Οι Αραβικές εξεγέρσεις απειλούν τη φάμπρικα εξοπλισμών made in USA
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΦΙΔΑ
Οποιος σπέρνει ανέμους, είναι καταδικασμένος να θερίσει θύελλες. Κατά ανάλογο τρόπο, όποιος οπλίζει αμφιλεγόμενα καθεστώτα, κινδυνεύει να δει κάποια στιγμή τα όπλα που ο ίδιος τους πούλησε να αλλάζουν χέρια και να στρέφονται εναντίον του ή να πυροδοτούν άλλες, απροσδόκητες εξελίξεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των ΗΠΑ, οι οποίες βλέπουν το τελευταίο διάστημα τους παραδοσιακούς συμμάχους τους στον αραβικό κόσμο να «καίγονται» ο ένας μετά τον άλλον στη φωτιά των εξεγέρσεων.
Αλλωστε, η πυριτιδαποθήκη της Μέσης Ανατολής, αυτή η οποία, επί του παρόντος, φλέγεται χωρίς προοπτική άμεσης κατάσβεσης, είναι γεμάτη «μπαρούτι» made in USA (βομβαρδιστικά, ελικόπτερα, άρματα, πυραύλους κ.ά.).
Για του λόγου το αληθές, αρκεί μια ματιά στις πρόσφατες πωλήσεις αμερικανικών όπλων εκεί. Πιο συγκεκριμένα, μόνο το 2009, η Αίγυπτος του Χόσνι Μουμπάρακ αγόρασε από τις ΗΠΑ όπλα και οπλικά συστήματα αξίας περίπου 2 δισ. δολ. (τα καφετιά τανκ τα οποία βλέπαμε επί ημέρες παραταγμένα μεταξύ των διαδηλωτών πέριξ της πλατείας Ταχρίρ στην Αίγυπτο δεν ήταν άλλα από τα αμερικανικά M1 Abrams), ενώ σε ανάλογες κινήσεις προέβησαν την ίδια χρονιά (2009) τόσο η Τυνησία του Μπεν Αλι (αγορές αμερικανικών όπλων αξίας 15 εκατ. δολ.) όσο και η Ιορδανία (αγορές ύψους 431 εκατ. δολ.).
Περισσότερο φτωχή από τους γείτονές της, η Υεμένη μπορεί να μην είναι σε θέση να πληρώσει για όπλα αλλά αυτό δεν εμπόδισε τις ΗΠΑ να της παράσχουν στρατιωτική βοήθεια ύψους 150 εκατ. δολ. το 2010. Οσο για τους καλύτερους πελάτες των ΗΠΑ στην περιοχή, αυτοί είναι η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ενδεικτικά, μόλις τον περασμένο Οκτώβρη, το Ριάντ συνήψε με την Boeing συμφωνία αγοράς όπλων (70 ελικοπτέρων Apache και 84 αεροσκαφών F-15, μεταξύ άλλων) συνολικής αξίας 60 δισ. δολ.
Μόνο το 2010, οι πωλήσεις αμερικανικών οπλικών συστημάτων συνολικά στο εξωτερικό φέρονται να ξεπέρασαν τα 100 δισ. δολ. ενώ συγκριτικά, τη δεκαετία 1995-2005 αυτές ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε μόλις 13 δισ. δολ. ετησίως. Να σημειωθεί μάλιστα πως όλα τα παραπάνω έγιναν με τις ευλογίες του Αμερικανού προέδρου και κατόχου Νόμπελ Ειρήνης, Μπαράκ Ομπάμα.
«Η τελευταία φορά που τα πηγαίναμε τόσο καλά στη Μέση Ανατολή ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990», σχολιάζει χαρακτηριστικά στο περιοδικό «Fortune» ο Μαρκ Κρόνενμπεργκ, ανώτερο στέλεχος της Boeing. Αναζητώντας τις αιτίες πίσω από την κούρσα εξοπλισμών, οι περισσότεροι αναλυτές δείχνουν το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν χωρίς την απειλή του οποίου οι αμερικανικές βιομηχανίες (Boeing, Raytheon, Lockheed Martin, General Dynamics κ.ά.) μάλλον δεν θα είχαν κάνει τα τελευταία χρόνια τις χρυσές δουλειές που έκαναν (ενδεικτικά, την περίοδο 2006-2009, το 50% των συμφωνιών που υπέγραψαν ήταν με χώρες της Μέσης Ανατολής).
Τα οφέλη από τις πωλήσεις όπλων για τις ΗΠΑ είναι τεράστια τόσο σε οικονομικό επίπεδο (τόνωση εξαγωγών, αύξηση εσόδων, διατήρηση περισσοτέρων από 200.000 θέσεων εργασίας στο εσωτερικό της χώρας) όσο και σε διπλωματικό.
«Με απλά λόγια, οι αγοραστές αμερικανικών όπλων συνηθίζουν, πριν και μετά την υπογραφή των μεγάλων συμφωνιών, να κάνουν ό,τι τους ζητήσει η Ουάσιγκτον», σημειώνει το «Fortune».
Κάπως έτσι εξηγούνται τόσο η εχθρική στάση της Ινδίας απέναντι στο Ιράν (τους τελευταίους 5 μήνες, το Νέο Δελχί έχει προχωρήσει σε αγορές και παραγγελίες αμερικανικών οπλικών συστημάτων αξίας μεγαλύτερης των 5 δισ. δολ.) όσο και οι σχεδιαζόμενες κοινές στρατιωτικές ασκήσεις μεταξύ Ινδίας και Σ. Αραβίας.
Σαουδική Αραβία
Ο καλύτερος πελάτης της οπλοβιομηχανίας των ΗΠΑ
Κατά την προσφιλή τους συνήθεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες θέλουν να παρουσιάζονται ως παγκόσμιος υπερασπιστής της δημοκρατίας και των πολιτικών ελευθεριών.
Ωστόσο, ο μεγαλύτερος αγοραστής αμερικανικών όπλων στη Μ. Ανατολή δεν είναι άλλος από ένα... βασίλειο, αυτό της Σαουδικής Αραβίας, το οποίο μάλιστα έχει περισσότερες σχέσεις με την τρομοκρατία (υπενθυμίζεται πως Σαουδάραβες ήταν οι δράστες της επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου, καθώς και κάποιοι από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες της Αλ Κάιντα και των Ταλιμπάν) παρά με τη δημοκρατία (εκεί δεν υπάρχουν πολιτικά κόμματα, δεν γίνονται εκλογές, δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και οι γυναίκες δεν έχουν δικαίωμα ψήφου). Κι όμως, αυτή η χώρα είναι ένας από τους στενότερους συμμάχους της Ουάσιγκτον στη Μέση Ανατολή. Οι λόγοι είναι σοβαροί (ενεργειακοί-οικονομικοί και στρατιωτικοί).
Ξεκινώντας από την ενέργεια, η Σαουδική Αραβία είναι η μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγός χώρα στον κόσμο (τα αποδεδειγμένα αποθέματά της υπολογίζονται σε περίπου 262 δισ. βαρέλια και η ημερήσια παραγωγή της σε περίπου 9 εκατ. βαρέλια) και ο 3ος μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου των ΗΠΑ. Ενδεχόμενη διατάραξη της παραγωγής μπορεί εύκολα να στείλει τις τιμές του «μαύρου χρυσού» στα ύψη και να οδηγήσει σε νέα ύφεση την παγκόσμια οικονομία (παραδοσιακά, οι υφέσεις συνηθίζουν να έρχονται ύστερα από μεγάλες ανόδους στις τιμές του πετρελαίου).
Επιπλέον, σε οικονομικό επίπεδο, η Σαουδική Αραβία είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή (το 2009, το συνολικό ύψος των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών άγγιξε τα 32,8 δισ. δολάρια).
Οι Σαουδάραβες στέλνουν στη βόρεια Αμερική πετρέλαιο (περίπου 1 εκατ. βαρέλια ημερησίως) και οι Αμερικανοί ανταποδίδουν πουλώντας στο Ριάντ όπλα και μηχανήματα, ενώ στο εν λόγω βασίλειο δραστηριοποιούνται τα τελευταία χρόνια και πολλές βιομηχανίες των ΗΠΑ (ConocoPhillips, Amerada Hess, Marathon κ.ά.).
Αναλόγως στενές είναι οι σχέσεις των δύο χωρών και σε διπλωματικό-στρατιωτικό επίπεδο. Υπενθυμίζεται πως ήδη από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, Ουάσιγκτον και Ριάντ μάχονταν μαζί ενάντια στην «επέλαση του κομμουνισμού». Στην πορεία, την «κομμουνιστική απειλή» ήρθαν να διαδεχθούν οι απειλές της Αλ Κάιντα και της «πυρηνικής» Τεχεράνης.
Πλέον, εν έτει 2011, η κυβέρνηση Ομπάμα προσεγγίζει τη Σαουδική Αραβία ως «αντίπαλο δέος» στο σιιτικό Ιράν και ως στρατιωτικό βραχίονα των ΗΠΑ στην περιοχή. Αλλωστε, «από τη στιγμή που εξοπλίζει τους συμμάχους της, η Ουάσιγκτον δεν χρειάζεται να διατηρεί Αμερικανούς στρατιώτες στα συγκεκριμένα εδάφη», όπως υποστηρίζει μερίδα αναλυτών.
ΗΠΑ - ΛΙΒΥΗ
Ενίσχυσαν τους δεσμούς και μετά... τις μπίζνες
Αλλοτε ορκισμένοι εχθροί, Ουάσιγκτον και Τρίπολη ήρθαν πιο κοντά τα τελευταία χρόνια, ειδικά από το 2004 και μετά οπότε ήρθησαν οι κυρώσεις ενάντια στις ξένες εταιρείες που επέλεγαν να κάνουν μπίζνες στη Λιβύη.
Σε αυτό το συμφιλιωτικό πλαίσιο, οι ΗΠΑ πούλησαν στον Καντάφι όχι όπλα αλλά εξαρτήματα αεροσκαφών C-130, κάμερες ασφαλείας (για χρήση στα συνοριακά φυλάκια) και εκρηκτικά (για χρήση στην πετρελαϊκές εγκαταστάσεις), ενώ μόλις πριν από μερικούς μήνες ο Αμερικανός βοηθός ΥΠΕΞ, Αντριου Σαπίρο, είχε επισκεφθεί την Τρίπολη προκειμένου να ενισχύσει περαιτέρω τους δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών.
100 ΔΙΣ. ΔΟΛ. έφτασαν οι πωλήσεις αμερικανικών οπλικών συστημάτων στο εξωτερικό το 2010
ΕΘΝΟΣ
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΑΡΑΒΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ,
ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΑ,
ΔΙΕΘΝΗ,
ΕΘΝΟΣ,
ΗΠΑ,
ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ,
Σ. ΑΡΑΒΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου