"Κόμμα = Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν' αναγιγνώσκωσι και ν' αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν' αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι"
Εμμανουήλ Ροΐδης , Έλληνας πεζογράφος και κριτικός (1836-1904)


Πολλές πλατείες μες στην πλατεία


Eνας ύμνος στην πόλη είναι το τραγούδι «Ομόνοια πλας», που ταυτίστηκε με τη φωνή της Ρένας Βλαχοπούλου: 
«Σε κάθε γωνία 
επτά καφενεία 
καρέκλες με κόσμο γεμάτες 
και ταξί που ψαρεύουν πελάτες… 
Καμπαρέ και τζαζ μπαντ και μπελ φαμ 
και ταμπέλες που λέν’ γουέλ καμ 
τι ρυθμός, τι ζωή 
και κοσμοσυρροή 
μέρα νύχτα και ώς το πρωί».

Μόνο μελαγχολία φέρνει η «Ομόνοια πλας» του 2011. Από «πλατεία όλο χάρη», κατάντησε ξεχαρβαλωμένο σκέλεθρο, πλατεία του λουκέτου, του εγκλήματος και της σκόνης, ενώ η γύρω περιοχή υπόσχεται κέρδη πολλά σε όποιον αγοράσει σήμερα φτηνά. Τουλάχιστον ώς την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η κοσμοσυρροή, ο ρυθμός, η ζωή, μέρα–νύχτα και ώς το πρωί, χαρακτηρίζουν την άλλη κεντρική πλατεία της Αθήνας, το Σύνταγμα. Κατσαρόλες, σημαίες και τύμπανα, σφυρίχτρες και λέιζερ χειρός, σε αμαξίδια βρέφη αλλά και τολμηροί ανάπηροι μαχητές που αρνούνται τον ρόλο του θύματος. Αυτοί όμως που δίνουν τον τόνο είναι οι χιλιάδες νέοι της αβέβαιης δουλειάς ή της βέβαιης ανεργίας και του αχρείαστου πτυχίου.

«Ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος», έλεγε κάποτε ένας λόγιος. Οχι μόνον ο ιδιωτικός, ο οικογενειακός βίος, αλλά και ο κοινωνικός και, εσχάτως, ο πολιτικός ή μάλλον μια αναδυόμενη συνισταμένη του πολιτικού βίου. Εκτός από την τηλεψηφοφορία στα ριάλιτι και στη Eurovision, εκτός από το δίπολο «μου αρέσει/δεν μου αρέσει», υπάρχει και η ανοιχτή συνέλευση στην πλατεία, μια νέα διαδικασία που επιβεβαιώνει ότι, πέρα από την κραυγή και το σύνθημα, υπάρχει και ο λόγος, η αναζήτηση του λόγου. 

Ανθρωποι, που στις πιο πολλές περιπτώσεις δεν είχαν ποτέ στη ζωή τους μιλήσει δημόσια, στέκονται στο αυτοσχέδιο βήμα, λένε τις σοφίες τους, το μακρύ και το κοντό τους, επιδοκιμάζονται, αποδοκιμάζονται, φέρνουν πλήξη ή συγκίνηση, γίνονται δάσκαλοι και μαθητές ταυτόχρονα.

Πάντα η πλατεία ήταν ο ομφαλός της πόλης, της συνοικίας, του χωριού, ο κατ’ εξοχήν τόπος συνάντησης και συνάθροισης. Η πλατεία δεν ταυτίζεται με το γνώριμο στέκι, αλλά κρύβει την υπόσχεση (κάποτε και την απειλή) του απροσδόκητου. Πολλοί αγαπήσαμε την πλατεία με τα καφενεία, τα περίπτερα, τους μικροπωλητές, το υπερυψωμένο Ι.Χ. της λαχειοφόρου αγοράς, τη σκιά των δέντρων και τα αδηφάγα περιστέρια, τα παιδιά που τρέχουν με ποδήλατα και σκέιτμπορντ, τις παρέες των εφήβων, τα αδέσποτα σκυλιά και τις προτομές των ηρώων. Και τώρα, σε κάποιες πλατείες της Ελλάδας συναντάμε όλα αυτά, αλλά και κάτι παραπάνω, κάτι διαφορετικό από την τυφλή (και συνήθως μοναχική) οργή.

Κάτι αλλάζει στην πλατεία γιατί πολλά έχουν αλλάξει στη ζωή του καθενός. Οχι μόνο γιατί το εισόδημα έχει μειωθεί και η ανεργία έχει διογκωθεί, αλλά και γιατί πυκνώνουν τα σύννεφα της ανασφάλειας, γιατί δεν αντέχουμε στη σκέψη ότι τα παιδιά που τώρα γεννιούνται είναι σημαδεμένα από το σίδερο του χρέους.

Κάτι αλλάζει στην πολιτική ζωή και κανείς δεν ξέρει τι σχήμα αυτό θα πάρει. Αυτό το κάτι, το γεμάτο κόμπους και ερωτήματα, μπορούμε να το ζήσουμε από πρώτο ή δεύτερο τηλεοπτικό ή ιντερνετικό χέρι, μπορούμε να το προσπεράσουμε, να σταθούμε μόνο στα γκρίζα σημεία του ή να προσπαθήσουμε να δούμε τα φωτεινά κι ελπιδοφόρα, ξέροντας ότι υπάρχουν πολλές πλατείες μες στην πλατεία. Στον ίδιο χώρο βρίσκονται πολλοί, όμως μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαίνουμε.

Συχνά λέμε ότι μας αξίζουν καλύτερα τραγούδια ή καλύτεροι ηγέτες. Σήμερα πρέπει να φανούμε άξιοι για καλύτερα τραγούδια, για καλύτερα συνθήματα από το «κλέφτες, κλέφτες!», για καλύτερες πλατείες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: