα - Αγκυρα. Δεν συνιστούν υπέρβαση αλλά ποιοτική αλλαγή που πρέπει να αξιολογηθεί στην Αθήνα.
Η Τουρκία του Ερντογάν εισέρχεται σε φάση Μεταπολίτευσης. Εχει διαρρήξει τη στρατηγική εμπιστοσύνη που τη συνέδεε παλαιότερα με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, η διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται σε νεκρό σημείο και τα όποια ερείσματα στην ευρύτερη Μέση Ανατολή είναι αβέβαιου αντικρίσματος και διάρκειας.
Κατά συνέπεια, παρά την υποβάθμιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ε.Ε. η Τουρκία του Ερντογάν έχει κίνητρα να επιδιώκει εκκαθάριση των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων στο Αιγαίο και επίλυση του Κυπριακού, καθώς πρόκειται για τα δύο τελευταία πεδία σχετικής αυτονομίας της στρατιωτικής ηγεσίας, στο βαθμό που αυτή παραμένει συνιστώσα του κεμαλικού κατεστημένου.
Το ερώτημα που τίθεται αν υπό τις σημερινές συνθήκες η Αθήνα μπορεί να αναλάβει το κόστος ενός συνολικού συμβιβασμού αλλά και το κατά πόσον οι όποιες θέσεις της τουρκικής πλευράς θα στοχεύουν σε συνολική εκκαθάριση ή απλώς να κατοχυρώσουν την κυβέρνηση Ερντογάν ως παράγοντα καλής θέλησης.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ,
ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ,
ΗΜΕΡΗΣΙΑ,
ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ,
ΤΟΥΡΚΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου