Ανεκμετάλλευτο στη θάλασσα καταλήγει το 70% του ελληνικού νερού
Από τη ρίψη των τοξικών και μη αποβλήτων των βιομηχανικών, βιοτεχνικών και γεωργικών δραστηριοτήτων μολύνεται το ελληνικό νερό, ενώ ακόμα και το εμφιαλωμένο νερό, το οποίο δεν ελέγχει κανείς σε ό,τι αφορά τις συνθήκες διακίνησης και αποθήκευσης του στην αγορά θεωρείται όχι και τόσο ασφαλές.
Σήμερα Τρίτη 22 Μαρτίου, ο κόσμος γιορτάζει την Παγκόσμια Ημέρα Νερού. Επιστήμονες και κυβερνώντες θα παραστούν και πάλι σε ημερίδες και συνέδρια. Οι πρώτοι θα κρούσουν για μία ακόμη φορά τον κώδωνα του κινδύνου που έρχεται από την κλιματική αλλαγή και οι δεύτεροι θα κάνουν και πάλι δηλώσεις. Μέχρι του χρόνου που η «γιορτή» θα επαναληφθεί. Τουλάχιστον αυτό ισχύει για τη χώρα μας που ακόμα παλεύει να ενσωματώσει, άλλα κυρίως να εφαρμόσει κοινοτικές οδηγίες για τη διαχείριση, την εξοικονόμηση και την προστασία του νερού, ή να ελέγξει αποτελεσματικά το νερό που προορίζεται για άρδρευση ή να προστατεύσει αποτελεσματικά τη δημόσια υγεία από τη μετατροπή ποταμών (π.χ. Ασωπός), λιμνών (π.χ. Κορώνεια) και γενικότερα του υδροφόρου ορίζοντα από την βιομηχανική δραστηριότητα. Ενδεχομένως οι κυβερνώντες να πιστεύουν ότι το μόνο που θα βοηθήσει ουσιαστικά θα είναι η αύξηση της τιμής αυτού του φυσικού αγαθού! Ενα χαρακτηριστικό της ανυπαρξίας πολιτικής, είναι ότι η Ελλάδα συνεχίζει και σήμερα να είναι η πρώτη σε παραγωγή βαμβακιού στην Ευρώπη. Το ελληνικό βαμβάκι πλέον είναι απαξιωμένο στις αγορές ενώ απαιτεί και τεράστιες ποσότητες νερού στην καλλιέργειά του, η οποία απορροφά πάνω από το 12% των υδάτινων πόρων.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ σε ποσοστό 60% οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στην Ελλάδα συνεχίζουν να εξυπηρετούνται από απαρχαιωμένα χωμάτινα δίκτυα. Με τη χρήση των δικτύων αυτών, όμως, υπολογίζεται ότι οι απώλειες νερού ξεπερνούν το 75%. Επιπλέον, η πρωτοφανής πυκνότητα γεωτρήσεων και η υπεράντληση έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση των διαθέσιμων υπόγειων αποθεμάτων. Ενώ, δηλαδή, κατά τη δεκαετία του 1970 υπήρχε νερό στα 35 μέτρα, σήμερα τα τρυπάνια πρέπει να ξεπεράσουν τα 350 μέτρα για να αντλήσουν νερό.
Επίσης χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ασωπού όπου για χρόνια οι βιομηχανίες τον χρησιμοποιούσαν ως «υδάτινη χωματερή τοξικών» και η λίμνη Κορώνεια που χάνεται από την υπεράντληση άλλα και από τη μόλυνση από τις γύρω βιοτεχνίες.
Το θετικό στην υπόθεση πάντως είναι ότι οι τελευταίοι πλούσιοι σε νερό χειμώνες αύξησαν τα διαθέσιμα αποθέματα τουλάχιστον στο πόσιμο νερό. Τα αποθέματα της ΕΥΔΑΠ είναι αυτή τη στιγμή πάνω από 1 δισ. κυβικά, κάπως λιγότερα πάντως από τα περσινά αποθέματα. Ωστόσο, αυξάνεται και η κατανάλωση που στην Αθήνα είναι περίπου 1,1 εκ. κ.μ. νερό την ημέρα με τους καλοκαιρινούς μήνες να πλησιάζει και το 1,4 εκ. κ.μ. Επίσης, άνω του 10% είναι οι απώλειες μόνο της ΕΥΔΑΠ λόγω του παλιού δικτύου.
Ενα ακόμη θετικό είναι ότι ήδη το υπουργείο Περιβάλλοντος έχει θέσει ψηλά στην ατζέντα την προώθηση των απαραίτητων νομικών ρυθμίσεων για την προστασία των ποταμών και των λιμνών της χώρας ενώ προχωρεί και στην εκπόνηση των διαχειριστικών μελετών για τα υδάτινα αποθέματα.
ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Ετικέτες
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ,
ΗΜΕΡΗΣΙΑ,
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ,
ΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου